Αθήνα 30.11.2009 Ο τίτλος είναι του αναγνώστη μας και επιστολογράφου.
Παραθέτουμε την επιστολή του αυτούσια.
Όλοι εμείς ξεκινήσαμε κάποτε αυτή τη μαθησιακή, εκπαιδευτική πορεία γνωρίζοντας εξ αρχής και τον τελικό τόπο προορισμού αλλά και αποβίβασης. Δυστυχώς όμως για εμάς υπήρξε πρόβλημα με το εισιτήριο μας εν μέσω ταξιδίου, ένα εισιτήριο που στην πορεία μετατράπηκε σε απεριορίστων διαδρομών, χωρίς στάσεις και σταθμούς. Ένα εισιτήριο που ένα μαγικό, αόρατο χέρι, διαρκώς ανανέωνε στο δικό μας ταξίδι.
Όλα τα ταξίδια είναι όμορφα, όταν είσαι προετοιμασμένος για το τι ακριβώς θα συναντήσεις. Άλλωστε πάντα υπάρχουν οι απαραίτητες εγγυήσεις και όλη η σχετική ενημέρωση για το ποτέ ξεκινάς, που θα πας, τι θα συναντήσεις, πόσο θα σου κοστίσει, αλλά και πότε θα επιστρέψεις.
Το παράξενο μ' αυτό το ταξίδι ήταν ότι απαγορευόταν οι οποίες αποσκευές. Άλλωστε τι θα μπορούσαμε να κουβαλήσουμε μαζί μας; Σε κάποιων τα μάτια έμοιαζε για μια μικρή εκδρομή λίγων μηνών, μήνες που έγιναν χρόνος, χρόνος που έγιναν χρόνια, κι εμείς οι ίδιοι καταλήξαμε αιώνιοι ταξιδευτές στη χώρα του «ΘΑ», του «ΑΥΡΙΟ», των «Γαλάζιων», των «Πράσινων», των «Σκανδάλων», της «Μίζας», της «Αρπαχτής» και της «Διαφθοράς».
Δεδομένου του απαγορευτικού αποσκευών φροντίσαμε όλοι εμείς να πάρουμε μαζί μας μόνο τα όποια όνειρα, τους όποιους στόχους, τις όποιες αναζητήσεις μας και την όρεξη να προσφέρουμε σ' αυτό το ταξίδι, έστω και στο κουβάλημα των αποσκευών ανώτερων προσώπων. Οι ανώτεροι φέρουν πάντα αποσκευές και μάλιστα βαριές.
Το ξεκίνημα έμοιαζε ιδανικό, ο καιρός καλός, το ίδιο και ο καπετάνιος. Ευχάριστος και ευδιάθετος. Έμοιαζε σίγουρος για το που πάμε και πότε θα φτάσουμε. Όσο για το προσωπικό - όλοι με το χαμόγελο στα χείλη!
Οι πρώτες εβδομάδες, έγιναν μήνες.
Οι μήνες χρόνος.
Ο χρόνος χρόνια.
Κι εμείς εκεί, ταξιδευτές και θεατές σε ένα ταξίδι χωρίς τελειωμό, με τη στεριά πλέον να μοιάζει χαμένο όνειρο. Και να θέλαμε να κατέβουμε δεν μας άφηναν οι υποσχέσεις του πληρώματος, υποσχέσεις ότι σύντομα θα φτάναμε στη γη της επαγγελίας, στα νησιά του παραδείσου. Εμείς νηστικοί και το πλήρωμα «στην πένα». Εμείς με τα ίδια κουρέλια, κ αυτοί πάντα με τις ακριβές ατσαλάκωτες στολές τους.
Μέχρι που το ρημάδι το καράβι έμεινε μεσοπέλαγα. Ποιός άραγε θα κωπηλατούσε; Οι εντολές ήταν ξεκάθαρες, «στα κουπιά οι επιβάτες». Όσο για το πλήρωμα, έτρωγε, έπινε, και σφύριζε αδιάφορα!
Δεν κωπηλατούσαμε από χόμπι, αλλά για να σώσουμε τα τομάρια μας. Το πλοίο ήδη έμπαζε νερά και εμείς απ' τη μια τα κουπιά απ την άλλη τους κουβάδες. Μέχρι που κάποιο πρωί έγινε και η ανακοίνωση απ τον καπετάνιο « αναλαμβάνω την ευθύνη και την κοπανάω πρώτος»...
