Του Πρύτανη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θάνου Δημόπουλου.
Το ανθρώπινο δυναμικό του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) υπήρξε πάντοτε και παραμένει η κρισιμότερη παράμετρος για τη λειτουργία, τη διάκριση, την εξέλιξη και την ανανέωσή του. Ήταν και είναι ο βασικός μοχλός ανάπτυξης του έργου και της προσφοράς του ως Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος. Αντιστοίχως, σε όλα τα Δημόσια Πανεπιστήμια το ανθρώπινο δυναμικό αποτελεί την κρισιμότερη και καθοριστική παράμετρο για την ανάπτυξή τους.
Με βάση τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι η Πολιτεία οφείλει να θέτει ως απόλυτη προτεραιότητά της τη διατήρηση και ασφαλώς την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού των πανεπιστημίων της χώρας . Τα μέλη ΔΕΠ όλων των Πανεπιστημίων, προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες, απαντώντας στις ανάγκες της κοινωνίας σε άμεση πάντα σχέση με τις ευρωπαϊκές και ευρύτερα τις διεθνείς επιστημονικές κατακτήσεις. Χαρακτηριστική είναι η σημαντική συνεισφορά του ανθρώπινου δυναμικού του ΕΚΠΑ στον χώρο της δημόσιας Υγείας, αφού η συμβολή των πανεπιστημιακών νοσοκομείων και πανεπιστημιακών κλινικών και εργαστηρίων στην καθημερινή λειτουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας είναι κομβική, με πολλαπλά οφέλη για την κοινωνία και τη χώρα, όπως άλλωστε έγινε καθαρά αντιληπτό από όλους κατά την περίοδο της πανδημίας.
Οι παραπάνω λόγοι είχαν παλαιότερα οδηγήσει στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής αντιμετώπισης, σύμφωνα με την οποία ο Καθηγητής Πανεπιστημίου θα έπρεπε να λαμβάνει μισθό αντίστοιχο εκείνου του Αρεοπαγίτη, που δυστυχώς δεν τηρήθηκε στην πορεία. Είναι, λοιπόν, απολύτως λογικό και επιτακτικό να αποκατασταθεί αυτή η αδικία στο πλαίσιο της ορθολογικής αναδιάρθρωσης των ειδικών μισθολογίων με «κλείσιμο της ψαλίδας» που αδίκως και αλόγιστα δημιουργήθηκε.
Υπενθυμίζεται ότι η Σύνοδος των Πρυτάνεων στη συνεδρίασή της τον περασμένο Δεκέμβριο αποφάσισε ομόφωνα να ζητήσει από το ΥΠΑΙΘ:
• «(α) να προβλέψει τις πιστώσεις που απαιτούνται για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων από τα Πανεπιστήμια, που αφορούν σε αγωγές που ασκούνται από μέλη ΔΕΠ για την καταβολή μισθολογικών διαφορών, και
• (β) να δρομολογήσει άμεσα τη θέσπιση ενός νέου μισθολογίου για τα μέλη ΔΕΠ σε συμμόρφωση με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, για την οριστική επίλυση του προβλήματος, διαφορετικά ο κρατικός προϋπολογισμός θα επιβαρύνεται σε συνεχή βάση με την καταβολή μισθολογικών διαφορών σε συμμόρφωση δικαστικών αποφάσεων που θα εκδίδονται από εδώ και πέρα».
Επίσης, η Σύγκλητος του ΕΚΠΑ, με επανειλημμένες αποφάσεις της, μετά από σχετική εισήγησή μου ως Πρύτανη του Ιδρύματος, ζήτησε την ουσιαστική βελτίωση των αποδοχών των μελών ΔΕΠ.
Οι πανεπιστημιακοί, με απόλυτη υπευθυνότητα, αποφύγαμε σε εποχές δύσκολες για την εθνική οικονομία και τη χώρα, όπως ήταν η οικονομική κρίση και η περίοδος της πανδημίας, να θέσουμε μισθολογικά ζητήματα. Ωστόσο, φάνηκε όλα αυτά τα χρόνια η τεράστια συμβολή των Πανεπιστημιακών όχι μόνο στην εκπαίδευση και την έρευνα αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία.
