ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER ΤΗΣ PROSLIPSIS.GR
Μάθετε πρώτοι τα νέα ...

  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
 

 
Βάλτε Αγγελία      Δείτε Αγγελίες      Newsletters       
  Επικοινωνία     
 
 
 
 
 
 
 
 



 
  Επικαιρότητα Επιστροφή    
Σε διαβούλευση το νομοσχέδιο για τα σώματα ασφαλείας

 

Αθήνα 26.11.2010, 13:43

Σε δημόσια διαβούλευση στο opengov.gr τέθηκε το σχέδιο νόμου του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη για τη «Σύσταση Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και άλλες διατάξεις».

* Ακολουθεί το κείμενο της διαβούλευσης.


Δημόσια Διαβούλευση για το Σχέδιο Νόμου: «Σύσταση Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και άλλες διατάξεις»

Με το ανωτέρω σχέδιο νόμου ρυθμίζονται τα ακόλουθα θέματα:
1. Προβλέπεται η σύσταση στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στο οποίο θα καταγγέλλονται περιστατικά προσβολής ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή βασανιστηρίων ή άλλες μορφές κακοποίησης  πολιτών από το ένστολο προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας σε βάρος πολιτών, ώστε μέσα από ένα αξιόπιστο μηχανισμό λογοδοσίας και ελέγχου να εξασφαλίζεται η ταχεία και αποτελεσματική διερεύνησή τους και η απόδοση ευθυνών.
2. Διευρύνονται οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου Συντονισμού και Στρατηγικής Ασφάλειας στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας και της  Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, με στόχο την αναβάθμιση του ρόλου και της αποστολής τους.
3. Συνιστάται στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη αυτοτελής Υπηρεσία Διαχείρισης Ευρωπαϊκών και Αναπτυξιακών Προγραμμάτων, με αποστολή την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων που αφορούν χρηματοδοτούμενες επιχειρησιακές και αναπτυξιακές δράσεις του Υπουργείου και το συντονισμό των συναρμοδίων Υπηρεσιών για την υλοποίηση των δράσεων αυτών.
4. Ρυθμίζονται θέματα που αφορούν τη διάθεση στα Σώματα Ασφαλείας των κατασχεμένων μεταφορικών μέσων για κάλυψη των αναγκών τους, που τραυματίζονται κατά την εκτέλεση υπηρεσίας ή ένεκα αυτής, καθώς και του Ειδικού Λογαριασμού Αρωγής αστυνομικών.
5. Στο Πυροσβεστικό Σώμα συνιστάται ιδιαίτερη κατηγορία προσωπικού με την ονομασία «Επικουρικοί Πυροσβέστες» που θα προέρχονται, κατά βάση, από τους εποχικούς πυροσβέστες κατόπιν εξετάσεων με αντικειμενικά κριτήρια και επιλογής από Επιτροπή στην οποία μετέχει εκπρόσωπος του Α.Σ.Ε.Π. Το προσωπικό αυτό θα έχει ως κύριο καθήκον τη δασοπυρόσβεση και τη δασοπροστασία και θα επικουρεί παράλληλα το πυροσβεστικό προσωπικό  στα κύρια καθήκοντά του.
6. Επιπλέον, καταργείται η Ελληνική Αγροφυλακή, οι αρμοδιότητες της οποίας μεταφέρονται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και ασκούνται από τις κατά τόπους Δασικές Υπηρεσίες. Το προσωπικό της καταργούμενης υπηρεσίας μετατάσσεται στις Δασικές Υπηρεσίες του τόπου που υπηρετεί, στις οποίες συνιστώνται αντίστοιχες οργανικές θέσεις, ανάλογα με τα προσόντα τους.
Η Διαφάνεια αποτελεί προτεραιότητα σε κάθε πρωτοβουλία της Κυβέρνησης, όπως και η συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση των επιλογών της. Για αυτό, σας καλώ,  να συμμετάσχετε στη δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση, διατυπώνοντας τις απόψεις σας και τις παρατηρήσεις σας στις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου. Η διαβούλευση θα ολοκληρωθεί την 05/12/2010 και, αφού ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματά της, το σχέδιο νόμου θα κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή.

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ


 

ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ
Σύσταση Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και άλλες διατάξεις

