Αθήνα 4.3.2013, 14:32
Του Ιωάννη Πανάρετου* Το Υπουργείο Παιδείας και η κυβέρνηση ανακοίνωσαν το σχέδιό τους για το συμμάζεμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Το σχέδιο αυτό δεν είναι πλήρες, δεν λύνει το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί και έχει ήδη προκαλέσει πολλές αντιδράσεις, κυρίως από εκείνους τους οποίους καλεί να μετακινηθούν, όπως επίσης και τις πόλεις από τις οποίες θα απομακρυνθούν τμήματα πανεπιστημίων και ΤΕΙ.
Το σχέδιο Αθηνά προσεγγίζει ένα υπαρκτό πρόβλημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, έχει όμως δύο βασικά μειονεκτήματα. Το πρώτο είναι ότι δεν διέπεται από κάποια συγκεκριμένη λογική και κανόνες που θα το καταστήσει αξιόπιστο σε όσους θίγονται. Τμήματα και φοιτητές μετακινούνται από μία πόλη σε άλλη, χωρίς σχεδιασμό και χωρίς ακαδημαϊκή εξήγηση με μόνο χαρακτηριστικό την συνάφεια των τίτλων των τμημάτων που μετακινούνται με αυτά στα οποία ενσωματώνονται. Οι αποφάσεις αλλάζουν απο μέρα σε μέρα ανάλογα με την πίεση που μπορούν να ασκήσουν οι τοπικοί παράγοντες (χαρακτηριστική είναι η «υπόσχεση» του υπουργού Παιδείας προς τον κυβερνητικό εκπρόσωπο -ενώπιον του πρωθυπουργού για εγγύηση- ότι το ΤΕΙ Χαλκίδας δεν κινδυνεύει). Διαιωνίζει δηλαδή την λογική που ακολουθήθηκε για να ιδρυθούν τα τμήματα αυτά, όπου πρώτα αποφασιζόταν ο τίτλος και η τοποθεσία και μετά ακολουθούσαν όλα τα άλλα (συνήθως με μεγάλη καθυστέρηση σε διάφορα σημαντικά θέματα, όπως αίθουσες, διδακτικό προσωπικό κτλ). Αυτό δικαιολογεί, σε κάποιο βαθμό, τις αντιδράσεις από τους ενδιαφερομένους για τα τμήματα που κλείνουν. Είναι φυσικό ότι αν προσπαθείς να λύσεις ένα πρόβλημα ακολουθώντας ακριβώς την λογική με την οποία το δημιούργησες, δεν είναι δυνατόν να αισιοδοξείς.
Το δεύτερο μειονέκτημα είναι ότι δεν περιλαμβάνει καμιά ουσιαστική ρύθμιση που να αφορά τα μεγάλα ιδρύματα, κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, προφανώς γιατί για να περιοριστούν οι αντιδράσεις. Η ύπαρξη, αναρίθμητων τμημάτων με παρόμοιο γνωστικό αντικείμενο στα πανεπιστήμια της Αττικής, προκαλεί μεγάλη σπατάλη πόρων και ανθρώπινου δυναμικού. Η επαναφορά της πρότασης του Ανδρέα Παπανδρέου της δεκαετίας του 60 για την δημιουργία Αττικού Πανεπιστήμιου είναι ατυχής, όχι τόσο στην σύλληψή της, αλλά κυρίως στον σχεδιασμό της και στους στόχους της. Ακόμα και στην περίπτωση αυτή όμως δεν έχει εξηγηθεί η λογική της σχεδιαζόμενης ενέργειας. (Στο σημείο αυτό, έχει ενδιαφέρον και μια ιστορική αναφορά: από επιστολή του Ανδρέα Παπανδρέου σε συνάδελφό του στο πανεπιστήμιο του Berkeley το 1964, η οποία έχει περιέλθει στην αντίληψή μου, διάβασα την αναφορά του στο Αττικό Πανεπιστήμιο. Έγραφε στην επιστολή του ο Α. Παπανδρέου: «I tried to do something obvious for California and the US in Athens and all hell broke loose»).