Σύμφωνα με ειδική μελέτη του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ), το 2020, , στα διεθνή επιστημονικά περιοδικά που ευρετηριάζει η Web of Science, καταγράφονται 18.557 επιστημονικές δημοσιεύσεις από φορείς που εδρεύουν στην Ελλάδα. Ο αριθμός αυτός είναι αυξημένος σε σχέση με τα προηγούμενα έτη και αποτελεί, μάλιστα, την υψηλότερη τιμή που καταγράφηκε κατ΄ έτος σε όλη την περίοδο 2006-2020. Σημαντική αύξηση στον αριθμό των δημοσιεύσεων καταγράφεται τα δύο τελευταία έτη της παραπάνω περιόδου, 9,7% (από το 2018 στο 2019) και 10,1% (από το 2019 στο 2020). Για το 2020, ο ρυθμός αύξησης των ελληνικών επιστημονικών δημοσιεύσεων είναι υψηλότερος του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ και της ΕΕ, ενώ λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των δημοσιεύσεων σε σχέση με την εθνική δαπάνη για Ε&Α, η Ελλάδα παραμένει στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ, υποδηλώνοντας υψηλή «παραγωγικότητα» επιστημονικών δημοσιεύσεων του ελληνικού ερευνητικού συστήματος.
Ειδικότερα, κατά την περίοδο 2016-2020, οι τρεις σημαντικότερες κατηγορίες ελληνικών φορέων ως προς τον αριθμό δημοσιεύσεων είναι τα Πανεπιστήμια, τα Ερευνητικά Κέντρα που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΚ, και τα Δημόσια Νοσοκομεία. Στην κατηγορία «Πανεπιστήμια», το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης παράγουν τις περισσότερες δημοσιεύσεις, ο αριθμός των οποίων είναι, αντίστοιχα, 19.962 (29,4%) και 14.527 (21,4%). Ομοίως, οι αναφορές τρίτων που αφορούν στις δημοσιεύσεις του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών είναι 226.878 (37,5%) και του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 137.323 (22,7). Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί ότι για όλα τα Πανεπιστήμια, την περίοδο 2016-2020, ο δείκτης απήχησης υπερβαίνει τον παγκόσμιο μέσο όρο, σύμφωνα με το ΕΚΤ.
Πέραν όμως του σημαντικότατου εκπαιδευτικού και ερευνητικού τους ρόλου, οι πανεπιστημιακοί, επωμίσθηκαν και έφεραν σε πέρας ένα κρίσιμο κοινωνικό έργο, τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, το οποίο ευρέως αναγνωρίζεται από την κοινωνία.
Είναι σημαντικό να τονισθεί στο σημείο αυτό, ότι τα παραπάνω επιτεύγματα των ελληνικών Πανεπιστημίων πραγματοποιήθηκαν εν μέσω μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης και σε μία περίοδο κατά την οποία η μείωση του ανθρώπινου δυναμικού τους άγγιξε το 30%. Εάν η Πολιτεία επιθυμεί να συνεχίσουν τα Πανεπιστήμιά μας να διακρίνονται διεθνώς, να προσφέρουν πολύτιμο για την κοινωνία και την οικονομική ανάπτυξη έργο και να εκσυγχρονίζονται με τους ρυθμούς που απαιτούν οι καιροί, οφείλει να φροντίσει για την αποκατάσταση της επαρκούς στελέχωσης και χρηματοδότησής τους και να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την επιστροφή των αναγνωρισμένων επιστημόνων που εργάζονται σε ιδρύματα της αλλοδαπής.
Σήμερα, υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να άρει η Πολιτεία μια διαχρονική αδικία εις βάρος των Πανεπιστημιακών που συνεχίζουν να παράγουν έργο με σημαντική διεθνή απήχηση. Είναι πλέον αναγκαία και εφικτή η αναπροσαρμογή του Μισθολογίου των Πανεπιστημιακών τόσο ως προς αντίστοιχες κατηγορίες Ειδικών Μισθολογίων (Δικαστικοί), όσο και ως προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των μισθών των πανεπιστημιακών.