Άρθρο 1
Σύσταση Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας
1.  Στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη συνιστάται και λειτουργεί Γραφείο Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, υπαγόμενο απευθείας στον Υπουργό. Το Γραφείο έχει ως αποστολή τη συλλογή, την καταγραφή, την αξιολόγηση και την περαιτέρω προώθηση προς διερεύνηση στις αρμόδιες Υπηρεσίες ή Αρχές καταγγελιών για πράξεις του ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος, οι οποίες εκδηλώθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή κατά κατάχρηση της ιδιότητάς του και αφορούν:
α. Βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά την έννοια του άρθρου 137 Α του Ποινικού Κώδικα,
β. Παράνομες εκ προθέσεως προσβολές κατά της ζωής, ή της σωματικής ακεραιότητας ή υγείας, ή  της προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας,
γ. Παράνομη χρήση πυροβόλου όπλου και
δ. Κάθε άλλη προσβλητική της προσωπικότητας  συμπεριφορά, σε βάρος πολιτών, καθώς και τις συναφείς πράξεις, εφόσον αυτές εκδηλώθηκαν από το ίδιο πρόσωπο στον ίδιο τόπο και χρόνο.
2. Οι καταγγελίες πρέπει να είναι επώνυμες και γραπτές, να υποβάλλονται δε στο Γραφείο ή στα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών, αυτοπροσώπως ή μέσω πληρεξουσίου δικηγόρου. Αν ο καταγγέλλων αγνοεί την ελληνική γλώσσα, μπορεί να παραστεί με διερμηνέα. Αν ο καταγγέλλων αδυνατεί να γράψει, η καταγγελία καταγράφεται από υπάλληλο του Γραφείου, αναγιγνώσκεται και υπογράφεται απ΄ αυτόν, αφού προηγουμένως γίνει ειδική μνεία της αδυναμίας του καταγγέλλοντος να γράψει. Κατ’ εξαίρεση, η καταγγελία μπορεί να είναι ανώνυμη, γραπτή ή προφορική, μόνο εφόσον περιέχει συγκεκριμένα στοιχεία, ικανά να οδηγήσουν στη διερεύνησή της, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη με πράξη της Επιτροπής της επόμενης παραγράφου. Η προφορική καταγγελία καταγράφεται και υπογράφεται από τον υπάλληλο του Γραφείου που την δέχεται.
3.  Στο Γραφείο λειτουργεί Τριμελής Επιτροπή, η οποία  συγκροτείται από έναν επίτιμο Αρεοπαγίτη ως Πρόεδρο,  από τον Νομικό Σύμβουλο του Κράτους στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και από έναν επίτιμο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή Εφετών, ως μέλη. Η Επιτροπή αξιολογεί κάθε καταγγελία ή περιστατικό για την αξιοπιστία τους και για το αν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Γραφείου και αποφασίζει με πράξη της είτε για την προώθησή της προς διερεύνηση στις αρμόδιες Υπηρεσίες ή Αρχές είτε για την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Αν η καταγγελία ή το περιστατικό αφορά και αξιόποινη πράξη αυτεπαγγέλτως διωκόμενη, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 37 του Κ.Π.Δ. και αν πρόκειται για αυτόφωρο έγκλημα ή συντρέχει κίνδυνος εκ της αναβολής, η ανακοίνωση προς τον Εισαγγελέα κοινοποιείται αμέσως και στην αρμόδια για τη διενέργεια προανάκρισης Υπηρεσία του οικείου Σώματος.
4. Επίσης, η Επιτροπή της προηγουμένης παραγράφου ερευνά υποθέσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε βάρος της Ελλάδος για παράβαση των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ.53/1974), με την οποία διαπιστώνονται ελλείψεις της πειθαρχικής διαδικασίας ή νέα στοιχεία που δεν αξιολογήθηκαν στην πειθαρχική έρευνα ή την εκδίκαση της υπόθεσης. Στις  περιπτώσεις αυτές η Διεύθυνση Αστυνομικού Προσωπικού του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και οι αντίστοιχες Υπηρεσίες των άλλων Σωμάτων διαβιβάζουν την ως άνω απόφαση και το σχετικό φάκελο της διοικητικής έρευνας στην επιτροπή, η οποία επανεξετάζει συνολικά την υπόθεση καθώς και τις ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις που ορίζονται από τις διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου του αστυνομικού προσωπικού και μπορεί να αποφασίζει την εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης, ανεξάρτητα από την παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος, ιδίως όταν:
α. διαπιστώνει ότι η διοικητική διερεύνηση της υπόθεσης από τα πειθαρχικά όργανα του Σώματος είχε κενά ή ελλείψεις,
β. αποκαλυφθούν νέα, άγνωστα στα πειθαρχικά όργανα που διερεύνησαν ή εκδίκασαν την υπόθεση, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία από μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι το αποτέλεσμα της πειθαρχικής διαδικασίας δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά περιστατικά,
γ. διαπιστώνει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν τεθεί στη διάθεση της πειθαρχικής διαδικασίας δεν αξιολογήθηκαν αποτελεσματικά και
δ. βεβαιωθεί ότι ουσιώδη επιρροή στην απόφαση είχαν πλαστά έγγραφα ή πειστήρια ή δωροδοκία ή άλλη από πρόθεση παράβαση του καθήκοντος του πειθαρχικού οργάνου.
5. Σε περίπτωση που αποφασισθεί η επανάληψη της διερεύνησης της υπόθεσης, η σχετική απόφαση της επιτροπής διαβιβάζεται με όλα τα στοιχεία του φακέλου στον Αρχηγό του οικείου Σώματος, ο οποίος δεσμεύεται από την απόφαση και διατάσσει νέα έρευνα.  Κατά τα λοιπά ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται από το πειθαρχικό δίκαιο του Σώματος στο οποίο ανήκει το προσωπικό. Αν η επιτροπή κρίνει  ότι δεν απαιτείται η εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης διαβιβάζει την απόφασή της στη Διεύθυνση Προσωπικού του οικείου Αρχηγείου προκειμένου να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο.
6. Η επιτροπή μπορεί να ζητά στοιχεία από οποιαδήποτε Δημόσια Υπηρεσία ή Υπηρεσία του ευρύτερου Δημόσιου τομέα, οι οποίες υποχρεούνται να τα γνωστοποιούν ή να διαβιβάζουν αντίγραφα εγγράφων που αφορούν την υπόθεση, χωρίς να μπορεί να αντιταχθεί οποιοδήποτε απόρρητο. Τα στοιχεία που συλλέγονται από την επιτροπή χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση της αποστολής της.
7. Τα Πειθαρχικά Όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος- Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος υποχρεούνται να εξετάζουν κατά προτεραιότητα κάθε πειθαρχική υπόθεση που αφορά σε πράξεις της παρ.1 του παρόντος άρθρου.
8. Η Επιτροπή υποβάλλει κατ΄ έτος Έκθεση στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη για τις δραστηριότητες της Γραφείου και τα προτεινόμενα μέτρα βελτίωσης της λειτουργίας του, επισημαίνονται δε οι διαπιστώσεις της για τα αίτια της σχετικής με την αποστολή του Γραφείου παραβατικής συμπεριφοράς του ένστολου προσωπικού των Σωμάτων και προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπισή τους.
9. Οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος, καθώς και κάθε άλλη δημόσια αρχή ή Υπηρεσία, υποχρεούνται να παρέχουν άμεση και ουσιαστική συνδρομή στο προσωπικό του Γραφείου για την εκπλήρωση της αποστολής του.
10. Το Γραφείο εδρεύει στο νομό Αττικής και διαθέτει πρόσβαση σε άτομα με ειδικές ανάγκες. Οι απαιτούμενες πιστώσεις για τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό και τις δαπάνες λειτουργίας του εγγράφονται στον προϋπολογισμό του ειδικού φορέα «Ελληνική Αστυνομία».
11. Η λειτουργία του Γραφείου αυτού δεν υποκαθιστά τις υφιστάμενες δομές υποβολής και εξέτασης καταγγελιών αυθαιρεσίας σε άλλα όργανα ή αρχές.
12. Το Γραφείο στελεχώνεται με το αναγκαίο και κατάλληλο για τη λειτουργία του προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος, το οποίο αποσπάται σε αυτό χωρίς χρονικό περιορισμό, με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Το προσωπικό αυτό πρέπει να  διακρίνεται για την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητά του, το ήθος και τη διαγωγή του, την υπευθυνότητα και αποφασιστικότητά του. Το ένστολο προσωπικό των ως άνω Σωμάτων απαιτείται επιπλέον να έχει αξιολογηθεί, κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών, με το γενικό χαρακτηρισμό «εξαίρετος» και να έχει κριθεί ευμενώς από τα αρμόδια συμβούλια κρίσεων.
13. Ο πρόεδρος και τα μέλη της Τριμελούς Επιτροπής ορίζονται με τους αναπληρωτές τους με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, μετά από δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος για τους επίτιμους δικαστικούς λειτουργούς.  Ο πρόεδρος της Επιτροπής ασκεί και τη διοίκηση του Γραφείου. Ως αναπληρωτής του Νομικού Συμβούλου ορίζεται πάρεδρος του ιδίου Γραφείου Νομικού Συμβούλου, μετά από πρόταση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η θητεία των επίτιμων δικαστικών λειτουργών στις εν λόγω θέσεις ορίζεται διετής, δυναμένη να ανανεωθεί μία ακόμη φορά.
14. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, ρυθμίζονται θέματα οργάνωσης και λειτουργίας του Γραφείου, καθορισμού των επιμέρους αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των οργάνων και του προσωπικού του, διαδικασιών υποδοχής και ενημέρωσης των πολιτών, συνεργασίας με τα Σώματα, τις Υπηρεσίες και τους φορείς και κάθε άλλο σχετικό με αυτά θέμα.
15. Με κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη καθορίζεται η αποζημίωση του προέδρου και των μελών της Επιτροπής.

