Αθήνα 14.7.2013, 23:2
Το σχέδιου νόμου του υπουργείου Ανάπτυξης "Κανόνες ρύθμισης της αγοράς προϊόντων και της παροχής υπηρεσιών, όπου περιλαμβάνεται και η επίμαχη ρύθμιση για τη λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές, παρουσιάζει η Proslipsis.
* Ακολουθεί το σχέδιο νόμου και η αιτιολογική έκθεση.
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΚΑΝΟΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής Με τον παρόντα νόμο ορίζονται κανόνες για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που διακινούνται, διατίθενται και παρέχονται στην ελληνική αγορά, από οικονομικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στο στεγασμένο, υπαίθριο (πλανόδιο και στάσιμο) και από απόσταση εμπόριο. Για συναλλαγές που αφορούν σε προϊόντα και υπηρεσίες από απόσταση, όπως το ηλεκτρονικό εμπόριο και άλλες μορφές, εφαρμόζονται επιπλέον οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2251/1994 (A΄191). Τα οριζόμενα ισχύουν με την επιφύλαξη ειδικότερων ρυθμίσεων που απορρέουν από την εθνική ή ενωσιακή νομοθεσία. Από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου εξαιρούνται οι επιστημονικές υπηρεσίες που παρέχονται από τους ελεύθερους επαγγελματίες που προβλέπονται στο άρθρο 48 παρ. 1 του ν. 2238/1994 (Α’ 151), καθώς και κάθε υπηρεσία τραπεζικής, πιστωτικής, ασφαλιστικής ή επενδυτικής φύσεως ή σχετική με ατομικές συντάξεις ή με πληρωμές.
Άρθρο 2 Ορισμοί Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: α) «Προϊόν»: κάθε προϊόν βιομηχανικής κατασκευής, κάθε χημικό προϊόν και κάθε προϊόν που συνιστά τρόφιμο. β) «Προσυσκευασμένο προϊόν»: κάθε προϊόν που έχει τοποθετηθεί σε συσκευασία οποιασδήποτε φύσεως, χωρίς την παρουσία του αγοραστή και με τρόπο που το περιεχόμενο της συσκευασίας δεν μπορεί να μεταβληθεί χωρίς φανερό άνοιγμα ή αλλοίωσή της. γ) «Προϊόν εναρμονισμένου τομέα»: κάθε μη εδώδιμο βιομηχανικό προϊόν, του οποίου οι προδιαγραφές και οι όροι εμπορίας καθορίζονται από κοινοτική νομοθεσία εναρμόνισης. δ) «Ανακαινισμένα ή μεταχειρισμένα ή μετασκευασμένα προϊόντα»: τα προϊόντα που μετά την αρχική τους πώληση έχουν υποστεί ανακαίνιση ή μετασκευή και πωλούνται εκ νέου. ε) «Χημικά προϊόντα»: αα) Ουσία: ένα χημικό στοιχείο και οι ενώσεις του σε φυσική κατάσταση, όπως λαμβάνονται από οποιαδήποτε διεργασία παρασκευής, συμπεριλαμβανομένου κάθε πρόσθετου που είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της σταθερότητας της και κάθε πρόσμειξης που προέρχεται από τη χρησιμοποιούμενη διεργασία, αποκλειόμενου κάθε διαλύτη που μπορεί να διαχωρισθεί, χωρίς να επηρεάσει τη σταθερότητα της ουσίας ή μεταβάλει τη σύνθεσή της. ββ) Μείγμα: ένα μείγμα ή διάλυμα που αποτελείται από δύο ή περισσότερες ουσίες. γγ) Αντικείμενο: αντικείμενο, το οποίο κατά τη διαδικασία παραγωγής αποκτά ειδικό σχήμα, επιφάνεια ή σχεδιασμό που καθορίζει τη χρηστική λειτουργία του σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι η χημική του σύνθεση. στ) «Τρόφιμα» (ή «είδη διατροφής»): ουσίες ή προϊόντα, είτε αυτά έχουν υποστεί πλήρη ή μερική επεξεργασία είτε όχι, τα οποία προορίζονται για βρώση από τον άνθρωπο ή αναμένεται ευλόγως ότι θα χρησιμεύσουν για τον σκοπό αυτόν. ζ) «Επισήμανση τροφίμων»: οι μνείες, ενδείξεις, εμπορικά ή βιομηχανικά σήματα, εμπορικές ονομασίες, εικόνες ή σύμβολα που αναφέρονται σε ένα τρόφιμο και φέρονται σε κάθε συσκευασία, έγγραφο, πινακίδα, ετικέτα, δακτύλιο ή περιλαίμιο που συνοδεύουν ή αναφέρονται στο τρόφιμο αυτό. η) «Προσυσκευασμένο τρόφιμο»: η μονάδα πωλήσεως που προορίζεται να παρουσιασθεί ως έχει στον τελικό καταναλωτή και στις μονάδες ομαδικής εστίασης και που αποτελείται από ένα τρόφιμο και τη συσκευασία, μέσα στην οποία έχει τροποποιηθεί πριν από την προσφορά του προς πώληση, εφ’ όσον η συσκευασία αυτή το καλύπτει ολικά ή μερικά, αλλά κατά τρόπο που να μην είναι δυνατόν να τροποποιηθεί το περιεχόμενο, χωρίς να ανοιχτεί ή ένα τροποποιηθεί η συσκευασία. θ) «Υπηρεσία»: κάθε μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα που παρέχεται κατά κανόνα έναντι αμοιβής από επιχείρηση ή φυσικό πρόσωπο. ι) «Ηλεκτρονική υπηρεσία»: οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών. Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, νοείται με τον όρο: αα) Εξ αποστάσεως: υπηρεσία που παρέχεται χωρίς τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι ταυτόχρονα παρόντα. ββ) Με ηλεκτρονικά μέσα: υπηρεσία που παρέχεται στην αφετηρία της και γίνεται αποδεκτή στον προορισμό της μέσω εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης, ή αποθήκευσης δεδομένων και η οποία παρέχεται, διαβιβάζεται και λαμβάνεται εξ ολοκλήρου μέσω τηλεφωνικής γραμμής, ραδιοφωνικής μετάδοσης, οπτικής ίνας ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα. γγ) Κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών: υπηρεσία που παρέχεται με μετάδοση δεδομένων κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας. ια) «Εμπορικά έγγραφα»: έγγραφα με συγκεκριμένα στοιχεία μιας εμπορικής συναλλαγής, όπως εντολή ή παραγγελία, τιμολόγιο πώλησης ή απόδειξη παροχής υπηρεσιών, δελτίο αποστολής, πιστοποιητικό προέλευσης. ιβ) «Κατασκευαστής, παραγωγός, παρασκευαστής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατασκευάζει ή παράγει ή παρασκευάζει προϊόν ή που αναθέτει σε άλλους το σχεδιασμό ή την κατασκευή ή την παραγωγή ή την παρασκευή προϊόντος και διοχετεύει στην αγορά το προϊόν αυτό υπό την επωνυμία του ή το εμπορικό του σήμα. ιγ) «Παρασκευαστής τροφίμων»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που παρασκευάζει, επεξεργάζεται, συσκευάζει, εισάγει από το εξωτερικό, συντηρεί, διατηρεί ή διαθέτει στην κατανάλωση τρόφιμα. ιδ) «Εισαγωγέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ε.Ε. που διαθέτει προϊόν τρίτης χώρας στην κοινοτική αγορά. ιε) «Διανομέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην αλυσίδα εφοδιασμού, άλλο από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα, το οποίο καθιστά διαθέσιμο προϊόν στην αγορά. ιστ) «Διάθεση»: η θέση για πρώτη φορά σε κυκλοφορία προϊόντος ή υπηρεσίας. ιζ) «Υπεύθυνος διάθεσης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ελλάδα, το οποίο υπό την ιδιότητα του κατασκευαστή ή του εισαγωγέα ή του διανομέα διαθέτει προϊόν στην ελληνική αγορά. ιθ) «Λιανεμπορική επιχείρηση» ή «Λιανοπωλητής»: η επιχείρηση ή το πρόσωπο που καθιστά διαθέσιμο προϊόν στον τελικό καταναλωτή. κ) «Χονδρεμπορική επιχείρηση»: η επιχείρηση που προμηθεύεται προϊόντα από παραγωγούς ή παρασκευαστές και τα μεταπωλεί σε επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου. κα) «Ποιότητα»: το σύνολο των στοιχείων και χαρακτηριστικών ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, που προδιαγράφουν την ικανότητά του ή την ικανότητά της να ικανοποιήσει προδιαγεγραμμένες ανάγκες.
Άρθρο 3 Γενικές αρχές που διέπουν τη διακίνηση και εμπορία προϊόντων και υπηρεσιών Όποιος διακινεί προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες υποχρεούται να εξασφαλίζει την ορθή, έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση του καταναλωτή, η οποία μπορεί να επηρεάσει την αγοραστική του απόφαση, την ορθότητα της συναλλαγής, καθώς και όλους τους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας. Με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4 αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας εξειδικεύονται οι παραπάνω υποχρεώσεις καθώς και οι επιβαλλόμενες κυρώσεις.
Άρθρο 4 Ρυθμίσεις για τη διακίνηση και εμπορία προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών 1. Με αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας ρυθμίζονται τα επί μέρους ζητήματα για την εφαρμογή του παρόντος νόμου και ειδικότερα το είδος και το περιεχόμενο του προστατευτέου αγαθού, η παραβατική συμπεριφορά, η πράξη ή η παράλειψη που βλάπτει τον καταναλωτή, ο τρόπος προστασίας της αγοράς, οι κανόνες λειτουργίας της αγοράς, τα χαρακτηριστικά των προϊόντων, οι προϋποθέσεις λειτουργίας των διαφόρων καταστημάτων και επιχειρήσεων, οι κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης και κάθε άλλο θέμα που θα ανακύψει και σχετίζεται με την τήρηση των διατάξεων του παρόντος. 2. Οι αποφάσεις της παραγράφου 1 αποτελούν ενιαίο σύνολο με τον τίτλο: «Κανόνες Διακίνησης και Εμπορίας Προϊόντων και Παροχής Υπηρεσιών (Κανόνες ΔΙ.Ε.Π.Π.Υ)» και κωδικοποιούνται ανά πενταετία. 3. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, κατόπιν γνώμης της Επιτροπής Ανταγωνισμού και εφόσον αυτό επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, μπορεί να καθορίζονται για συγκεκριμένες περιπτώσεις ανώτατες τιμές πώλησης προϊόντων σε επίπεδο χονδρικής ή λιανικής και παροχής υπηρεσιών, όταν εξ αντικειμένου δεν είναι εφικτό να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός.