Θα πρέπει βέβαια να επισημάνω μία ακόμα ασυνέπεια της σημερινής κυβέρνησης. Το 2011 η τότε ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας (ο υπογράφων και η Α. Διαμαντοπούλου) αποφάσισε μία πολύ πιο ήπια προσαρμογή στα νέα δεδομένα. Δεν όρισε αριθμό εισακτέων σε 22 τμήματα πανεπιστημίων και ΤΕΙ που ήταν φανερό ότι δεν μπορούσαν να επιβιώσουν. Η απόφαση αυτή, αν και συνάντησε τις αναμενόμενες δυσκολίες και αντιδράσεις, τελικά εφαρμόσθηκε γιατί είχε καθαρά ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά που είχαν τεκμηριωθεί με ποσοτικά στοιχεία και δεν στόχευε σε εξυπηρετήσεις ή τιμωρίες πολιτικών φίλων ή αντιπάλων. Και ενώ η ενέργεια αυτή είχε υλοποιηθεί (με μεγάλο πολιτικό κόστος) και απλώς έπρεπε να διατηρηθεί, ο υπηρεσιακός Υπουργός Παιδείας Γ. Μπαμπινιώτης μιας τεχνοκρατικής (!) κυβέρνησης, για να εξυπηρετήσει τις πολιτικές σκοπιμότητες της Νέας Δημοκρατίας που τον είχε ορίσει, ακύρωσε την ενέργεια αυτή και επανέφερε εισακτέους στα τμήματα αυτά. (Αυτό αναδεικνύει το ότι ο πολιτικαντισμός εξακολουθεί και μετά τα μνημόνια να είναι το χαρακτηριστικό στην χώρα μας, όχι μόνο για τους επαγγελματίες πολιτικούς, αλλά και για τους «τεχνοκράτες»). Η πολιτική τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες Το 1964 στην Ελλάδα λειτουργούσαν δύο πανεπιστήμια. Το 1980 αυξήθηκαν σε έξι. Σήμερα, λειτουργούν 40 ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ο λόγος δημιουργίας τόσων ιδρυμάτων, αλλά και τμημάτων στις διάφορες πόλεις της χώρας ήταν καθαρά αναπτυξιακός, χωρίς ακαδημαικά κριτήρια. Παρά το ότι έχω διαφωνήσει έντονα, σταθερά και διαχρονικά, με την πρακτική αυτή θεωρώντας, όπως και πολλοί άλλοι, ότι η εκπαιδευτική παράμετρος δεν μπορεί να υποβαθμίζεται για χάρη της ανάπτυξης με στρεβλό τρόπο, αντιλαμβάνομαι την επιθυμία των τοπικών παραγόντων για την ύπαρξη μονάδων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Πέρα από το προφανές, την τόνωση δηλαδή της τοπικής οικονομίας, προκαλείται και μία αναζωογόνηση με την παρουσία πολλών νέων ανθρώπων σε περιοχές που έχουν αποψιλωθεί από την νεολαία. Ιδιαίτερα σήμερα που η οικονομική κρίση δεν έχει αφήσει τίποτα όρθιο στις περιοχές αυτές. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν (http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_1_14/02/2013_511263), 31.528 φοιτητές θα υποχρεωθούν να μετακινηθούν σε άλλες πόλεις με την εφαρμογή του σχεδίου Αθηνά. Είναι φυσικό λοιπόν τόσο οι ίδιοι, όσο και οι καθηγητές, αλλά και οι τοπικές κοινωνίες να αντιδρούν στην απόφαση αυτή.
Ας δούμε κατ’ αρχήν τις βασικές πολιτικές επιλογές για την τριτοβάθμια εκπαίδευση των περασμένων δεκαετιών και τις αδυναμίες τους.
Κυρίαρχες επιλογές ήταν η μαζική τριτοβάθμια εκπαίδευση και η προσπάθεια ενίσχυσης της περιφέρειας μέσω της δημιουργίας μονάδων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε όλη την χώρα. Δύο ήταν οι παράγοντες που δεν ελήφθησαν υπ’ όψη στην στρατηγική αυτή. Η ποιότητα και το κόστος. Δεν υπήρξε επίσης κάποια πρόβλεψη για τις ικανότητες που απαιτούνταν για να σπουδάσει κανείς στο πανεπιστήμιο.
Το κόστος ποτέ δεν μπήκε στην εξίσωση. Δημιουργούνταν νέα τμήματα με εντυπωσιακούς τίτλους, ένοιωθαν ικανοποίηση οι τοπικές κοινωνίες που αποκτούσαν πανεπιστήμιο και εκλέγονταν πολλοί νέοι καθηγητές. Όταν τα οικονομικά δυσκόλεψαν το πρόβλημα των διδασκόντων άρχισε να αντιμετωπίζεται με διδάσκοντες του «ΠΔ407» στα πανεπιστήμια (προσωρινούς διδάσκοντες που κατά τεκμήριο πήγαιναν μια φορά την βδομάδα να διδάξουν άδειες -πολλές φορές- τάξεις) και με εκτάκτους στα ΤΕΙ. Το αποκορύφωμα της πολιτικής αυτής, ήταν η ίδρυση πανεπιστημίου με υπουργική τροπολογία έναν μήνα πριν τις τελευταίες εκλογές του 2009!