Άρθρο 2
Συμβούλιο Συντονισμού και Στρατηγικής Εσωτερικής Ασφάλειας
Το άρθρο 6 του ν. 2800/2000 (Α΄- 41) αντικαθίσταται ως εξής :
«Άρθρο 6
Συμβούλιο Συντονισμού και Στρατηγικής Εσωτερικής Ασφάλειας
1. Στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη συνιστάται και λειτουργεί Συμβούλιο Συντονισμού και Στρατηγικής Εσωτερικής Ασφάλειας, το οποίο συγκροτείται από τους :
α. Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Τάξης, ως πρόεδρο.
β. Γενικό Γραμματέα Ασφάλειας Ναυσιπλοΐας.
γ.  Γενικό Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας.
δ.  Αρχηγό Ελληνικής Αστυνομίας.
ε.  Αρχηγό Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής.
στ.  Αρχηγό Πυροσβεστικού Σώματος.
ζ.  Προϊστάμενο  Διεύθυνσης Π.Α.Μ. – Π.Σ.Ε.Α. του Υπουργείου.
η. Υπαρχηγό Ελληνικής Αστυνομίας.
θ. Υπαρχηγό της Ελληνικής Ακτοφυλακής
ι. Υπαρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος και
ια. Διευθυντή της Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Εκτάκτων Αναγκών της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, ως μέλη.
2. Τα μέλη του ανωτέρω Συμβουλίου δεν αναπληρώνεται σε περίπτωση έλλειψης, απουσίας ή κωλύματος, πλην των αναφερομένων στα εδάφια ζ΄ και ια΄ της προηγουμένης παραγράφου. Η συμμετοχή του προέδρου σε κάθε συνεδρίαση είναι υποχρεωτική.
3. Το Συμβούλιο Συντονισμού και Στρατηγικής Εσωτερικής Ασφάλειας έχει τις εξής αρμοδιότητες :
α. Καθορίζει τρόπους αποτελεσματικότερης συνεργασίας επί θεμάτων κοινής αρμοδιότητας των Σωμάτων και Υπηρεσιών του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
β. Προτείνει στον Υπουργό τα ενδεικνυόμενα μέτρα για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα της δημόσιας τάξης.
γ. Προτείνει στον Υπουργό τα προγράμματα ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού των Σωμάτων και Υπηρεσιών του Υπουργείου.
δ. Διαχειρίζεται κρίσιμα θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου και αποφασίζει για την ακολουθητέα στρατηγική προς αντιμετώπισή τους.
ε. Παρέχει κατευθύνσεις για την εφαρμογή των αποφάσεών του προς τα Σώματα και τις Υπηρεσίες του Υπουργείου.
4. Το Συμβούλιο συγκαλείται από τον πρόεδρό του, ο οποίος ορίζει και την ημερήσια διάταξη.
5. Στο Συμβούλιο δύνανται να προσκληθούν υπηρεσιακοί παράγοντες των Σωμάτων και Υπηρεσιών του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, εκπρόσωποι άλλων Υπουργείων και δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων, καθώς και εμπειρογνώμονες και ειδικοί επιστήμονες.
6. Καθήκοντα Γραμματέα του Συμβουλίου εκτελεί αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας ή του Πυροσβεστικού Σώματος ή πολιτικός υπάλληλος κατηγορίας Π.Ε. Διοικητικού-Οικονομικού από τους υπηρετούντες στο Γραφείο του Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Τάξης.
7. Το Συμβούλιο συνεδριάζει με την παρουσία τουλάχιστον τριών (3) μελών, συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου του και εφόσον εξασφαλίζεται για τα συζητούμενα θέματα η ακόλουθη, κατά περίπτωση, σύνθεση :
α. Όταν συζητούνται θέματα που αφορούν όλα τα Σώματα και Υπηρεσίες του Υπουργείου ή θέματα πολιτικής προστασίας ή πολιτικής άμυνας της χώρας, απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον ενός (1) μέλους από κάθε Σώμα και Υπηρεσία.
β. Όταν συζητούνται θέματα που αφορούν μόνο τα τρία  Σώματα, απαιτείται,  απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον ενός (1) μέλους από κάθε Σώμα.
γ. Όταν συζητούνται θέματα που αφορούν μόνο ένα Σώμα, απαιτείται η παρουσία και των δύο (2) μελών από το Σώμα αυτό.
8. Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου τηρούνται πρακτικά, τα οποία καταχωρούνται στο οικείο βιβλίο. Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Συμβουλίου είναι απόρρητα. Αντίγραφο των πρακτικών υποβάλλεται στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη. Στις Υπηρεσίες κοινοποιούνται μόνο οι αποφάσεις του Συμβουλίου, προκειμένου να εκτελεστούν. Η διαφύλαξη του απορρήτου των πρακτικών αποτελεί υπηρεσιακή υποχρέωση του Γραμματέα του Συμβουλίου».

Άρθρο 3
Υπηρεσία Διαχείρισης Ευρωπαϊκών και Αναπτυξιακών Προγραμμάτων

1. Στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη συνιστάται αυτοτελής Υπηρεσία  Διαχείρισης Ευρωπαϊκών και Αναπτυξιακών Προγραμμάτων, με αποστολή τον χειρισμό και την αξιοποίηση των Ευρωπαϊκών προγραμμάτων που αφορούν χρηματοδοτούμενες επιχειρησιακές και αναπτυξιακές δράσεις του Υπουργείου και τον συντονισμό των συναρμόδιων Υπηρεσιών για την υλοποίηση των δράσεων αυτών. Επίσης, η εν λόγω Υπηρεσία αποτελεί και την  υπεύθυνη εθνική αρχή για την εφαρμογή των αποφάσεων 574/2007/ΕΚ και 575/2007/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Μαΐου 2007, σχετικά με τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Εξωτερικών Συνόρων και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επιστροφής στο πλαίσιο του Γενικού Προγράμματος «Αλληλεγγύη και Διαχείριση Μεταναστευτικών Ροών».
2. Η εν λόγω Υπηρεσία στελεχώνεται από το αναγκαίο για τη λειτουργία της προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας και της του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής, που αποσπάται σ’ αυτή χωρίς χρονικούς περιορισμούς. Επίσης, στην εν λόγω Υπηρεσία μπορεί να αποσπάται και προσωπικό του Υπουργείου Εξωτερικών, σύμφωνα με τις υφιστάμενες διατάξεις. Οι διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 5 και 6 εδάφιο α΄ του ν.3614/2007 (Α΄- 267) έχουν ανάλογη εφαρμογή και στο ανωτέρω προσωπικό.
3. Τα θέματα οργάνωσης και λειτουργίας της προαναφερόμενης Υπηρεσίας  ρυθμίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη.
4. Από την  έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας αυτής, η οποία καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, καταργούνται τα εδάφια γ΄ και δ΄ της παρ. 10 του άρθρου 28 του ν.3613/2007 (Α΄- 263), καθώς και οι αποφάσεις υπ΄ αριθμ. 4000/1/45-ια/6-10-2008 (Β΄- 2129) των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών, Εξωτερικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής και 4000/1/45-κβ/17-7-2009 (Β΄- 1467) του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών και Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

Άρθρο 4
Ρύθμιση θεμάτων Κέντρου Μελετών Ασφάλειας

1. Η περίπτ. θ΄ της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3387/2005 (Α΄- 224) αντικαθίσταται ως εξής :
«θ. οργανώνει και διεξάγει συνέδρια, δημοσιεύει ερευνητικά και γενικότερα επιστημονικά πορίσματα και συναφή έργα, πραγματοποιεί εκπαιδευτικά σεμινάρια και παρέχει πιστοποιημένες εκπαιδεύσεις και εκπονεί πιστοποιημένες μελέτες σε θέματα ασφάλειας».
2. Στην παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3387/2005 προστίθεται περίπτ. ια΄ ως εξής :
«ια. αποτελεί φορέα πιστοποίησης διαδικασιών, μελετών, σχεδίων για την ασφάλεια φορέων, οργανισμών και επιχειρήσεων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα».
3. Η παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 3387/2005 αντικαθίσταται  ως εξής :
«4. Ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη δύναται να αναθέτει στο ΚΕ.ΜΕ.Α. ερευνητικά προγράμματα, εκπαιδεύσεις, μελέτες, γνωμοδοτήσεις και έργα ασφάλειας».
4. Στο άρθρο 7 του ν. 3387/2005 προστίθεται παρ. 5 ως εξής :
«5. Ως Διευθυντής και Αναπληρωτής Διευθυντής ΚΕ.ΜΕ.Α. δύναται να ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη εν ενεργεία στελέχη των Υπηρεσιών και Φορέων που εποπτεύει που έχουν τα προσόντα που προβλέπονται στην παρ. 2».
5. Η περίπτ. δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3387/2005 αντικαθίσταται  ως εξής :
«δ. Έσοδα από την παροχή υπηρεσιών και τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων χρήσης αποτελεσμάτων ερευνητικών έργων και μελετών, καθώς επίσης και από την εκτέλεση έργων ή δράσεων στο πλαίσιο των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του Ε.Σ.Π.Α. ως δικαιούχος έργων ευθύνης του οικείου Υπουργείου ανεξάρτητα από την πηγή χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων ενεργειών τεχνικής βοήθειας».