Άρθρο 5 Χορήγηση εντύπων οδηγιών Σε κάθε πώληση ο προμηθευτής οφείλει να παρέχει στον καταναλωτή γραπτώς στην ελληνική γλώσσα ή με σύμβολα διεθνώς καθιερωμένα σαφείς και πλήρεις οδηγίες για την ασφαλή χρήση, διατήρηση, συντήρηση και πλήρη αξιοποίηση του προϊόντος και ενημέρωση για τους κινδύνους κατά τη χρήση και διατήρησή του. Από την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται τα προϊόντα που είναι απλά κατά την κατασκευή, τη χρήση και τη συντήρησή τους, εφόσον για τα προϊόντα αυτά δεν παρέχονται από τον κατασκευαστή οδηγίες σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Άρθρο 6 Επισήμανση Τροφίμων 1. Τα προσυσκευασμένα τρόφιμα που διατίθενται ως έχουν στον τελικό καταναλωτή επισημαίνονται σύμφωνα με το άρθρο 11 του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών, όπως ισχύει, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων επισήμανσης που προβλέπονται από ειδικές ενωσιακές ή εθνικές διατάξεις που ισχύουν για συγκεκριμένα τρόφιμα, όπως επίσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις Προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) και Προϊόντα Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ). Για τη διασφάλιση του περιεχομένου των προσυσκευασμένων τροφίμων από οποιαδήποτε παρέμβαση, οι συσκευασίες πρέπει να είναι ασφαλισμένες από τον παραγωγό-συσκευαστή, έτσι ώστε οποιαδήποτε παρέμβαση στο περιεχόμενο να καθίσταται φανερή από την καταστροφή του συστήματος ασφαλείας ή χαρακτηριστικών στοιχείων επισήμανσης του παραγωγού-συσκευαστή. 2. Για τρόφιμα που δεν είναι προσυσκευασμένα και προσφέρονται στον τόπο λιανικής πώλησης για άμεση πώληση στον καταναλωτή ή σε μονάδες ομαδικής εστίασης, ως ελάχιστες ενδείξεις επί της πινακίδας ορίζονται: α) Η ονομασία πώλησης ή το είδος του τροφίμου. β) Η ποιότητα και η ποικιλία του είδους αυτού, εφόσον προβλέπονται από άλλες διατάξεις. γ) Η χώρα καταγωγής ή ο τόπος προέλευσης του τροφίμου. δ) Η τιμή ανά μονάδα μέτρησης, όπως αυτή καθορίζεται με τις αποφάσεις του άρθρου 4. 3. Τα λοιπά προϊόντα, πλην τροφίμων που διατίθενται για τελική κατανάλωση, πρέπει να φέρουν τις ενδείξεις του προϊόντος, κατασκευαστή ή παρασκευαστή ή παραγωγού, εισαγωγέα, διανομέα, υπεύθυνου διάθεσης.
Άρθρο 7 Τήρηση πινακίδων 1. Σε όλα τα προϊόντα που διατίθενται για κατανάλωση είτε εντός του καταστήματος είτε από υπαίθριους πωλητές τοποθετούνται πινακίδες λιανικής πώλησης με τις κάθε φορά απαιτούμενες ενδείξεις. 2. Η πινακίδα με τις απαιτούμενες ενδείξεις τοποθετείται επί ή στο σημείο του πωλούμενου προϊόντος και πρέπει να είναι άμεσα αντιληπτή και απόλυτα εμφανής στον καταναλωτή. Όλες οι ενδείξεις αναγράφονται υποχρεωτικά στην ελληνική γλώσσα, με ευδιάκριτα και ευανάγνωστα στοιχεία και με τέτοιο τρόπο, ώστε να καθίστανται άμεσα ορατές και αντιληπτές από τον καταναλωτή. Ειδικά η τελική τιμή πώλησης πρέπει να είναι με έντονη γραφή (bold). 3. Η πινακίδα που φέρει τις απαιτούμενες πληροφορίες δεν πρέπει να καταστρέφεται για οποιονδήποτε λόγο ούτε να παραποιούνται, αλλοιώνονται ή αφαιρούνται οι αναγραφόμενες σε αυτήν ενδείξεις. 4. Τα διατιθέμενα προϊόντα, προσυσκευασμένα ή μη, πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο διακριτό, ώστε η διαφοροποίηση κάθε είδους να γίνεται άμεσα αντιληπτή από τον καταναλωτή, με βάση τις αναγραφόμενες ενδείξεις στην αντίστοιχη πινακίδα.
Άρθρο 8 Κανόνες σχετικά με την ποσότητα προϊόντων 1. Η αγοραπωλησία όλων των προσυσκευασμένων προϊόντων γίνεται με βάση την καθαρή ποσότητα περιεχομένου. Στην καθαρή ποσότητα δεν συνυπολογίζονται τυχόν πρόσθετα μέσα συσκευασίας που περιέχονται στον κύριο περιέκτη. 2. Τα προϊόντα χύδην επιτρέπεται να πωλούνται σε μικτό βάρος υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τις αποφάσεις του άρθρου 4.