Μείναμε άναυδοι! «Κάτσε ρε φίλε! Που πας; Σου δώσαμε ένα καράβι και το ρήμαξες βολτάροντας χρόνια στο πουθενά. Τραβάμε κουπί για χρόνια και μας ρήμαξες και μας μαζί».
Μόλις λοιπόν «έτζασε» ο καπετάνιος, «έτζασε» μαζί του και το πλήρωμα. Οι μόνοι που μείναμε ήμασταν εμείς. Χωρίς πια ελπίδα καμία. Και το κουπί κουπί.
Ξάφνου κάπου εκεί μες στο σκοτάδι ένα πράσινο φως ερχόταν κατά πάνω μας. Από μακριά μας φώναζαν: «Έρχεται ο Νέος Καπετάνιος με Νέο Πλήρωμα!»
«Σωθήκαμε!» αναφωνήσαμε. «Σίγουρα ο νέος καπετάνιος θα είναι πολύ καλύτερος απ' τον άχρηστο τον προηγούμενο που με το αποτυχημένο πλήρωμά του μας εγκατέλειψαν στη μέση του ωκεανού». Ευθύς αμέσως άρχισαν οι εργασίες και οι επισκευές. Μέχρι που βάψαμε και το καράβι πράσινο! Αλλά το κουπί κουπί.
Λίγες μέρες μετά άρχισαν να μας ζώνουν τα φίδια. Τόσο ο νέος, όσο και πλήρωμά του, μοιάζουν οι ίδιοι με τους προηγούμενους. Ίδιες στολές, ίδιο ύφος. Το ίδιο ατσαλάκωτοι με εκείνους.
Και από την άλλη όλοι εμείς μοιάζαμε σαν μόλις να επιστρέφαμε απ το Βιετνάμ! Μπαρουτοκαπνισμένοι, νηστικοί και ταλαιπωρημένοι. Το πράγμα άρχισε να βρωμάει και το πλήρωμα μας κοιτούσε με μισό μάτι. «Κάτι δεν πάει καλά, κάτι δεν πάει καλαααα.» Ήμασταν ήδη στη μέση του πουθενά. Μαυρίλα και απέραντος ωκεανός. Ώσπου το ερχόμενο πρωί, ο πολύ χοντρός υποπλοίαρχος διέταξε να πεταχτούμε όλοι μας στη θάλασσα! Όλοι στους καρχαρίες! «Εσείς φταίτε πορτοφολάδες! Ρημάξατε το καράβι! Εσείς με τα 400 ευρώ τρώγατε και πίνατε, εσείς είστε τα απλήρωτα κοινόχρηστα. Πηδήξτε τώρα μέσα!»
Κάπου εκεί δεν αντέξαμε και λυγίσαμε. «Ε, όχι ρε φίλε! Αν κάποιοι πρέπει να πηδήξουν απ το καράβι είστε όλοι εσείς οι και προηγούμενοι ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΜΕΙΣ!».
«Εμείς θα παλέψουμε να πιάσουμε στεριά, αφήστε μας μόνο να σας αποδείξουμε ότι αυτό το ρημάδι το καράβι, το πονέσαμε και το αγαπήσαμε... Αν είναι να πηδήξουμε από το καράβι, καλύτερα να το κάψουμε και να κάψουμε μέσα και σας μαζί. Ή λοιπόν το βουλιάζουμε, η μας αφήνετε να το βγάζουμε ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ στη στεριά.
Άλλωστε από τη ναυτική ιστορία γνωρίζουμε πως για κανένα ναυάγιο ποτέ δεν έφεραν ευθύνη οι ΕΠΙΒΑΤΕΣ αλλά οι ΚΑΚΟΙ ΚΑΠΕΤΑΝΑΙΟΙ.
Περιμένουμε τη δικαίωση για τον αγώνα μας σε αυτό καράβι, σε αυτό το ταξίδι, για όλα αυτά τα χρόνια που μόνοι μας κωπηλατούσαμε για να βρούμε στεριά.
Περιμένουμε τη δικαίωσή μας, εμείς οι επιβάτες που έγιναν ταξιδευτές και συνάμα κωπηλάτες αναζητώντας τη δική τους Ιθάκη.
* Αφιερωμένο σε όλους όσους ψάχνουν μαζί μας την δική τους εργασιακή Ιθάκη.
Συρόπουλος Κώστας Πρόεδρος Stage Νομού Καρδίτσας
|