Άρθρο 5
Συμπλήρωση και τροποποίηση διατάξεων για την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας

1. Η περίπτ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν.2713/1999, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν.3103/2003 (Α΄ – 23), αντικαθίσταται ως εξής :
«β. των εγκλημάτων των άρθρων 216 έως και 222, 235 έως και 246, 252 έως και 263Α, 323Α, 323Β, 324, 385 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και των λοιπών εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο δεύτερο, τέταρτο και πέμπτο του ν.3666/2008 (Α΄-105),  που διαπράττουν ή συμμετέχουν σ΄ αυτά υπάλληλοι και λειτουργοί του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός καθορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν.1256/1982 (Α΄- 65) και επαναοριοθετήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν.1892/1990 (Α΄ – 101), καθώς και υπάλληλοι ή αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Διεθνών Οργανισμών που δραστηριοποιούνται στην ελληνική επικράτεια».
2. Η παρ. 1 του άρθρου 2 του ν.2713/1999, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 44 του ν.3731/2008 (Α΄- 263), αντικαθίσταται ως εξής :
«1. Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, με την επιφύλαξη της παρ. 7, στελεχώνεται από μόνιμο αστυνομικό προσωπικό, το οποίο επιλέγεται και μετατίθεται σ΄ αυτήν για τέσσερα έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να παραταθεί μια φορά για χρονικό διάστημα τριών ετών. Το ως άνω προσωπικό, μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων ετών από την αποχώρησή του από την Υπηρεσία αυτή, μπορεί να επανεπιλέγεται για την στελέχωσή της. Ως προϊστάμενος των Υπηρεσιών Εσωτερικών Υποθέσεων ορίζεται ανώτατος ή ανώτερος αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας».
3. Στο άρθρο 2 του ν.2713/1999 προστίθεται παρ. 7 ως εξής :
«7. Στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων μπορεί, ύστερα από πρόταση του προϊσταμένου της Υπηρεσίας και σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου εισαγγελικού λειτουργού του άρθρου 3, να αποσπάται προσωπικό από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα με εξειδικευμένες γνώσεις σε αντικείμενα της Υπηρεσίας, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων, για χρονικό διάστημα μέχρι ένα έτος».
4. Στην παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.2713/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής :
«Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών είναι το δικαστήριο της έδρας της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων που υπηρετούν».
5. Η παρ. 6 του άρθρου 4 του ν.2713/1999, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3α του άρθρου 14 του ν.3686/2008 (Α΄- 158), αντικαθίσταται ως εξής :
«6. Οι αστυνομικοί της Υπηρεσίας μετά τη λήξη της αρχικής θητείας τους μετατίθενται στην Υπηρεσία από την οποία προέρχονται, εφόσον υπάρχει κενή οργανική θέση, ή σε οποιοδήποτε άλλη Υπηρεσία της ίδιας περιοχής μετάθεσης. Μετά τη λήξη της παράτασης της θητείας τους οι αστυνομικοί της Υπηρεσίας μετατίθενται, εφόσον επιθυμούν, σε Υπηρεσίες του τόπου συμφερόντων τους, έστω και αν δεν υπάρχει κενή οργανική θέση».
6. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για το αστυνομικό προσωπικό που μετατίθεται στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
7. Η παρ. 5 του άρθρου 5 του ν.2713/1999 αντικαθίσταται ως εξής :
«5. Στα πρόσωπα του παρόντος άρθρου παρέχεται από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη η αναγκαία προστασία. Ανάλογη προστασία παρέχεται και στους ουσιώδεις μάρτυρες των υποθέσεων αυτών, τους πραγματογνώμονες, τα θύματα ή τους συγγενείς τους ή άλλα πρόσωπα που συνδέονται στενά με αυτούς, όπου τούτο είναι αναγκαίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 2 έως και 4 του ν.2928/2001 (Α΄- 141).  Ως αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών για την εφαρμογή των ως άνω μέτρων προστασίας του παρόντος άρθρου νοείται ο εισαγγελικός λειτουργός του άρθρου 3».
8. Η παρ. 2 του άρθρου 6 του ν.2713/1999, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 2 του ν.3103/2003 (Α΄- 23), αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Στις περιπτώσεις που ενεργείται προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση για εγκλήματα του παρόντος νόμου δεν ισχύει το φορολογικό απόρρητο, το δε τραπεζικό και χρηματιστηριακό απόρρητο αίρεται με σχετική διάταξη του αρμόδιου εισαγγελικού λειτουργού του άρθρου 3, αν κριθεί ότι η άρση επιβάλλεται από τις ανάγκες της έρευνας».
9. Στους γενικούς ανακριτικούς υπαλλήλους του άρθρου 33 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. περιλαμβάνονται και οι αξιωματικοί ειδικών καθηκόντων της Ελληνικής Αστυνομίας, πλην των υγειονομικών, αστυκτηνιάτρων και ιερέων.

Άρθρο 6
Διάθεση κατασχεμένων οχημάτων στις αστυνομικές αρχές
1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη μπορεί να διατίθενται στις αστυνομικές αρχές και Υπηρεσίες του Λιμενικού Σώματος- Ελληνικής Ακτοφυλακής, για κάλυψη των αναγκών τους, χερσαία, πλωτά και εναέρια μεταφορικά μέσα που έχουν κατασχεθεί ως αντικείμενα λαθρεμπορίας, ως μέσα μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών, λαθρεμπορευμάτων ή παράνομων μεταναστών και ως μέσα παράνομης διακίνησης όπλων ή αρχαιοτήτων, εφόσον παρέλθουν τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία κατάσχεσής τους και στο διάστημα αυτό δεν έχει εκδοθεί ή δεν έγινε αμετάκλητο βούλευμα ή απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου για την άρση της κατάσχεσης και την απόδοση των μέσων αυτών στους ιδιοκτήτες τους.
2. Αν μετά τη διάθεση του μέσου που κατασχέθηκε διαπιστωθεί ότι το μέσο δεν είναι κατάλληλο για τις ανάγκες της Υπηρεσίας ή διαταχθεί αμετακλήτως με βούλευμα ή δικαστική απόφαση η απόδοσή του στον ιδιοκτήτη του εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 12 του άρθρου 177 του ν.2960/2001 (Α΄- 265), όπως ισχύει κάθε φορά.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 7
Σύσταση θέσεων επιστημονικού προσωπικού
Στην Ελληνική Αστυνομία συνιστώνται πέντε (5) οργανικές θέσεις ειδικού  επιστημονικού προσωπικού, διαφόρων ειδικοτήτων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, που έχουν τα γενικά προσόντα διορισμού των δημοσίων υπαλλήλων και τα ειδικότερα προσόντα της παρ. 2 του άρθρου 25 του ν.1943/1991(Α΄ – 50). Η πρόσληψη του προσωπικού αυτού γίνεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη, ύστερα από πρόταση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, με σύμβαση διάρκειας μέχρι τριών (3) ετών, η οποία μπορεί να ανανεώνεται με την ίδια διαδικασία. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται και οι αποδοχές του εν λόγω προσωπικού. Οι  ως άνω θέσεις κατανέμονται σε μεγάλες οργανικές μονάδες της Ελληνικής Αστυνομίας, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