Άρθρο 9 Τήρηση τιμοκαταλόγου επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών 1. Επιχειρήσεις που παρέχουν κάθε μορφής υπηρεσίες προς τους πελάτες τους υποχρεούνται να αναρτούν σταθερά τιμοκατάλογο σε ορατό από τον πελάτη σημείο του καταστήματος ή γραφείου τους, στον οποίο αναγράφονται οι τιμές των υπηρεσιών που παρέχουν. 2. Οι ανωτέρω επιχειρήσεις υποχρεούνται να αναγράφουν στα τιμολόγια ή στις αποδείξεις (εκτός των αποδείξεων ταμειακών μηχανών) που εκδίδουν, ξεχωριστά για κάθε μία παρεχόμενη υπηρεσία την αντίστοιχη αμοιβή που εισπράττουν προ και μετά ΦΠΑ.
Άρθρο 10 Πρακτικές επικοινωνίας με τον καταναλωτή 1. Πρακτικές επικοινωνίας με σκοπό την ενημέρωση του καταναλωτή ή την προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών πρέπει να γίνονται με τρόπο τέτοιο, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να αντιληφθεί όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες πριν προβεί σε αγορά προϊόντος ή υπηρεσίας. 2. Κατά την πώληση προϊόντων και παροχή υπηρεσιών και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ΚΦΑΣ), του Ποινικού Κώδικα και του ν. 2523/1997 (Α΄179), ο καταναλωτής δεν υποχρεούται να καταβάλει το αντίτιμο, εάν δεν λάβει το νόμιμο παραστατικό στοιχείο, όπως αυτό ορίζεται στις οικείες διατάξεις. 3. Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου υπάγονται οι προωθητικές ενέργειες, οι εκπτώσεις και οι προσφορές και οι τιμοκατάλογοι παροχής υπηρεσιών. 4. Νέο αγαθό ή υπηρεσία θεωρείται εκείνο που διαφέρει ουσιωδώς από άλλο αγαθό ή υπηρεσία. Η διαφορά από άλλα προϊόντα που διαθέτει ή υπηρεσίες που παρέχει η επιχείρηση μπορεί να αφορά αθροιστικά ή διαζευκτικά τα ακόλουθα στοιχεία: α) τη σύνθεση παραγωγής ή παροχής β) το κόστος παραγωγής ή παροχής γ) την ποιότητα δ) τις ιδιότητες και ε) τη χρήση. Η αλλαγή της ονομασίας ή του κωδικού αριθμού περιγραφής, καθώς επίσης και η αλλαγή συσκευασίας αγαθού δεν χαρακτηρίζει το είδος ως νέο.
Άρθρο 11 Μέσα αποθήκευσης - Ψυγεία Κάθε τρόπος αποθήκευσης τροφίμων, συμπεριλαμβανομένης και της ψύξης ή κατάψυξης, γίνεται με τρόπο που εξασφαλίζει τους κανόνες υγιεινής και την προστασία του καταναλωτικού κοινού.
Άρθρο 12 Διάθεση και διακίνηση προϊόντων προς τον έμπορο Ο κάθε είδους προμηθευτής έχει την υποχρέωση να γνωστοποιεί τις τιμές πώλησης των προϊόντων του στον εκάστοτε ενδιαφερόμενο αγοραστή, εφόσον ζητηθεί, με κάθε πρόσφορο έγγραφο μέσο.
Άρθρο 13 Παραστατικά εμπορίας και διακίνησης Κατά τη διακίνηση και εμπορία προϊόντων ή την αποτίμηση παρεχόμενης υπηρεσίας εκδίδονται όλα τα νόμιμα παραστατικά. Στα εκδιδόμενα τιμολόγια αναγράφονται με ευκρινή στοιχεία όσα προβλέπονται στις κείμενες διατάξεις. Επίσης, αναγράφονται η συνολική ποσότητα και αξία, η ποιότητα, όπου αυτό επιβάλλεται από τις κείμενες διατάξεις, η προέλευση και η επωνυμία του είδους, εφόσον υπάρχει. Η χώρα προέλευσης, αν δεν προβλέπεται από άλλες διατάξεις, απαιτείται μόνο για προϊόντα που προέρχονται από χώρες εκτός Ε.Ε.
Άρθρο 14 Όργανα μέτρησης Όλα τα μη αυτόματα όργανα ζύγισης, καθώς και όλα τα λοιπά όργανα μέτρησης που υπόκεινται σε νόμιμο έλεγχο, συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της έγκρισης τύπου ΕΚ ή της εθνικής έγκρισης κυκλοφορίας αυτών. Τα μη αυτόματα όργανα ζύγισης συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της Κοινής Υπουργικής Απόφασης υπ’ αριθμ. Φ2-376/1993 (Β΄ 284), όπως κάθε φορά ισχύει, και τα λοιπά όργανα μέτρησης συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της Κοινής Υπουργικής Απόφασης υπ’ αριθμ. Φ2-1393/2007 (Β΄ 521), όπως κάθε φορά ισχύει.
