Αθήνα 16.3.2011, 16:31
Έκτακτη σύσκεψη πραγματοποιήθηκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με αφορμή τον καταστροφικό σεισμό της Ιαπωνίας.
Στη σύσκεψη συμμετείχαν ο Πρύτανης του ΑΠΘ, Καθηγητής Γιάννης Μυλόπουλος, ο Καθηγητής του Τμήματος Γεωλογίας, Κωνσταντίνος Παπαζάχος, η Καθηγήτρια του Τμήματος Γεωλογίας, Ελευθερία Παπαδημητρίου, ο Καθηγητής Πυρηνικής Φυσικής του Τμήματος Φυσικής, Κωνσταντίνος Παπαστεφάνου και ο Καθηγητής του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, Αλέξανδρος Κλούβας.
Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης διαθέτοντας το κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό και τον απαραίτητο εξοπλισμό και, με στόχο την έγκυρη ενημέρωση, ανακοινώνει τα παρακάτω συμπεράσματα.
Ο σεισμός Οι Καθηγητές του Τμήματος Γεωλογίας, Κωνσταντίνος Παπαζάχος και Ελευθερία Παπαδημητρίου αναφέρθηκαν στον μεγάλο σεισμό που έπλειξε την χώρα του ανατέλλοντος ηλίου.
«Την 11η Μαρτίου 2011 και 14:46 ώρα Ιαπωνίας ένας γιγαντιαίος σεισμός (σεισμός Tohoku) με μέγεθος 9.0 χτύπησε τις βορειοανατολικές ακτές του κύριου νησιού Χονσού (Honshu) του Ιαπωνικού νησιωτικού συμπλέγματος. Ο σεισμός αυτός γεννήθηκε από ένα ανάστροφο ρήγμα μήκους περίπου 400-500 χιλιομέτρων, λόγω της βύθισης της Ειρηνικής πλάκας κάτω από τη μικροπλάκα της Ιαπωνίας με σχετική ταχύτητα περίπου 10 εκατοστών ανά έτος. Η βύθιση αυτή προκάλεσε τη σχετική μόνιμη ανύψωση της Ιαπωνικής πλάκας η οποία τοπικά πιθανότατα ξεπέρασε τα 10 μέτρα, ενώ η διάρρηξη του ρήγματος και η αντίστοιχη ισχυρή σεισμική κίνηση κράτησε σχεδόν 1.5-2 λεπτά. Του σεισμού προηγήθηκαν για δύο ημέρες ισχυροί προσεισμοί με μέγιστο μέγεθος Μ=7.2 και εκατοντάδες ισχυροί μετασεισμοί με μέγιστο μέγεθος που εκτιμάται κοντά στο 7.9. Αν και η ευρύτερη περιοχή γένεσης του σεισμού ήταν γνωστή για το υψηλό επίπεδο σεισμικότητας, όπως προκύπτει από πληθώρα μελετών (π.χ. σχετική αναφορά του USGS), με περισσότερους από 9 σεισμούς με μέγεθος μεγαλύτερο από το 7 μετά το 1973, δεν υπήρχε καμία εμπειρία από σεισμό μεγαλύτερο του 8.0 στον 20ο και 21ο αιώνα στην Ιαπωνική τάφρο.
Ο σεισμός είχε δραματικές συνέπειες στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον, κυρίως από το τεράστιας κλίμακας tsunami (θαλάσσιο κύμα βαρύτητας) που ακολούθησε, αλλά και από την ίδια την ισχυρή σεισμική κίνηση, με τον αναμενόμενο αριθμό των νεκρών να ξεπερνάει τις 10000. Οι διαθέσιμες προσομοιώσεις του tsunami (π.χ. από το Earthquake Research Institute του University of Tokyo) αλλά και οι παρατηρήσεις από όσους παλιρροιογράφους δεν καταστράφηκαν δείχνουν ότι το tsunami χτύπησε τα πλησιέστερα σημεία της ακτής ίσως σε 10 λεπτά, όμως το κύριο σώμα του tsunami έφτασε στην Ιαπωνική ακτή σε περίπου 15-30 λεπτά, με μέγιστο ύψος περίπου 10 μέτρων στην περιοχή Miyagi. Να σημειωθεί ότι μεγαλύτερα σε ύψος tsunami είχαν παρατηρηθεί στην ίδια περιοχή (~40 μέτρα το 1896, ~30 μέτρα το 1933), τα οποία είχαν, επίσης, προκαλέσει σημαντικές απώλειες (π.χ. ~22000 νεκροί το 1896) λόγω της μορφής της Ιαπωνικής ακτής, με έντονους κόλπους πεδινής μορφολογίας. Θα πρέπει, επίσης, να επισημανθεί, ότι παρ’ όλες τις αρχικές εκτιμήσεις, η ίδια η σεισμική κίνηση φαίνεται ότι εκτός από σημαντική διάρκεια είχε και εξαιρετικά μεγάλες τιμές, με οριζόντιες επιταχύνσεις που ξεπέρασαν το 1g και τοπικά τα 2g (g=επιτάχυνση της βαρύτητας) και κατακόρυφες επιταχύνσεις που τοπικά έφτασαν το 1g, δηλαδή τοπικά μπορούσαν να «απογειώσουν» αντικείμενα από το έδαφος.