Άρθρο 8
Ιθαγένεια κατατασσομένων στην Ελληνική Αστυνομία

1. Στο άρθρο 27 του ν.1481/1984 (Α΄- 152) προστίθεται παρ. 6 ως ακολούθως :
«6. Οι ομογενείς που κατατάσσονται στην Ελληνική Αστυνομία αποκτούν αυτοδικαίως την Ελληνική ιθαγένεια από την εισαγωγή τους στις Αστυνομικές Σχολές ή από την κατάταξή τους».
2. Οι ομογενείς που υπηρετούν στην Ελληνική Αστυνομία αποκτούν αυτοδικαίως την Ελληνική Ιθαγένεια από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

Άρθρο 9
Κριτήρια πρόσληψης Ειδικών Φρουρών
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 2734/1999 (Α΄ – 161), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του δευτέρου άρθρου του ν.3547/2007 (Α΄ – 67), αντικαθίσταται ως εξής :
«Κριτήρια πρόσληψης αποτελούν ο γενικός βαθμός απολυτηρίου Λυκείου, η γνώση ξένης γλώσσας, η εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων, κατά προτίμηση ως εφέδρων αξιωματικών ή σε ειδικές δυνάμεις των Ενόπλων Δυνάμεων ή στην Προεδρική Φρουρά ή ως εθελοντών πενταετούς υποχρέωσης, η κατοχή άδειας ικανότητας οδηγού μοτοποδηλάτου ή μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου, η κατοχή πτυχίου δημοσίου Ι.Ε.Κ., ειδικότητας «Στέλεχος Υπηρεσιών Ασφαλείας» και η υπαγωγή στις διατάξεις των εδαφίων α΄ και ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 42 του ν.1481/1084 (Α΄- 152), όπως εκάστοτε ισχύουν».

Άρθρο 10
Μόνιμη διαθεσιμότητα αστυνομικών
Το άρθρο 3 του ν.δ.330/1947 (Α΄- 84) καταργείται και το άρθρο 4 του ίδιου ν.δ. αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 4
Στην κατάσταση της μόνιμης διαθεσιμότητας τίθενται οι αστυνομικοί που κατέστησαν ανίκανοι για εκτέλεση υπηρεσίας, συνεπεία τραυμάτων ή παθήσεων από τραύματα, ένεκα της υπηρεσίας ή κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή ένεκα ταύτης, ύστερα από γνωμάτευση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής».

Άρθρο 11
Ειδικός Λογαριασμός Αρωγής

1. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 του ν.2168/1993 (Α΄- 147), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 11 του ν.3103/2003 (Α΄- 23) και συμπληρώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν.3181/2003 (Α΄ – 218), αντικαθίσταται  ως εξής :
«Μέτοχοι του Λογαριασμού είναι υποχρεωτικά όλοι οι εν ενεργεία αστυνομικοί, οι συνοριακοί φύλακες και οι ειδικοί φρουροί, οι οποίοι, εφόσον επιθυμούν, παραμένουν μέτοχοι και μετά την έξοδό τους από την υπηρεσία, λόγω συνταξιοδότησης, για δέκα (10) έτη, με τη συμπλήρωση των οποίων διαγράφονται αυτοδικαίως».
2. Στην παρ. 4 του άρθρου 31 του ν.2168/1993 προστίθεται εδάφιο στ΄, ως εξής:
«στ. Σε θάνατο συζύγου ή τέκνου μετόχου».

Άρθρο 12
Ομάδες Αναγνώρισης Θυμάτων Καταστροφών
1. Οι Ομάδες Αναγνώρισης Θυμάτων Καταστροφών, που προβλέπονται από το άρθρο 23 του ν.3448/2006 (Α΄- 57), συγκροτούνται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, λειτουργούν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Αστυνομίας και η διοίκησή τους ανατίθεται σε ανώτερο αξιωματικό της.
2. Όπου στις διατάξεις του άρθρου 23 του ν.3448/2006 αναφέρεται Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Δημόσιας Τάξης ή Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας νοείται ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη και η Ελληνική Αστυνομία, αντίστοιχα. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του προαναφερόμενου άρθρου καταργείται.

Άρθρο 13
Συμπλήρωση διατάξεων άρθρων 7 του ν.1339/1983 και 3 ν.3812/2009

1. Το εδάφιο η) του άρθρου 3 του ν.3812/2009 (Α΄- 234) αντικαθίσταται, από την έναρξη ισχύος του,  ως εξής :
«η) Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν.1339/1983 (Α΄- 35), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 5 του ν.2452/1996 (Α΄- 283) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 11 του ν.2713/1999 (Α΄- 89)».
2. Στην έννοια του πυροσβεστικού υπαλλήλου, που αναφέρεται στις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν.1339/1983, όπως ισχύει κάθε φορά, περιλαμβάνεται και ο πυροσβεστικός υπάλληλος εποχιακής απασχόλησης, που προσλαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ.123/2003 (Α΄- 108), όπως τροποποιήθηκε με το π.δ.121/2007 (Α΄- 155). Η  προβλεπόμενη διετής προθεσμία για την υποβολή αίτησης πρόσληψης από τα δικαιούμενα πρόσωπα που εμπίπτουν στην παρούσα διάταξη αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

Άρθρο 14
Ταυτότητα εποχικών πυροσβεστών
1. Το πυροσβεστικό προσωπικό εποχιακής απασχόλησης, που προβλέπεται από τις διατάξεις των  παρ.5 και 7 του άρθρου 3 του ν.2612/1998 (Α΄- 112),  εφοδιάζεται, κατά το χρόνο ισχύος της σύμβασής του, με ειδικό δελτίο ταυτότητας, το οποίο χρησιμοποιείται μόνο για την απόδειξη της ιδιότητάς του και δεν υποκαθιστά το αστυνομικό δελτίο ταυτότητάς του.
2. Ο τύπος του ειδικού δελτίου ταυτότητας, τα διαλαμβανόμενα σ΄ αυτό στοιχεία, τα απαιτούμενα για την έκδοσή του δικαιολογητικά, το εκδίδον όργανο, η διαδικασία παράδοσης και παραλαβής του και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη.