Άρθρο 15 Εκπτώσεις - Προσφορές 1. Επιτρέπεται η πώληση εμπορευμάτων ή η παροχή υπηρεσιών με μειωμένες τιμές τέσσερις (4) φορές το χρόνο, ως εξής: α) Τακτικές εκπτώσεις αα) από τη δεύτερη Δευτέρα του Ιανουαρίου μέχρι το τέλος του Φεβρουαρίου και αβ) από τη δεύτερη Δευτέρα του Ιουλίου μέχρι το τέλος του Αυγούστου. β) Ενδιάμεσες εκπτωτικές περίοδοι βα) το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου και ββ) το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στις πωλήσεις αυτοκινήτων. 2. Τριάντα (30) ημέρες πριν από την έναρξη των τακτικών εκπτώσεων απαγορεύεται στους υπευθύνους των εμπορικών καταστημάτων να ανακοινώνουν προς το κοινό εκπτώσεις με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως με διαφήμιση, επιστολές ή ανάρτηση διαφημιστικών πινακίδων. 3. Κατά τη διάρκεια των εκπτώσεων της παραγράφου 1, πέραν της αναγραφής της παλαιάς και της νέας τιμής των αγαθών και υπηρεσιών που πωλούνται με έκπτωση, επιτρέπεται και η αναγραφή και η εμπορική επικοινωνία ποσοστού έκπτωσης. Σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο προσφορών επιτρέπεται αποκλειστικά και μόνον η ευκρινής αναγραφή της παλαιάς και της νέας τιμής των αγαθών ή των υπηρεσιών. 4. Επιτρέπονται οι προσφορές συγκεκριμένων προϊόντων ή προϊόντων ορισμένης κατηγορίας, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τις δέκα (10) συνεχόμενες ημέρες, εφόσον αναγράφονται ευκρινώς η παλαιά και η νέα τιμή των προϊόντων σε εμφανή σημεία του καταστήματος και οπωσδήποτε στα σημεία όπου εκτίθενται τα προσφερόμενα προϊόντα. Κατ’ εξαίρεση, το χρονικό διάστημα των προσφορών από εκθέσεις αυτοκινήτων δεν μπορεί να υπερβεί τις εξήντα (60) ημέρες. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στις προσφορές προϊόντων παντοπωλείου. 5. Σε κάθε περίπτωση απαγορεύεται η προσφορά ειδών, των οποίων η ποσότητα υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνόλου των ειδών που διαθέτει το κατάστημα. Ως είδος στο προηγούμενο εδάφιο νοείται ο κάθε κωδικός προϊόντος που πωλείται στην επιχείρηση. Νέα προσφορά του ίδιου προϊόντος δεν επιτρέπεται πριν παρέλθουν εξήντα (60) ημέρες από την προηγούμενη. 6. Ο υπεύθυνος κάθε εμπορικού καταστήματος οφείλει να ανακοινώνει με τηλεομοιοτυπία (fax) ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία (e-mail) στο Παρατηρητήριο Τιμών της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας τις προσφορές που προτίθεται να κάνει, τουλάχιστον μια (1) ημέρα πριν από την έναρξή τους. Στην ανακοίνωση αναφέρονται τα προσφερόμενα προϊόντα και η χρονική διάρκεια της προσφοράς. Την ίδια ανακοίνωση υποχρεούται να αναρτήσει στην ιστοσελίδα του καταστήματος στο διαδίκτυο και δύναται να κοινοποιήσει με κάθε πρόσφορο τρόπο στον οικείο Εμπορικό Σύλλογο. 7. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας καθορίζεται η χρονική περίοδος κατά την οποία τα εποχικά είδη μπορούν να προσφέρονται σε μειωμένη τιμή. Με όμοια απόφαση καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις χαρακτηρισμού των καταστημάτων πώλησης αποθεμάτων (stock) και των εκπτωτικών καταστημάτων (outlet), καθώς και η πώληση εμπορευμάτων από τα καταστήματα αυτά.
Άρθρο 16 Λειτουργία καταστημάτων τις Κυριακές 1. Επιτρέπεται προαιρετικά η λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων τις εξής Κυριακές: α) Την πρώτη Κυριακή κατά την έναρξη των χρονικών περιόδων της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση που η πρώτη Κυριακή συμπίπτει με επίσημη αργία, η δυνατότητα μετατίθεται την επόμενη Κυριακή. β) Τις δύο (2) Κυριακές πριν από την ημέρα των Χριστουγέννων. γ) Την Κυριακή των Βαΐων. 2. Με απόφαση του αρμόδιου Αντιπεριφερειάρχη και, στην περίπτωση των δήμων Αθηναίων, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς με απόφαση του οικείου Δημάρχου, οι οποίες εκδίδονται εντός διαστήματος δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, ορίζονται και άλλες Κυριακές, πλην των αναφερομένων στην παρ. 1, στις οποίες επιτρέπεται προαιρετικά η λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) τα εμπορικά καταστήματα να έχουν συνολική επιφάνεια εμβαδού, όπως αυτό αναγράφεται στον λογαριασμό παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, μέχρι διακόσια πενήντα (250) τετραγωνικά μέτρα, β) να μην ανήκουν υπό οποιαδήποτε νομική σχέση σε αλυσίδα καταστημάτων, γ) να μη λειτουργούν με συμφωνίες συνεργασίας τύπου «κατάστημα εντός καταστήματος» («shops-in-a-shop») και να μη βρίσκονται σε εκπτωτικά καταστήματα («outlet»), εμπορικά κέντρα ή εκπτωτικά χωριά. Εφόσον η προθεσμία των δύο (2) μηνών του προηγούμενου εδαφίου παρέλθει άπρακτη, επιτρέπεται προαιρετικά η λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ του προηγούμενου εδαφίου όλες τις Κυριακές του έτους.