Σε μια προσπάθεια να διασφαλισθεί τουλάχιστον η ποιότητα, η πολιτική πρόταση της ηγεσίας του υπουργείου παιδείας το ’95 (νόμος για την δημιουργία του ΕΣΥΠ), θεσμοθέτησε την πιστοποίηση και την αξιολόγηση τόσο των τότε υπαρχουσών όσο και των όποιων νέων μονάδων (κάτι που βέβαια ποτέ δεν έγινε).
Η ενίσχυση της περιφέρειας όμως, μόνο εν μέρει επετεύχθη. Πολλοί από τους φοιτητές που εισάγονταν στα περιφερειακά ιδρύματα (κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό τους), είτε δεν εγγράφονταν καθόλου, είτε έφευγαν με μετεγγραφή (άλλη μια αντίφαση μια και οι ηγεσίες χρησιμοποίησαν τις ανεξέλεγκτες μετεγγραφές για να αντιμετωπίσουν -εν μέρει μόνο- ένα άλλο κοινωνικό πρόβλημα). Η λύση αυτή βέβαια ήταν σε αντίφαση με την πολιτική ενίσχυσης της περιφέρειας.
Επίσης, σε αντίφαση με την πολιτική της μαζικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθιερώθηκε το 2006 η βάση του 10 για να βελτιώσει -υποτίθεται- την ποιότητα των σπουδαστών. Ποιός αλήθεια έχει μετρήσει αν υπάρχει πραγματική αναβάθμιση στα χρόνια που μεσολάβησαν; (Αντίθετα, η μελέτη των στοιχείων δείχνει ότι στο διάστημα 2007-2009 εισάγονταν υποψήφιοι που ναι μεν είχαν πετύχει μέσο όρο πάνω από 10, αλλά ταυτόχρονα είχαν 4 και 5 στα βασικά μαθήματα του αντικειμένου!). Επιπλέον, μονάδες και υποδομές υπολειτουργούσαν στο διάστημα αυτό και το προσωπικό υποαπασχολείτο. (Όσο οδυνηρό και αν είναι, ο πραγματικός τρόπος να ανέβει το επίπεδο των φοιτητών είναι να περιοριστεί ο αριθμός των πανεπιστημιακών μονάδων, και επομένως να περιοστεί απολύτως ο αριθμός των εισακτέων στα πανεπιστήμια...).
Τα τοπικά Κολλέγια Προ ημερών συμπληρώθηκαν 3 χρόνια από τότε που διατύπωσα την πρόταση για ίδρυση τοπικών κολλεγίων ως μέσου για την αντιμετώπιση του προβλήματος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην χώρα μας. Ουσιαστικά τότε, επανελάμβανα σε βελτιωμένη μορφή προσαρμοσμένη στα νέα δεδομένα, πρόταση που είχαμε κάνει με τον Γ. Παπανδρέου το 1996 με την ευκαιρία της αναθεώρησης του Συντάγματος. Η πρόταση αυτή, αν και δεν είχε συναντήσει αντιδράσεις επί της ουσίας, δεν υλοποιήθηκε για λόγους βραχυπρόθεσμων πολιτικών σκοπιμοτήτων, ενδεχομένως και ατυχών χειρισμών εκ μέρους μου (λεπτομέρειες για την δομή τους και τον τρόπο λειτουργίας των τοπικών κολλεγίων σε παλαιότερες αναρτήσεις μου εδώ και εδώ).
Στην συνέχεια, θα αναφερθώ στην σημασία της ίδρυσης τοπικών κολλεγίων και την πιθανή συνεισφορά τους (και) στην αντιμετώπιση του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
Ο όρος «τοπικά κολλέγια» αναφέρεται σε μονάδες μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που είναι ουσιαστικά αυτοτελή αλλά ταυτόχρονα και «μεταβατικά» ιδρύματα. Η εισαγωγή σε αυτά γίνεται ελεύθερα. Δεν υπάρχουν κανενός είδους εξετάσεις. Μπορεί να εγγραφεί όποιος έχει τελειώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι σπουδές είναι εξαμηνιαίες (π.χ. για οικοδόμους), μονοετείς, διετείς, ή τριετείς και είναι όλα δημόσια. Ολοι όσοι ολοκληρώνουν τις σπουδές τους αποκτούν τίτλο σπουδών. Σε αυτά μπορούν να εγγραφούν όχι μόνο νέοι απόφοιτοι Λυκείου, αλλά και πολίτες οποιασδήποτε ηλικίας που θέλουν να αποκτήσουν κάποιες γνώσεις για να βελτιώσουν τα προσόντα τους (π.χ. να σπουδάσουν την χρήση υπολογιστών). Οι τελευταίοι δύνανται να επιλέξουν και βραδινά μαθήματα ή μαθήματα από απόσταση.