Άρθρο 15
Επικουρικοί Πυροσβέστες
1. Στο Πυροσβεστικό Σώμα συνιστάται ιδιαίτερη κατηγορία προσωπικού, με την ονομασία «Επικουρικοί  Πυροσβέστες», οι οποίοι καταλαμβάνουν επί θητεία οργανικές θέσεις. Με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη συνιστώνται, αυξάνονται ή μειώνονται οι θέσεις των Επικουρικών Πυροσβεστών, με αντίστοιχη μείωση ή αύξηση των θέσεων των Πυροσβεστών.
2. Ως Επικουρικοί Πυροσβέστες προσλαμβάνονται με σχέση δημοσίου δικαίου επί 5ετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεώνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, Έλληνες πολίτες, με σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων (μόρια), οι οποίοι έχουν τουλάχιστον απολυτήριο Γυμνασίου και δεν έχουν υπερβεί το 29ο έτος της ηλικίας τους. Για τον υπολογισμό της ηλικίας, ως ημερομηνία γέννησης θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου του έτους γέννησης. Για τα κωλύματα, τα λοιπά προσόντα και τις προϋποθέσεις πρόσληψης, καθώς και τη διαπίστωση αυτών,  έχουν εφαρμογή οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την κατάταξη ιδιωτών στο Πυροσβεστικό Σώμα, πλην αυτών που αναφέρονται στις γραπτές εξετάσεις και την προφορική συνέντευξη.
3. Κριτήρια πρόσληψης αποτελούν ο βαθμός του απολυτηρίου τίτλου Γυμνασίου, η κατοχή άδειας ικανότητας μοτοσικλέτας, η επαγγελματική άδεια οδήγησης αυτοκινήτου Γ΄ κατηγορίας και άνω, η εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων κατά προτίμηση ως έφεδροι αξιωματικοί ή σε ειδικές δυνάμεις ή στην προεδρική φρουρά ή ως εθελοντές πενταετούς υποχρέωσης, ο χρόνος  προϋπηρεσίας ως εποχικού πυροσβέστη ή εποχιακού εργατοτεχνικού προσωπικού (άρθρο 30 παρ. 20 ν.2538/1997, Α΄- 242) και η υπαγωγή στις διατάξεις των εδαφίων α΄ και ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 42 του ν.1481/1984 (Α΄- 152), όπως ισχύει σήμερα. Ο αριθμός των μορίων ανά κριτήριο, τα λοιπά απαιτούμενα προσόντα και ο τρόπος διαπίστωσής τους, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, η προκήρυξη των θέσεων, η διαδικασία πρόσληψης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη.
4. Κατ΄ εξαίρεση, ως Επικουρικοί Πυροσβέστες μπορούν επίσης να προσληφθούν εφόσον  δεν έχουν υπερβεί το 45ο έτος της ηλικίας τους : α) εποχικοί πυροσβέστες που είχαν την ιδιότητα αυτή κατά τις αντιπυρικές περιόδους 2008 έως και 2010 και β) το εποχιακό εργατοτεχνικό προσωπικό που προσελήφθη για την εκτέλεση προγραμμάτων αντιπυρικής προστασίας της χώρας σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 20 του ν.2538/1997. Το ανώτατο όριο ηλικίας των ανωτέρω εποχικών πυροσβεστών αυξάνεται μέχρι και του 49ου έτους, εφόσον για κάθε επιπλέον έτος ηλικίας έχουν εργασθεί σε μία αντιπυρική περίοδο, πέραν των προαναφερομένων. Για την πρόσληψη αυτών δεν απαιτείται όριο αναστήματος, ούτε η υποβολή τους  σε αθλητικές και ψυχοτεχνικές δοκιμασίες, για τη διαπίστωση δε της σωματικής ικανότητας και υγείας τους εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους εν ενεργεία Πυροσβέστες. Οι κυρωμένοι πίνακες επιτυχόντων που αφορούν υποψηφίους εποχικούς πυροσβέστες ισχύουν για τρία έτη. Οι κενούμενες θέσεις εποχικών πυροσβεστών μεταφέρονται στο Πυροσβεστικό Σώμα ως θέσεις Πυροσβεστών. Για τη μεταφορά αυτή εκδίδεται διαπιστωτική απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη.
5. Για την πρόσληψη του προσωπικού αυτού συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη τριμελής επιτροπή, που αποτελείται από ένα αντιπρόεδρο ή νομικό σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που ορίζεται από τον πρόεδρο αυτού, έναν εκπρόσωπο του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού, που κληρώνεται μεταξύ των Συμβούλων αυτού και έναν Διευθυντή Διεύθυνσης των Κλάδων του Αρχηγείου του Πυροσβεστικού Σώματος, που κληρώνεται μεταξύ των Διευθυντών των εν λόγω Διευθύνσεων. Οι συνεδριάσεις της επιτροπής γίνονται στο Αρχηγείο του Πυροσβεστικού Σώματος και ως γραμματέας ορίζεται αξιωματικός του εν λόγω Σώματος.
6. Η ανανέωση της θητείας των Επικουρικών Πυροσβεστών, στην οποία περιλαμβάνεται και ο χρόνος εκπαίδευσης, γίνεται, μετά από αίτησή τους, η οποία  υποβάλλεται έξι τουλάχιστον μήνες πριν την συμπλήρωση της 5ετίας,  εφόσον κριθούν ικανοί από το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Κρίσεων Πυροσβεστών. Η κρίση του Συμβουλίου βασίζεται στις εκθέσεις ικανότητας που συντάσσονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 10 του παρόντος. Κατά την αξιολόγηση λαμβάνεται ιδίως υπόψη η βαθμολογία της εργατικότητας και υπηρεσιακής απόδοσης, της πειθαρχικότητας και της υγείας των υποψηφίων.  Δεν επιτρέπεται η ανανέωση της  θητείας Επικουρικού Πυροσβέστη, ο οποίος δεν έχει αξιολογηθεί έστω και σε μία από τις εκθέσεις ικανότητας με το γενικό χαρακτηρισμό τουλάχιστον «καλώς». Κατά των αρνητικών αποφάσεων επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του δευτεροβαθμίου Συμβουλίου. Με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη καθορίζεται η διαδικασία υποβολής της αίτησης ανανέωσης της θητείας και τα όργανα στα οποία υποβάλλεται, η προθεσμία άσκησης προσφυγής, τα όργανα και η διαδικασία ανανέωσης της θητείας ή της απόλυσης και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται και τα αντίστοιχα θέματα που αναφέρονται στην κατά την επόμενη παράγραφο ένταξη των Επικουρικών Πυροσβεστών στο μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό.
7. Επικουρικοί Πυροσβέστες, απόφοιτοι Λυκείου, οι οποίοι κατά το χρόνο πρόσληψής τους δεν είχαν υπερβεί το 35ο έτος της ηλικίας τους, μπορούν να ζητήσουν, αντί της ανανέωσης της θητείας τους,  να ενταχθούν στο μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό με το βαθμό του Πυροσβέστη, υπό τις προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου. Οι εντασσόμενοι καταλαμβάνουν οργανικές θέσεις Πυροσβεστών και τίθενται στο τέλος της επετηρίδας του βαθμού αυτού κατά το χρόνο ένταξης. Η μεταξύ τους αρχαιότητα καθορίζεται με βάση την ημερομηνία και τη σειρά αποφοίτησής τους από το οικείο κέντρο βασικής τους εκπαίδευσης. Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για το πυροσβεστικό προσωπικό εφαρμόζονται και για τους εντασσόμενους. Όπου στις διατάξεις αυτές προβλέπεται προαγωγή με βάση το χρόνο πραγματικής υπηρεσίας από την κατάταξη, ο χρόνος αυτός υπολογίζεται από την ημερομηνία πρόσληψής τους ως Επικουρικών Πυροσβεστών.
8. Οι Επικουρικοί Πυροσβέστες ασκούν κυρίως καθήκοντα δασοπυρόσβεσης, δασοπροστασίας και πυρασφάλειας.  Επίσης, δύνανται να διατίθενται επικουρικά και στην άσκηση των λοιπών καθηκόντων του πυροσβεστικού προσωπικού, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους φέρουν στολή  και κατάλληλο εξοπλισμό. Το ύφασμα της στολής και τα λοιπά είδη ιματισμού και υπόδησης χορηγούνται από το δημόσιο. Με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη καθορίζονται ο τύπος, το χρώμα και η σύνθεση της στολής, καθώς και τα αναγκαία ατομικά εφόδια που χορηγούνται στους Ειδικούς Πυροσβέστες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Για το χρόνο εργασίας και τις άδειες των Επικουρικών Πυροσβεστών εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις που ισχύουν για τους Πυροσβέστες.
9. Οι Επικουρικοί Πυροσβέστες, πριν την ανάληψη υπηρεσίας, υφίστανται κατάλληλη βασική εκπαίδευση για διάστημα τουλάχιστον δύο  μηνών. Ο τόπος, ο χρόνος και το είδος αυτής καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Μετά την αποφοίτησή τους, τοποθετούνται και μετατίθενται, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες, σε περιφερειακές υπηρεσίες του Πυροσβεστικού Σώματος,  με απόφαση του Αρχηγού του Σώματος.
10. Οι Επικουρικοί Πυροσβέστες δεν προάγονται βαθμολογικά. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους αξιολογούνται για τα ουσιαστικά τους προσόντα και συντάσσονται εκθέσεις ικανότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αξιολόγηση των προσόντων των Πυροσβεστών.
11. Οι Επικουρικοί Πυροσβέστες εφοδιάζονται με ειδικό δελτίο ταυτότητας, ο τύπος του οποίου καθορίζεται με απόφαση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος.
12. Στους Επικουρικούς Πυροσβέστες εφαρμόζονται οι πειθαρχικές διατάξεις που ισχύουν για τους Πυροσβέστες, με τη διαφορά ότι αντί της απόταξης επιβάλλεται σ΄ αυτούς η ποινή της απόλυσης, η οποία εκτελείται από το όργανο που είναι αρμόδιο για την πρόσληψή του.
13. Οι Επικουρικοί Πυροσβέστες απολύονται επίσης από την υπηρεσία στις εξής περιπτώσεις :
α. Αν αποτύχουν  στη βασική τους εκπαίδευση.
β. Ύστερα από αίτησή τους, εφόσον έχουν συμπληρώσει ένα έτος υπηρεσίας από την πρόσληψή τους.
γ. Με τη λήξη της 5ετούς θητείας, εφόσον δεν υποβάλουν αίτηση ανανέωσής της ή ένταξή τους στο μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό ή δεν κρίνονται ικανοί προς τούτο.
δ. Για λόγους υγείας, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για τους Πυροσβέστες.
14. Για τα οικονομικά των Επικουρικών Πυροσβεστών εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν.2622/1998 (Α΄- 183), όπως ισχύει σήμερα. Όπου στις διατάξεις αυτές αναφέρονται «Συνοριακοί Φύλακες», «δόκιμος αστυφύλακας», «Αρχηγός Ελληνικής Αστυνομίας», «Υπαστυνόμος Β΄» και «αστυνομικό προσωπικό» νοούνται «Επικουρικοί Πυροσβέστες», «δόκιμος πυροσβέστης», «Αρχηγός Πυροσβεστικού Σώματος», «Ανθυποπυραγός» και «πυροσβέστες», αντίστοιχα.
15. Οι Επικουρικοί Πυροσβέστες ασφαλίζονται για σύνταξη και υγειονομική περίθαλψη στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Το προσωπικό αυτό υπάγεται και στην ασφάλιση των ταμείων επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας του πυροσβεστικού προσωπικού, με τους όρους και  τις προϋποθέσεις που ισχύουν για το προσωπικό αυτό.
16. Οι Επικουρικοί Πυροσβέστες μόνιμοι ή επί θητεία, τίθενται σε κατάσταση υπηρεσίας γραφείου, εφόσον κρίνονται σωματικά ανίκανοι για την εκτέλεση άλλης υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για το πυροσβεστικό προσωπικό.
17. Οι Επικουρικοί Πυροσβέστες μόνιμοι ή επί θητεία τίθενται σε κατάσταση μόνιμης διαθεσιμότητας, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που καθορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν για το πυροσβεστικό προσωπικό. Όσοι τίθενται στην κατάσταση αυτή, εξελίσσονται μισθολογικά μέχρι την εξάντληση της μισθολογικής κλίμακας.
18. Για τα θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του παρόντος και των κατ΄ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδομένων κανονιστικών πράξεων, εφαρμόζονται ανάλογα οι αντίστοιχες διατάξεις που ισχύουν για τους Πυροσβέστες.