Το σεισμολογικό δίκτυο του Α.Π.Θ. κατέγραψε από την πρώτη στιγμή τον κύριο σεισμό (για τον οποίο οι αυτόματες αναλύσεις από το δίκτυό του έδειξαν μέγεθος μεγαλύτερο από 8.5) και τους ισχυρούς μετασεισμούς της ακολουθίας, τα δεδομένα των οποίων αναλύονται συνεχώς και προωθούνται στα διεθνή σεισμολογικά κέντρα ISC και EMSC. Επίσης, το σεισμολογικό δίκτυο του Α.Π.Θ. είναι το μόνο Ελληνικό σεισμολογικό κέντρο που διαθέτει σε πραγματικό χρόνο (χωρίς καθυστέρηση) τα δεδομένα (σεισμικές καταγραφές) των σεισμολογικών σταθμών του στα διεθνή κέντρα IRIS, ORFEUS και GEOFON, μέσω του κέντρου συλλογής δεδομένων στο Σεισμολογικό Σταθμό του ΑΠΘ, ώστε να χρησιμοποιηθούν από την παγκόσμια σεισμολογική κοινότητα για άμεσες αναλύσεις. Παράλληλα, ενημερώνει άμεσα και υπεύθυνα την Ελληνική κοινή γνώμη, τόσο σε σχέση με τις διαθέσιμες πληροφορίες και επιστημονικές εκτιμήσεις που αφορούν το σεισμό του Tohoku, όσο και για ερωτήματα που αφορούν την πιθανή επίδραση του σεισμού τόσο στη σεισμικότητα της περιοχής αλλά όσο και παγκόσμια, τις ομοιότητες και διαφορές με τη σεισμικότητα του Ελληνικού χώρου, κ.α.
Περισσότερες πληροφορίες για το γιγαντιαίο σεισμό του Tohoku μπορούν να βρεθούν στους ακόλουθους συνδέσμους: • Ειδική παρουσίαση του Unites States Geological Survey (USGS) • Ειδική παρουσίαση του Ιncorporated Research Institutes for Seismology (IRIS) • Ιστοσελίδα του Earthquake Research Institute του Πανεπιστημίου του Tokyo • Πληροφορίες για το tsunami από το NOAA Center for Tsunami Research».
Οι πυρηνικοί αντιδραστήρες Ο καθηγητής Πυρηνικής Φυσικής του Τμήματος Φυσικής, Κωνσταντίνος Παπαστεφάνου, αναφέρθηκε στην κατάσταση των πυρηνικών αντιδραστήρων.
«Η ειδησεογραφία που έρχεται από την Ιαπωνία δε μας διαφωτίζει όσο θα έπρεπε για το τι ακριβώς συμβαίνει στους 15 από τους 55 πυρηνικούς αντιδραστήρες της Ιαπωνίας.
Συγκεκριμένα, στην ανατολική ακτή της Ιαπωνίας υπάρχουν 4 πυρηνικοί σταθμοί με 15 πυρηνικούς αντιδραστήρες: Από Βορρά προς Νότον, ο πυρηνικός σταθμός Onagawa με 3 πυρηνικούς αντιδραστήρες (Onagawa 1,2,3), ο πυρηνικός σταθμός Fukushima I με 6 πυρηνικούς αντιδραστήρες (Fukushima 1,2,3,4,5,6), ο πυρηνικός σταθμός Fukushima II με 4 πυρηνικούς αντιδραστήρες ( Fukushima 1,2,3,4) και ο πυρηνικός σταθμός Τokai με 2 πυρηνικούς αντιδραστήρες (Tokai 1,2).
Εγώ πιστεύω ότι υπάρχουν προβλήματα ψύξης και όχι μόνον και στους 15 πυρηνικούς αντιδραστήρες, ενώ οι ειδήσεις αναφέρονται μόνον σε 4 πυρηνικούς αντιδραστήρες, χωρίς να είναι δυνατόν να κατανοηθεί σε ποιούς από τους προαναφερθέντες πυρηνικούς αντιδραστήρες συμβαίνουν «εκρήξεις».