Όσοι θέλουν να «μεταπηδήσουν» σε πανεπιστήμια, πρέπει να συμπληρώσουν τον διετή κύκλο σπουδών. Τριετής κύκλος υπάρχει, για παράδειγμα, για όσους θέλουν να σπουδάσουν νοσοκόμοι (όσοι εξ αυτών θέλουν να αποκτήσουν πανεπιστημιακό τίτλο νοσηλευτή εγγράφονται σε πανεπιστήμια μετά το δεύτερο έτος σπουδών).
Το πρώτο έτος σπουδών προσφέρει γενική εκπαίδευση (κάτι όπως το πρώτο έτος του πανεπιστημίου). Στο δεύτερο, όσοι θέλουν να μεταπηδήσουν στο πανεπιστήμιο, συνεχίζουν την γενική εκπαίδευση. Όσοι θέλουν να αποκτήσουν τεχνική εκπαίδευση επιλέγουν το αντικείμενο που επιθυμούν και εξειδικεύονται σε αυτό. Αυτό επιτρέπει στους νέους να αλλάξουν γνώμη χωρίς να χάσουν ένα πολύτιμο χρόνο σε φροντιστήρια.
Για μία πληρέστερη εικόνα, θα περιγράψω τον τρόπο λειτουργίας των τοπικών κολλεγίων στις ΗΠΑ, όπου υφίστανται από το 1908 και συγκεκριμένα στην Καλιφόρνια που έχει το μεγαλύτερο σύστημα τοπικών κολλεγίων στον κόσμο.
Τα νέα προγράμματα σπουδών κάθε κολλεγίου εγκρίνονται σε πολιτειακό επίπεδο. Κάθε κολλέγιο ξεκινά ως ένα εκπαιδευτικό κέντρο. Αν η εξέλιξή του είναι επιτυχής, μετατρέπεται σε πλήρες κολλέγιο.
Σε σχέση με την διοίκηση, στην Καλιφόρνια υπάρχει ένα πολιτειακό συμβούλιο διοίκησης (board of trustees) που επιλέγει τον πρύτανη που διευθύνει όλο το πολιτειακό σύστημα των κολλεγίων. Για κάθε κολλέγιο όμως, υπάρχει συμβούλιο διοίκησης που προσλαμβάνει τον πρόεδρο του συγκεκριμένου κολλεγίου. Υπάρχουν και περιφέρειες τοπικών κολλεγίων (Community College Districts) που έχουν περιφερειακό συμβούλιο διοίκησης.
Τα δίδακτρα στην Καλιφόρνια είναι πολύ χαμηλά ($26/ανά μάθημα). (Ήταν $20 πριν να ξεσπάσει η οικονομική κρίση). Είναι φανερό ότι τα δίδακτρα αυτά καλύπτουν πολύ μικρό μέρος του πραγματικού κόστους σπουδών. Η χρηματοδότηση από την πολιτεία γίνεται από ειδικό ποσοστό της φορολογίας των τοπικών ακινήτων και από πολιτειακούς πόρους.
Οι διδάσκοντες επιλέγονται τοπικά και πρέπει να έχουν τουλάχιστον πτυχίο Μάστερ. Το Μάστερ δεν απαιτείται για όσους διδάσκουν τα απολύτως τεχνικά θέματα. Οι διδάσκοντες πλήρους απασχόλησης μπορούν να μονιμοποιηθούν μετά από κρίση. Οι διδάσκοντες μερικής απασχόλησης είναι προσωρινοί. Το 65-70% των διδασκόντων είναι πλήρους απασχόλησης. Συνήθως, είναι απόφοιτοι των πολιτειακών πανεπιστημίων (State Universities). Από εκεί συχνά προέρχονται και οι δάσκαλοι πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Καλιφόρνια.
Τα κολλέγια αυτά τα επιλέγουν όσοι θέλουν να πάρουν επαγγελματική τεχνική εκπαίδευση και κατάρτιση, αλλά και όσοι επιθυμούν να συνεχίσουν στο πανεπιστήμιο αλλά δεν πέτυχαν στην πρώτη τους προσπάθεια.
Τα πανεπιστήμια απορροφούν ένα πολύ μεγάλο μέρος των αποφοίτων των κολλεγίων αυτών. Είναι εντυπωσιακό ότι περισσότεροι από το 1/3 των φοιτητών του πανεπιστημίου του Μπέρκλεϋ είναι απόφοιτοι τοπικών κολλεγίων. Το ποσοστό αυτών που εγγράφονται στα πολιτειακά πανεπιστήμια (California State Universities) κυμαίνεται από 40-50%. Αυτή την στιγμή, το 70% των προπτυχιακών φοιτητών στην Καλιφόρνια φοιτούν σε τοπικά κολλέγια (το αντίστοιχο ποσοστό σε όλη την Αμερική είναι 40%).
Η διαδρομή τοπικό κολλέγιο-πανεπιστήμιο είναι και μια από τις χαρακτηριστικότερες εκφάνσεις της κινητικότητας μεταξύ βαθμίδων της εκπαίδευσης στις ΗΠΑ.