Άρθρο 16
Ενίσχυση παθόντων κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας
1. Το μηνιαίο επίδομα που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν.3554/2007 (Α΄- 80) επεκτείνεται και στο προσωπικό του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής και αναπροσαρμόζεται στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300 €) μηνιαίως.
2. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 10 του άρθρου 30 του ν.3731/2008 (Α΄- 263) προστίθεται εδάφιο ως εξής :
«Αν ο τραυματισμός κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης απαιτεί μακροχρόνια νοσηλεία, σύμφωνα με αιτιολογημένη γνωμάτευση της Ανωτάτης Υγειονομικής Επιτροπής της Ελληνικής Αστυνομίας, ή προκάλεσε αναπηρία τουλάχιστον 80% στον παθόντα, το Δημόσιο καλύπτει τα ως άνω έξοδα ταξιδιού και διαμονής σε ένα μέλος της οικογένειάς του για όσο χρόνο ο παθών νοσηλεύεται σε νοσηλευτικό ίδρυμα στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή».

Άρθρο 17
Άδεια εργασίας σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος
Στο άρθρο 12 του ν.1481/1984 (Α΄ – 152), μετά την παρ. 2 προστίθεται παράγραφος 2α  ως εξής :
«2.α. Για την εργασία με οποιαδήποτε ιδιότητα στα καταστήματα των κέντρων διασκεδάσεως, μπαρ, καφετεριών, αμιγών αιθουσών διενέργειας τεχνικών παιγνίων καθώς και στα λοιπά καταστήματα, στα οποία διενεργούνται τεχνικά παίγνια απαιτείται άδεια της αστυνομικής αρχής. Οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία χορήγησης και ανάκλησης της αστυνομικής άδειας καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα το οποίο εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Όσοι απασχολούν προσωπικό χωρίς την προαναφερόμενη άδεια εργασίας τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι ένα (1) έτος, οι δε εργαζόμενοι χωρίς την άδεια αυτή με κράτηση ή πρόστιμο».

Άρθρο 18
Υπηρεσιακό Συμβούλιο υπαλλήλων Γ. Γ. Πολιτικής Προστασίας
Στην αρμοδιότητα του Υπηρεσιακού Συμβουλίου των πολιτικών υπαλλήλων της Ελληνικής Αστυνομίας υπάγονται κατά το τρέχον έτος και οι  πολιτικοί υπάλληλοι της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, η οποία υπήχθη στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη με το π.δ.184/2009 (Α΄- 213).