Άρθρο 17 Υπηρεσίες αρμόδιες για τον έλεγχο 1. Αρμόδιες υπηρεσίες για τον έλεγχο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος και των κατ’ εξουσιοδότησή τους εκδιδομένων Υπουργικών Αποφάσεων, πλην των αναφερομένων στα αντικείμενα του επίσημου ελέγχου τροφίμων, είναι: α) Οι υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. β) Οι υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. γ) Οι υπηρεσίες Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. δ) Οι Διευθύνσεις Ανάπτυξης των Περιφερειών. ε) Οι Οργανισμοί Λαϊκών Αγορών Αττικής και Θεσσαλονίκης, όσον αφορά τους χώρους λειτουργίας των Λαϊκών Αγορών και Λαϊκών Αγορών Προϊόντων Βιολογικής Γεωργίας. στ) Οι Υπηρεσίες του Λιμενικού Σώματος, στη ζώνη δικαιοδοσίας τους. ζ) Οι Υπηρεσίες του Γενικού Χημείου του Κράτους. 2. Ειδικά για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότησή τους εκδιδομένων Υπουργικών Αποφάσεων σχετικά με τη νομοθεσία περί τροφίμων, αρμόδιοι φορείς είναι οι Κεντρικές Αρμόδιες Αρχές και οι Αρμόδιες Αρχές που προβλέπονται από την κείμενη εθνική νομοθεσία. Ειδικά για τα τρόφιμα που υπόκεινται σε Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, αρμόδιος φορέας ελέγχου είναι το Γενικό Χημείο του Κράτους. 3. Οι ποινικές και διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις που δεν συμμορφώνονται με τη νομοθεσία περί τροφίμων καθορίζονται από τις διατάξεις των ειδικότερων περί ελέγχου τροφίμων νόμων και των σχετικών κανονιστικών πράξεων που έχουν θεσπίσει οι Κεντρικές Αρμόδιες Αρχές. 4. Διατάξεις που αφορούν τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται από το Γενικό Χημείο του Κράτους διατηρούνται σε ισχύ. 5. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος νόμου δεν θίγουν ειδικότερα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται από τα αρμόδια όργανα μέσω πράξεων βεβαίωσης παράβασης κατά τον έλεγχο στους χώρους του υπαίθριου εμπορίου (πλανόδιου και στάσιμου), των λαϊκών αγορών και των λαϊκών αγορών προϊόντων βιολογικής γεωργίας, καθώς και τις κυρώσεις που επιβάλλονται από τους Οργανισμούς Λαϊκών Αγορών που λειτουργούν στη χώρα.
Άρθρο 18 Έλεγχοι - Δειγματοληψίες - Εργαστηριακές Εξετάσεις 1. Κατά τη διενέργεια των ελέγχων, οι αρμόδιοι υπάλληλοι έχουν καθήκοντα ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι αρμοδιότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 39 του ν. 3959/2011 (Α’ 93) εφαρμόζονται αναλόγως. 2. Στην περίπτωση που οι υπάλληλοι που διενεργούν τον έλεγχο διαπιστώσουν ενδείξεις τέλεσης παράβασης, για την οποία δεν έχουν αρμοδιότητα επιβολής κύρωσης, υποχρεούνται να ενημερώσουν προς τούτο αμέσως τις εκάστοτε αρμόδιες αρχές. 3. Οι αρμόδιες αρχές για την άσκηση ελέγχων, δύνανται να επιθεωρούν οποιονδήποτε χώρο όπου παρέχονται υπηρεσίες ή παράγονται, αποθηκεύονται, διακινούνται, διατίθενται στην αγορά ή εκτίθενται προϊόντα που προορίζονται για διάθεση στον καταναλωτή και να προβαίνουν σε σχετικούς ελέγχους. 4. Για την είσοδο στις εγκαταστάσεις παροχής υπηρεσιών ή παραγωγής, αποθήκευσης, διακίνησης και διάθεσης των προϊόντων των ελεγχομένων, τα αρμόδια όργανα ελέγχου οφείλουν να επιδεικνύουν τα σχετικά διοικητικά και άλλα έγγραφα των αρμόδιων αρχών εποπτείας της αγοράς που αποδεικνύουν τις σχετικές εντολές ελέγχου. 5. Οι ελεγχόμενοι υποχρεούνται σε κάθε περίπτωση να παρέχουν συνδρομή στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα κατά την εκτέλεση του έργου τους. 6. Στο πλαίσιο των ελέγχων, οι αρμόδιοι υπάλληλοι δύνανται να λαμβάνουν άνευ ανταλλάγματος δείγματα από όλα τα ελεγχόμενα προϊόντα για περαιτέρω διεξαγωγή εργαστηριακών ελέγχων και για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής τους προς την κείμενη νομοθεσία. Όλα τα δείγματα που λαμβάνονται για τους σκοπούς των ελέγχων παρόντων των ελεγχομένων επισημαίνονται και σφραγίζονται μονοσήμαντα από τα αρμόδια όργανα προκειμένου να σταλούν για περαιτέρω εργαστηριακό έλεγχο. 7. Κατά τη δειγματοληψία συντάσσεται Πρωτόκολλο Δειγματοληψίας από τους ελεγκτές, το οποίο περιέχει τουλάχιστον: α) τα στοιχεία της επιχείρησης όπου ελήφθησαν τα δείγματα. β) στοιχεία του προϊόντος επαρκή για να εξασφαλίζεται η ιχνηλασιμότητα του δείγματος και συνολική ποσότητα που δειγματίστηκε. γ) ευρήματα ή παρατηρήσεις που προέκυψαν κατά τον επιτόπιο έλεγχο που διενεργήθηκε. δ) υπογραφές από τους ελεγκτές και τον ελεγχθέντα. ε) ενυπόγραφη δήλωση του υπευθύνου της επιχείρησης όπου λαμβάνεται το δείγμα, στην οποία αποδέχεται τη συσχέτιση του δείγματος με το τιμολόγιο αγοράς, το οποίο παραδίδει στους υπαλλήλους που διενεργούν τη δειγματοληψία. 