Από τις 120 περίπου εκπαιδευτικές μονάδες που απαιτούνται για την απόκτηση του πτυχίου Bachelor στο πανεπιστήμιο, ένα μεγάλο ποσοστό προέρχεται από μεταφορά των εκπαιδευτικών μονάδων που αποκτήθηκαν στα τοπικά κολλέγια. Έτσι, και τίποτα δεν πηγαίνει χαμένο αλλά και τα πανεπιστήμια απαλλάσσονται από ένα μεγάλο μέρος εισαγωγικών σπουδών που γίνονται στα κολλέγια. (Για να το πώ περισσότερο τεχνικά με ένα παράδειγμα από τα μαθηματικά, δεν είναι απαραίτητο να διδάσκεται ο στοιχειώδης απειροστικός λογισμός μόνο στο πανεπιστήμιο – μπορεί κάλλιστα να έχει ήδη διδαχθεί και σε ένα τοπικό κολλέγιο, αποφορτίζοντας τα πλέον «μεγάλα» ακροατήρια τέτοιων μαθημάτων στο πανεπιστήμιο).
Ένας από τους λόγους που τα τοπικά κολλέγια είναι τόσο σημαντικά είναι ότι στοιχίζει στην πολιτεία πολύ λιγότερο να πειραματισθεί με ένα νέο τοπικό κολλέγιο παρά με ένα πανεπιστήμιο (η διαφορά μεγέθους των απαιτούμενων επενδύσεων είναι τεράστια). Τα τοπικά κολλέγια είναι αποκλειστικά εκπαιδευτικές μονάδες (και όχι ερευνητικές). Μπορεί να αναλογιστεί κανείς πόσο κοστίζει η πρόσληψη ενός καθηγητή πειραματικής φυσικής σε ένα πανεπιστήμιο (όπου πέραν του μισθού, απαιτείται εξοπλισμός εργαστηρίου) σε σχέση με το πόσο κοστίζει η πρόσληψη σε ένα τοπικό κολλέγιο ενός διδάσκοντα πειραματικής φυσικής (και ενδεχομένως ένα στοιχειώδες διδακτικό εργαστήριο). Αμφότερα όμως, μπορούν να διδάξουν τον ίδιο αριθμό φοιτητών.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα τοπικά κολλέγια έχουν τον μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης από οποιονδήποτε άλλο εκπαιδευτικό τομέα στην Αμερική. Είναι ο τομέας εκπαίδευσης που προσαρμόζεται ταχύτερα στις ανάγκες της κοινωνίας.
Η κυβέρνηση Ομπάμα δίνει έμφαση στην εκπαιδευτική της πολιτική σε αυτά και ο ίδιος ο Ομπάμα μιλά πολύ συχνά για την σημασία τους και έχει διαμορφώσει σχέδιο ενίσχυσής τους. Μάλιστα, σε ομιλία του που αιτιολόγησε την έμφαση στα τοπικά κολλέγια, εξήγησε ότι μαζική τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως μαζική πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ο τομέας των τοπικών κολλεγίων υπέστη τις μικρότερες περικοπές (8%) από οποιονδήποτε άλλο τομέα της εκπαίδευσης στην αρχή της οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ.
Είναι πολλές πλέον οι χώρες που μελετούν με ενδιαφέρον το μοντέλο των τοπικών κολλεγίων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει δείξει η Κίνα.
Τα τοπικά Κολλέγια και η μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα Πώς θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προανέφερα -και πολλά άλλα- η δημιουργία τοπικών κολλεγίων;
- Θα δημιουργήσει μια ενδιάμεση βαθμίδα -που θα λειτουργεί και ως «γέφυρα»- μεταξύ της δευτεροβάθμιας και της ανώτατης εκπαίδευσης με κινητικότητα μεταξύ των βαθμίδων, καταργώντας τα απόλυτα στεγανά που υφίστανται σήμερα.
- Θα αποφορτίσει τις σπουδές στο Λύκειο από το άγχος των εισαγωγικών εξετάσεων αφού όλοι θα έχουν πρόσβαση στα κολλέγια χωρίς εξετάσεις. Αυτό δεν έχει καμμία σχέση με την ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια που προτείνουν πολλοί, γιατί με αυτήν όλοι θα έπρεπε να εισαχθούν σε πανεπιστημιακές σχολές που δεν έχουν υποδομές για μαζική εκπαίδευση.
- Με δεδομένο ότι θα μπορούν να εγγραφούν σε αυτά όλοι οι ενδιαφερόμενοι χωρίς το άγχος των πανελληνίων εξετάσεων θα μειωθεί σημαντικά η ανάγκη προσφυγής στα φροντιστήρια.