Άρθρο 19
Ενσωμάτωση της Ελληνικής Αγροφυλακής στη Δασική Υπηρεσία

1. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργούνται η ιδρυθείσα  με το ν.3585/2007 (Α΄ -148) Ελληνική Αγροφυλακή με τις Υπηρεσίες της σε όλη τη Χώρα.  Οι οργανικές θέσεις όλων των κατηγοριών του προσωπικού της καταργούνται με την ολοκλήρωση των διαδικασιών μετάταξης που καθορίζονται στα επόμενα άρθρα.  Μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών μετάταξης και την μεταφορά των πιστώσεων συνεχίζουν να εκτελούν τα καθήκοντα βάσει των διατάξεων του ν.3585/2007.
2. Οι αρμοδιότητες των παρ. 1 και 2γ΄ του άρθρου 3 του ν.3585/2007 μεταφέρονται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και ασκούνται από τις περιφερειακές δασικές υπηρεσίες. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής καθορίζεται ο τρόπος ενσωμάτωσης και εφαρμογής των αρμοδιοτήτων από τις δασικές υπηρεσίες και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
3. Το μόνιμο προσωπικό της Αγροφυλακής, που υπηρετεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος στις περιφερειακές Υπηρεσίες και στην Αγρονομική Ακαδημία της Ελληνικής Αγροφυλακής, μετατάσσεται στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις του κράτους για τη στελέχωση των  Περιφερειακών Δασικών Υπηρεσιών, τοποθετείται δε ανάλογα με τα προσόντα και τις υπηρεσιακές ανάγκες, με πράξη του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στην εγγύτερη, στον τόπο διαμονής του, Δασική Υπηρεσία. To προσωπικό που υπηρετεί στο Αρχηγείο Ελληνικής Αγροφυλακής μετατάσσεται και τοποθετείται ανάλογα με τα προσόντα και τις υπηρεσιακές ανάγκες στην Ειδική Γραμματεία Δασών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, με απόφαση του Υπουργού ΠΕΚΑ. Κατ΄ εξαίρεση, το προσωπικό που είχε μεταταχθεί στην Ελληνική Αγροφυλακή από το πολιτικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας ή είχε μεταφερθεί σε αυτήν από την πρώην Διεύθυνση Αγροφυλακής του πρώην Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, μπορεί να ζητήσει τη μετάταξή  του στις Υπηρεσίες από τις οποίες προέρχονταν και αν δεν υπάρχουν οι Υπηρεσίες αυτές, σε κενές οργανικές θέσεις του πολιτικού προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, ανάλογα με τα προσόντα του. Η μετάταξη γίνεται, εφόσον, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία είκοσι (20) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ζητήσει με αίτησή του τη μετάταξή του. Όσοι από το προαναφερόμενο προσωπικό δηλώσουν ότι δεν επιθυμούν τη μετάταξή τους, καθώς και όσοι, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, δεν υποβάλουν σχετική αίτηση μετάταξης,  λογίζεται ότι έχουν υποβάλει αίτηση παραίτησης. Σε  διάστημα τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και με ευθύνη των υπηρεσιών στις οποίες μετατάσσονται, οι μετατασσόμενοι εκπαιδεύονται στα καθήκοντα των αρμοδιοτήτων των υπηρεσιών. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής είναι δυνατή η διάθεση του μετατασσόμενου προσωπικού για την κάλυψη αναγκών των φορέων του άρθρου 15 του ν. 2742/1999, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 13 του ν. 3044/2002. Με όμοια απόφαση καθορίζονται η διαδικασία διάθεσης καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου.
4. Οι μετατασσόμενοι, σύμφωνα με την παρ. 3 του παρόντος,  αποτελούν εφεξής πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους των Περιφερειακών Δασικών Υπηρεσιών που υπάγονται στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις και του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής αντίστοιχα, και καταλαμβάνουν, ανάλογα με τα τυπικά τους προσόντα και κατά την κρίση του αρμόδιου οργάνου, ισάριθμες κενές οργανικές θέσεις ή στην περίπτωση που τα τυπικά τους προσόντα δεν ανταποκρίνονται στις θέσεις που προβλέπονται στους οργανισμούς των Υπηρεσιών που μετατάσσονται, καταλαμβάνουν προσωποπαγείς θέσεις που δημιουργούνται με την απόφαση μετάταξης. ΄Οσοι καταλαμβάνουν προσωποπαγείς θέσεις και εφόσον διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα μπορούν να καταλάβουν θέσεις που θα συστηθούν στο μέλλον με αντίστοιχη κατάργηση των προσωποπαγών θέσεων.  Η τοποθέτηση γίνεται μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας της παρ. 3.
5. Τα προβλεπόμενα από το άρθρο 47 του ν.3585/2007 καθήκοντα ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου, καθώς και τα καθήκοντα δημοσίου κατηγόρου, σύμφωνα με το άρθρο 46 του ιδίου ως άνω νόμου καθώς και τα προβλεπόμενα από το άρθρο 293 του π.δ. 86/1969 (ΦΕΚ 7 Α), ασκούνται από τη δημοσίευση του παρόντος από το σύνολο του δασικού προσωπικού των Κεντρικών και Περιφερειακών Δασικών Υπηρεσιών μετά απόφαση του αρμοδίου οργάνου που ορίζει ποιο από το προσωπικό των δασικών υπηρεσιών τα ασκεί. Όσοι από το μετατασσόμενο προσωπικό ασκούσαν τα παραπάνω καθήκοντα συνεχίζουν να τα ασκούν για τυχόν εκκρεμείς υποθέσεις ανεξάρτητα από το εάν έχουν εκδοθεί  οι αποφάσεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο.
6. Οι ως άνω μετατασσόμενοι υποχρεούνται να επιλέξουν, με την αίτηση μετάταξής τους, είτε να διατηρήσουν την ασφάλισή τους στους επικουρικούς ασφαλιστικούς τους φορείς, είτε να ασφαλισθούν στους αντίστοιχους φορείς ασφάλισης του προσωπικού της νέας τους Υπηρεσίας.
7. Η θητεία του Αρχηγού και των Αγρονομικών Διευθυντών της Ελληνικής Αγροφυλακής, που διορίσθηκαν με διετή θητεία, λήγει αυτοδικαίως με την πάροδο σαράντα (40) ημερών από  την  έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
8. Αν από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου για το προσωπικό που μετατάσσεται στις Υπηρεσίες του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και τις Περιφερειακές Δασικές Υπηρεσίες προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μικρότερες από αυτές που ελάμβανε πριν την μετάταξή του, η προκύπτουσα  διαφορά διατηρείται ως προσωπική, μειούμενη από τη μελλοντική χορήγηση οποιασδήποτε οικονομικής παροχής.
9. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη μεταφέρονται οι προβλεπόμενες από τον εκτελούμενο, μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, προϋπολογισμό του Ειδικού Φορέα «Ελληνική Αγροφυλακή» πιστώσεις για το προσωπικό, τις προμήθειες και λοιπές δαπάνες για τη λειτουργία των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αγροφυλακής στον προϋπολογισμό εξόδων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (Ε.Φ 31-130).
10. Κάθε μορφής υλικό και εξοπλισμός της Ελληνικής Αγροφυλακής περιέρχονται στις οικείες Περιφερειακές Δασικές Υπηρεσίες. Ο τρόπος διάθεσης και κατανομής γίνεται με απόφαση του οικείου Διευθυντή Δασών, λαμβάνοντας υπόψη και τον αριθμό των μετατασσομένων. Η ακίνητη περιουσία της Αγροφυλακής περιέρχεται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Ο υλικοτεχνικός εξοπλισμός του καταργούμενου Αρχηγείου Ελληνικής Αγροφυλακής περιέρχεται στην Ειδική Γραμματεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Τα αρχεία των Υπηρεσιών της Αγροφυλακής που δεν αφορούν το προσωπικό ή τις μεταφερόμενες αρμοδιότητες παραμένουν στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.  Ο οπλισμός περιέρχεται στα οικεία Αστυνομικά Τμήματα.
11. Από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καταργείται ο ν.3585/2007 με την επιφύλαξη των όσων σχετίζονται με την εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων.

Άρθρο 20
Έναρξη ισχύος

Η ισχύς  του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



 

 

 

 

 

 

 Επιστροφή  Κορυφή σελίδας

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η με οποιονδήποτε τρόπο αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου της εφημερίδας, χωρίς την γραπτή άδεια του εκδότη. Κάθε δημόσια αναφορά στο περιεχόμενο της συνεπάγεται και αναφορά του ονόματός της, όπως η δημοσιογραφική δεοντολογία επιτάσσει.

 

 

[Αρχική σελίδα]  [Αγορά Εργασίας]  [Επιχειρηματικότητα]  [Προσλήψεις στο Δημόσιο]  [Εκπαίδευση]  [Σεμινάρια]  [Νομοθεσία]  [Βιβλία]
Διεύθυνση: Λ. Ριανκούρ 73, 11524 Αθήνα, email: info@proslipsis.gr , Τηλ: 6949244434
©  2004-2021  proslipsis.gr, All rights reserved