Επίσης, δε μας αναφέρουν την ισχύ των 15 πυρηνικών αντιδραστήρων που έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού κυμαίνεται από 159 MW (Tokai 1), έως 1067 MW (Fukushima Ι/6 και Fukushima II/1 έως4).
Όλοι οι αντιδραστήρες της Fukushima είναι ιδιαίτερα παλαιοί με έτος λειτουργίας από τον Μάρτιο του 1971 έως τον Σεπτέμβριο του 1987.
Δε γνωρίζουμε μέχρι αυτήν την στιγμή ποιά ραδιενεργά ισότοπα συνιστούν το ραδιενεργό νέφος: Είναι τα αέρια ραδιοϊσότοπα του Τριτίου (Η-3), τα ραδιοϊσότοπα του Kr (krypton) και του Xe (xenon), τα οποία μάλλον διέφυγαν με τις εκρήξεις στην ατμόσφαιρα και σχημάτισαν το ραδιενεργό νέφος, και συμπαρασύρθηκαν από το υδρογόνο (Η) που παράγεται με την υδρόλυση/διάσπαση του νερού στα στοιχεία του υδρογόνο και οξυγόνο ; Είναι τα στερεά ραδιενεργά στοιχεία του πυρηνικού καυσίμου, ήτοι U-235 και Pl-239 ; Είναι τα στερεά ραδιενεργά απόβλητα που παράχθηκαν κατά την πολυετή λειτουργία των πυρηνικών αντιδραστήρων, ήτοι Cs-137, 134, 136, I-131 (ιδιαίτερα πτητικό),Te-132, Ru103, Ru-106, κ.ά. ;
Έτσι, δεν μπορούμε να κάνουμε την εκτίμηση του κινδύνου από την ραδιενέργεια των ατόμων από την εισπνοή μολυσμένου με ραδιενέργεια αέρα.
Οι υπεύθυνοι δίνουν τις πληροφορίες αυτές που θέλουν και αυτές με το σταγονόμετρο. Ίσως θέλουν να κάνουν τους Ιάπωνες να συνηθίσουν στην ιδέα πως υπάρχει μεν κίνδυνος από την ραδιενέργεια, αλλά αυτός προς το παρόν δεν είναι μεγάλος. Όταν κάποτε τους πουν όλη την αλήθεια, τότε δεν θα ενδιαφέρει κανέναν από τους πολίτες. Και φυσικά οι συνέπειες δε θα έχουν αποφευχθεί».
Το εργαστήριο Πυρηνικής Τεχνολογίας Οι Καθηγητές Πυρηνικής Τεχνολογίας Μ. Αντωνόπουλος - Ντόμης και Α. Κλούβας αναφέρθηκαν στις δραστηριότητες του εργαστηρίου Πυρηνικής Τεχνολογίας.
«Το εργαστήριο Πυρηνικής Τεχνολογίας του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών (http://nestoras.ee.auth.gr) διαθέτει το επιστημονικό προσωπικό και τον απαραίτητο εξοπλισμό για την αντιμετώπιση θεμάτων ακτινοπροστασίας από τις ιοντίζουσες ακτινοβολίες. Συμμετέχει, υπό την αιγίδα της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, στο εθνικό δίκτυο εργαστηρίων ελέγχου ραδιενέργειας περιβάλλοντος. Επίσης, συμμετέχει, υπό την αιγίδα του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (IAEA), στο παγκόσμιο δίκτυο εργαστηρίων (ALMERA) για τη μέτρηση ραδιενέργειας σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΕΕΑΕ) είναι ο αρμόδιος εθνικός φορέας για θέματα ακτινοπροστασίας και πυρηνικής ασφάλειας στη χώρα. Σε σχέση με την κατάσταση των πυρηνικών σταθμών στην Ιαπωνία αναρτά στην ιστοσελίδα http://www.eeae.gr πληροφορίες, που προέρχονται από το Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες η κατάσταση στην Ιαπωνία επιδεινώνεται, μεταβάλλεται συνεχώς. Το εργαστήριο βρίσκεται σε ετοιμότητα, μολονότι η πιθανότητα να επηρεαστεί η χώρα μας είναι αμελητέα . Ως αναμένετο, δεν παρατηρήσαμε οιαδήποτε μεταβολή στα επίπεδα ραδιενέργειας από την ημέρα που έγινε ο σεισμός στην Ιαπωνία».
Το ΑΠΘ παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις εξελίξεις και, αν χρειαστεί, θα επανέλθει στο θέμα με νέα ανακοίνωση.
|