- Θα περιορίσει την συχνότητα του φαινομένου να χάνει ένας νέος που απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις δύο και τρία από τα πλέον παραγωγικά χρόνια της ζωής του κάνοντας φροντιστήριο – κάτι άκρως αντιεκπαιδευτικό και αντιοικονομικό- προκειμένου να ξαναδοκιμάσει στις γενικές εξετάσεις.
- Θα απελευθερώσει πολύτιμο χρόνο στους μαθητές του Λυκείου από τα φροντιστήρια και θα τους δώσει την δυνατότητα ενασχόλησης με άλλες ενδιαφέρουσες και χρήσιμες δραστηριότητες.
- Θα περιορίσει την πίεση για μετεγγραφές γιατί οι νέοι θα έχουν την δυνατότητα να σπουδάσουν στα κολλέγια της δικής τους περιοχής, αντί να αναγκάζονται να εγγράφονται σε τμήματα μακριά από το σπίτι, με αντικείμενο πολλές φορές άσχετο με τις προτιμήσεις τους, και στην συνέχεια να επιδιώκουν μετεγγραφή.
- Τα νέα παιδιά θα έχουν την ευκαιρία σε ένα ή δύο χρόνια να διαπιστώσουν αν πραγματικά έχουν τις δυνατότητες ή και το ενδιαφέρον να ακολουθήσουν πανεπιστημιακές σπουδές ή -σε αντίθετη περίπτωση- αν είναι προτιμότερο να επιδιώξουν μια επαγγελματική κατάρτιση. Θα αποκλιμακωθεί έτσι ο «πληθωρισμός» στην ζήτηση πανεπιστημιακών σπουδών.
- Μετά το τέλος της διετούς φοίτησης, όσοι επιλέξουν να μην ακολουθήσουν πανεπιστημιακές σπουδές θα αποκτούν ένα χρήσιμο τίτλο σπουδών με επαγγελματικά δικαιώματα (και όχι δυο χαμένα και χρυσοπληρωμένα χρόνια φροντιστηρίου).
- Στα κολλέγια μπορούν να ενταχθούν -ή να μετατραπούν- και τα ΙΕΚ που λειτουργούν σήμερα στην περιφέρεια. Θα λυθεί έτσι και άλλο ένα πρόβλημα: αυτό της έλλειψης κινητικότητας μεταξύ ΙΕΚ και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
- Οι μονάδες αυτές (σε αντίθεση με τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ) θα μπορούν εύκολα να προσαρμόζονται σε νέα επιστημονικά η επαγγελματικά δεδομένα. Αυτό θα έχει ως πρόσθετο αποτέλεσμα ότι θα μειωθεί η ανάγκη -και η πίεση- δημιουργίας νέων τμημάτων.
- Θα είναι πολύ ευκολότερο να καλυφθούν οι διδακτικές ανάγκες στο επίπεδο αυτό.
- Θα υπάρξει μεγάλη αποσυμφόρηση των πανεπιστημίων, κυρίως των κεντρικών, αφού για πολλούς οι γενικές βασικές σπουδές των πρώτων ετών θα γίνονται στα τοπικά κολλέγια. (Όσοι έχουν μελετήσει λίγο τα στοιχεία γνωρίζουν ότι οι περισσότεροι λιμνάζοντες φοιτητές βρίσκονται στα πρώτα δύο πανεπιστημιακά έτη σπουδών -προσοχή, όχι ημερολογιακά έτη- που μόλις ξεπεράσουν το στάδιο αυτό, συγκεντρώνονται και προσπαθούν να τελειώσουν όσο το δυνατόν συντομότερα).
- Θα αποκτήσουν ουσία οι εκπαιδευτικές μονάδες αφού με βάση αυτές και την σχέση που οι προηγούμενες σπουδές θα έχουν με το συγκεκριμένο τμήμα του πανεπιστημίου ή ΤΕΙ στο οποίο θα θέλει κάποιος απόφοιτος κολλεγίου να μεταπηδήσει, θα αναγνωρίζεται η προηγούμενη εκπαίδευση (και όχι απλώς με βάση τα χρόνια σπουδών).
- Τα τοπικά κολλέγια θα εξυπηρετήσουν με τον καλύτερο τρόπο και την δια βίου μάθηση αφού ο κάθε πολίτης που θα θέλει να αποκτήσει γνώσεις ή δεξιότητες σε κάποια φάση της ζωής του θα το κάνει εύκολα χωρίς να απομακρυνθεί από το σπίτι του και την δουλειά του. Θα μπορεί δε, να παρακολουθήσει και ένα μόνο μάθημα που πιθανόν θα τον ενδιαφέρει για την δουλειά του είτε για την βελτίωση των γνώσεών του, παίρνοντας ταυτόχρονα σχετική έγκυρη πιστοποίηση, χωρίς να υποχρεώνεται να το κάνει αυτό παρακολουθώντας αμφίβολης ποιότητας σεμινάρια σε αμφίβολης ποιότητας οργανισμούς και παίρνοντας αμφίβολης αξίας πιστοποιητικά.
- Τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ θα μπορούν να συνεργάζονται με τα κολλέγια αυτά, ακόμα και να ιδρύουν κολλέγια ως παραρτήματα (αντί να ιδρύονται μεμονωμένα πανεπιστημιακά τμήματα σε πόλεις που καμιά ουσιαστική σύνδεση δεν έχουν με το πανεπιστήμιο στο οποίο ανήκουν). Θα ελέγχουν έτσι και την ποιότητα των σπουδών σε αυτά και την αντιστοιχία τους με τις απαιτήσεις τους (κάτι που δεν γίνεται σήμερα).
- Η τοπική αυτοδιοίκηση και η κοινωνία θα μπορούν να συμβάλλουν ουσιαστικά στην λειτουργία τους.
- Το κόστος ίδρυσης και λειτουργίας τους θα ήταν εξαιρετικά χαμηλότερο από το αντίστοιχο πανεπιστημίων και ΤΕΙ.
Σε μια τέτοια προσέγγιση, τμήματα πανεπιστημίων και ΤΕΙ που σήμερα έχουν κενές θέσεις ή προορίζονται για κλείσιμο και μεταφορά, θα μπορούσαν να μετατραπούν σε κολλέγια που θα λειτουργούσαν υπό την εποπτεία των αντιστοίχων ιδρυμάτων, καθιστώντας άνευ αντικειμένου και το πρόβλημα της βάσης του 10 που τόσο πολύ μας απασχολεί.
Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι η πρόταση αυτή είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρη και από το 2010 και από το 1996, αλλά και από οποιαδήποτε άλλη εποχή και μπορεί να αντικαταστήσει το σχέδιο Αθηνά και να αποτελέσει το πραγματικό όχημα για την αλλαγή του χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Πέραν όλων των άλλων, έχει πλέον αποδειχθεί ότι η μαζική πανεπιστημιακή εκπαίδευση έχει αποτύχει σε όλες της τις εκφάνσεις, ακόμα και σε αυτήν για την οποία κυρίως δημιουργήθηκε, δηλαδή την κοινωνική κινητικότητα και την διαμόρφωση ευκαιριών για τις λιγότερο ευνοημένες κοινωνικές τάξεις. Αντίθετα, η μαζική τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου η μαζικότητα επικεντρώνεται κυρίως στα τοπικά κολλέγια και στα ΤΕΙ και δίνει στα πανεπιστήμια μια πιο περιορισμένη προσβασιμότητα, είναι και σε αυτόν το τομέα η καταλληλότερη τακτική.
Το σχέδιο Αθηνά, τα τοπικά κολλέγια και τα συμβούλια διοίκησης Οι αδυναμίες του σχεδίου Αθηνά αναδεικνύουν την ανάγκη μίας περισσότερο ορθολογικά καταρτισμένης πρότασης και μου επιτρέπουν να γνωστοποιήσω τις απόψεις που είχα καταθέσει στην τελευταία μας συνάντηση με την τότε Υπουργό Α. Διαμαντοπούλου και τον τότε Πρωθυπουργό Γ.Α. Παπανδρέου πριν από την κατάθεση του νόμου για τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ και πριν από τον ανασχηματισμό της 17ης Ιουνίου 2011. Η πρότασή μου εκείνη συνίστατο στις εξής παραμέτρους:
Η σύμπτυξη της τριτοβάθμιας πανεπιστημιακής και τεχνολογικής εκπαίδευσης, θα έπρεπε να προηγηθεί της αλλαγής της λειτουργίας των πανεπιστήμιων και των ΤΕΙ.