8. Για τον τρόπο λήψης του δείγματος, την ποσότητα αυτού, τη μέθοδο σφράγισης και επισήμανσης, τα σχετικά με τη διασφάλιση της ταυτότητας του δείγματος και κάθε λεπτομέρεια που αφορά τη δειγματοληψία εφαρμόζονται οι ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις ή τα προβλεπόμενα από τα ισχύοντα για κάθε προϊόν πρότυπα καθώς και από τα προγράμματα ελέγχου που καταρτίζουν οι αρμόδιες αρχές. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των λαμβανομένων δειγμάτων και η ποσότητα κάθε δείγματος πρέπει να είναι ισόποσα, εύλογα και επαρκή: α) για την πρώτη εργαστηριακή εξέταση, β) για τη δεύτερη, αν ασκηθεί έφεση κατά του αποτελέσματος της πρώτης εργαστηριακής εξέτασης από τους οικονομικούς φορείς, και γ) για την τρίτη εργαστηριακή εξέταση, σε περίπτωση ασυμφωνίας των αποτελεσμάτων μεταξύ πρώτης και δεύτερης εργαστηριακής εξέτασης. 9. Οι εργαστηριακοί έλεγχοι προϊόντων διενεργούνται σε διαπιστευμένα ή κοινοποιημένα ή αναγνωρισμένα ή εγκεκριμένα κατά περίπτωση εργαστήρια, όπως ορίζεται στην κείμενη νομοθεσία. 10. Η πρώτη εργαστηριακή εξέταση των προϊόντων που ελήφθησαν από τα εντεταλμένα ελεγκτικά όργανα γίνεται με μέριμνα και δαπάνη της αρμόδιας αρχής. Αν δεν υπάρχει διαθέσιμος ή πλήρης τεχνικός φάκελος για το δειγματιζόμενο προϊόν, μολονότι αυτό επιβάλλεται από τις ισχύουσες διατάξεις, βαρύνεται με το κόστος της πρώτης εξέτασης ο ελεγχόμενος. 11. Αν από τα αποτελέσματα της πρώτης εργαστηριακής εξέτασης προκύπτει ότι το δειγματισθέν προϊόν δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτεί η σχετική νομοθεσία, ο ελεγχόμενος, αφού ενημερωθεί αρμοδίως, μπορεί να ασκήσει έφεση κατά των αποτελεσμάτων της πρώτης εργαστηριακής εξέτασης, εντός προθεσμίας δύο (2) εργάσιμων ημερών. Το κόστος της δεύτερης (κατ’ έφεση) εργαστηριακής εξέτασης βαρύνει τον ελεγχόμενο. 12. Στις περιπτώσεις που προκύπτουν διαφορές στα αποτελέσματα της πρώτης και δεύτερης (κατ’ έφεση) εξέτασης, διενεργείται υποχρεωτικά από την αρμόδια αρχή με δαπάνες της και τρίτη εργαστηριακή εξέταση σε διαφορετικό εργαστήριο. 13. α) Στην περίπτωση που ο εργαστηριακός έλεγχος διενεργείται από Υπηρεσίες του Γενικού Χημείου του Κράτους (ΓΧΚ), εφαρμόζονται οι ειδικότερες διατάξεις περί δειγματοληψίας, χημικών εξετάσεων, γνωματεύσεων και ευαλλοίωτων δειγμάτων που προβλέπονται από τα οικεία άρθρα του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών και τις σχετικές Αποφάσεις του Ανωτάτου Χημικού Συμβουλίου (ΑΧΣ). β) Επιπλέον, για τα δείγματα τα οποία εξετάζονται στις Υπηρεσίες του Γενικού Χημείου του Κράτους, ο κύριος του είδους ή αυτός από τον οποίο αγόρασε το είδος τρίτος, μπορεί να υποβάλει έφεση στη δειγματίσασα αρχή κατά του αποτελέσματος της πρώτης εξέτασης εντός της οριζομένης στην παράγραφο 11 προθεσμίας. Η κατ’ έφεση εξέταση εκτελείται από άλλο χημικό του ΓΧΚ, με δυνατότητα παράστασης ιδιώτη χημικού, εκπροσώπου του ενδιαφερομένου, κατά τα οριζόμενα στο οικείο άρθρο του ΚΤΠ σχετικά με τις κατ’ έφεση εξετάσεις. Η αίτηση για έφεση διαβιβάζεται από τη δειγματίσασα αρχή στην αρμόδια υπηρεσία του ΓΧΚ, συνοδευόμενη από διπλότυπο είσπραξης παραβόλου, το οποίο καθορίζεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Προκειμένου περί ευαλλοίωτων τροφίμων, οι Υπηρεσίες του ΓΧΚ προβαίνουν αυτεπάγγελτα στην εξέταση του δεύτερου (κατ’ έφεση) δείγματος, εκτός αν ρητά αναγράφεται στο πρωτόκολλο δειγματοληψίας ότι ο ενδιαφερόμενος δεν επιθυμεί έφεση, τηρουμένων των διαδικασιών που προβλέπονται στο οικείο άρθρο του ΚΤΠ. γ) Στις περιπτώσεις που υπάρχει γα) διαφορά αποτελέσματος ή γνωμάτευσης μεταξύ της πρώτης και της κατ’ έφεση εξέτασης στο Γενικό Χημείο του Κράτους ή γβ) διαφωνία του ιδιώτη χημικού με το αποτέλεσμα ή τη γνωμάτευση του Γενικού Χημείου του Κράτους, αποφαίνεται το ΑΧΣ περί της κανονικότητας του δείγματος με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο σχετικό άρθρο του ΚΤΠ για τις κατ’ έφεση εξετάσεις, με την επιφύλαξη ειδικών αποφάσεων του ΑΧΣ.