Σύμφωνα με την πρότασή μου θα έπρεπε να υπάρξουν συμβούλια διοίκησης που θα επόπτευαν όλα τα ιδρύματα μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (πανεπιστήμια, ΤΕΙ, τοπικά κολλέγια και τα ΙΕΚ για όσο ακόμα χρόνο λειτουργούσαν) σε πέντε έως έξι μεγάλες γεωγραφικές περιοχές της χώρας. Το κάθε συμβούλιο θα είχε συντονιστικό ρόλο για όλα τα ιδρύματα της περιοχής και θα ήταν εκείνο που θα αποφάσιζε, μετά από εσωτερικό διάλογο, τις όποιες μεταβολές στην δομή των ιδρυμάτων της περιοχής του. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα απαιτείτο το κλείσιμο κανενός τμήματος ή σχολής ή ιδρύματος σε οποιαδήποτε περιοχή της χώρας. Το συμβούλιο διοίκησης θα αποφάσιζε ποια από τα υπάρχοντα τμήματα θα μετατρέπονταν σε διετή προγράμματα τοπικών κολλεγίων, ποιά τμήματα ΤΕΙ θα διατηρούνταν ή θα συγχωνεύονταν και με ποια πανεπιστημιακά τμήματα θα συνέβαινε το ίδιο. Ταυτόχρονα, θα καθόριζε τις διαδικασίες με τις οποίες θα μπορούσε να υπάρχει εσωτερική κινητικότητα μεταξύ των φοιτητών των τοπικών κολλεγίων, των ΤΕΙ και των πανεπιστήμιων, αλλά και των διδασκόντων σε αυτά. Με τον τρόπο αυτόν οι φοιτητές των τοπικών κολλεγίων δεν θα έπρεπε να θεωρούνται οι φτωχοί συγγενείς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Θα είχαν την ευχέρεια είτε να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους στα δύο χρόνια στον τόπο καταγωγής τους και να αποκτήσουν επαγγελματικά εφόδια και επαγγελματικά δικαιώματα είτε, αν είχαν τις δυνατότητες, να μεταπηδήσουν σε ΤΕΙ ή και σε πανεπιστήμια της περιοχής τους ή άλλων περιοχών με αναγνώριση φυσικά όλων των σπουδών τους στις προηγούμενες φάσεις από τα ίδια τα ιδρύματα.
Η προσέγγιση αυτή, εκτός των άλλων, θα περιόριζε σημαντικά τα έξοδα των οικογενειών για φροντιστήρια αφού η πρόσβαση στα τοπικά κολλέγια θα ήταν δωρεάν και μόνο εκείνοι, οι οποίοι θα είχαν τις διαπιστωμένες δυνατότητες μετά από δύο χρόνια σπουδών -και φυσικά την επιθυμία- θα μπορούσαν να συνεχίσουν στα πανεπιστήμια ή στα ΤΕΙ.
Το αντεπιχείρημα στην πρόταση αυτή ήταν –όπως πάντα- το συνταγματικό. Εκτιμώ ότι, όπως και με τα συμβούλια διοίκησης, το πρόβλημα αυτό είναι ανύπαρκτο.
Η πρόταση αυτή μπορεί και σήμερα να υιοθετηθεί με ορισμένες προσαρμογές. Με δεδομένο ότι έχουν ήδη επιλεγεί τα συμβούλια διοίκησης στα υπάρχοντα ιδρύματα, θα μπορούσε, αφού καθορισθούν οι πέντε έως έξι γεωγραφικές περιοχές που προανέφερα, να υπάρξει ένα συντονιστικό συμβούλιο διοίκησης για όλες τις μονάδες της κάθε περιοχής. Το συμβούλιο αυτό δεν χρειάζεται να διαμορφώσει νέες γραφειοκρατικές διαδικασίες με νέα μέλη. Θα μπορούσε να αποτελείται από μέλη των ήδη υπαρχόντων συμβουλίων. Ακόμα καλύτερα, θα μπορούσε να αποτελείται από τα εξωτερικά μέλη των υπαρχόντων συμβουλίων σε κάθε περιοχή, ώστε να αποφευχθούν και οι πιθανές δεσμεύσεις των εσωτερικών μελών του συμβουλίου στα ιδρύματα από τα οποία προέρχονται.
Η υιοθέτηση της πρότασης αυτής θα απεμπλέξει το Υπουργείο Παιδείας από τις μικροπολιτικές διεργασίες στις οποίες έχει εμπλακεί και θα επιτρέψει στις τοπικές κοινωνίες να συμβάλλουν καλύτερα στην διαμόρφωση ενός νέου χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Με αυτήν επίσης δεν θα απαξιωθούν οι υφιστάμενες υποδομές (που έγιναν με χρήματα των φορολογουμένων) και δεν θα υποαπασχολούνται πολλοί διδάσκοντες.
Ο ρόλος της κεντρικής κυβέρνησης θα περιορίζεται μόνο την χρηματοδότηση που θα μπορεί να εξασφαλίσει για κάθε περιοχή καθώς και τα ποσοστά από το ΕΣΠΑ που θα μπορούν να αξιοποιηθούν για τον σκοπό αυτό.
Ετσι, αντί το πρόβλημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να οδηγήσει σε νέο μαρασμό και διαμαρτυρίες, θα αποτελέσει την αφορμή για ουσιαστική ανάπτυξη με ορθολογικά –για πρώτη φορά- ακαδημαϊκά κριτήρια.
Ελπίζω η πρότασή μου αυτή να είναι χρήσιμη ως συμβολή για το ξεπέρασμα των αδυναμιών και αδιεξόδων που έχει δημιουργήσει η πρόταση του σχεδίου Αθηνά.
* Ο Ιωάννης Πανάρετος διετέλεσε υφυπουργός Παιδείας.
|