Άρθρο 19 Ειδικές Ποινικές Κυρώσεις 1. Όποιος παρεμποδίζει τον ασκούμενο έλεγχο ή αρνείται με οποιονδήποτε τρόπο να παραδώσει στους αρμόδιους υπαλλήλους κάθε στοιχείο απαραίτητο για τη διεξαγωγή του ελέγχου, όπως ιδίως τα τιμολόγια αγοραπωλησίας ή άλλα έγγραφα, τιμωρείται με φυλάκιση. Παρεμπόδιση ελέγχου θεωρείται και η απόκρυψη των απαιτούμενων στοιχείων ή η παραποίηση των στοιχείων αυτών ή η ψευδής παράθεσή τους. 2. α) Όποιος παράγει, διακινεί ή διαθέτει τρόφιμα μη ασφαλή ή ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση ή νοθεύει τρόφιμα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. β) Όποιος παράγει, διακινεί ή διαθέτει τρόφιμα μη ασφαλή ή επιβλαβή για την υγεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. γ) Όποιος αναμιγνύει παράνομα και πωλεί είδη διαφορετικών ποιοτήτων, τιμωρείται με φυλάκιση. 3. Όποιος παραποιεί ή νοθεύει, εν γνώσει του κατέχει προς εμπορία, πωλεί, θέτει σε κυκλοφορία ή παραδίδει για χρήση άλλα είδη βιοτικής ανάγκης πλην τροφίμων παραποιημένα ή νοθευμένα, που προορίζονται για εμπορία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. 4. Όποιος παράγει, διακινεί ή διαθέτει προϊόντα που εξεταζόμενα ευρίσκονται, με βάση τις γνωματεύσεις των αρμοδίων υπηρεσιών του ΓΧΚ, να μη πληρούν τις ειδικές προδιαγραφές και τα χαρακτηριστικά ποιότητας που καθορίζονται από τις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας ή και τις οικείες αποφάσεις του ΑΧΣ, τιμωρείται με φυλάκιση. 5. Όποιος καθ’ οιονδήποτε τρόπο καταδολιεύει ή αλλοιώνει το μηχανολογικό ή ηλεκτρολογικό ή ηλεκτρονικό μέρος των οργάνων μέτρησης ή το λογισμικό αυτών ή το λογισμικό κάθε συσχετιζόμενου με το όργανο συστήματος ή αλλοιώνει τις ενδείξεις των οργάνων μέτρησης ή τα δεδομένα που δέχονται ή που παράγουν τα όργανα μέτρησης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Τα όργανα μέτρησης, καθώς και τα μέσα καταδολίευσης, κατάσχονται. Οι ανωτέρω κυρώσεις επιβάλλονται και σε περιπτώσεις εντοπισμού ιχνών καταδολίευσης ή αλλοίωσης. Σε περίπτωση που εντός διαστήματος δύο (2) ετών από την επιβολή της κύρωσης διαπιστωθεί εκ νέου παράβαση, αφαιρείται οριστικά η άδεια λειτουργίας της επιχείρησης, με απόφαση της αδειοδοτούσας αρχής, της πράξης χαρακτηριζόμενης ως σοβαρής παράβασης των όρων χορήγησης της σχετικής άδειας. 6. Στους παραβάτες των παραγράφων 1 έως 5 του παρόντος άρθρου, πέραν των ποινικών κυρώσεων, επιβάλλονται και διοικητικές κυρώσεις κατά το άρθρο 22 του παρόντος νόμου. 7. Όποιος εμπορεύεται, παραχωρεί, κατασκευάζει ή εγκαθιστά τα μέσα για τη διάπραξη του αδικήματος της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και με διοικητικό πρόστιμο ύψους είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. Όταν ο διαπράξας το αδίκημα αυτό είναι εξουσιοδοτημένο ή αδειοδοτημένο συνεργείο και διαπιστωθεί εκ νέου παράβαση εντός διαστήματος δύο (2) ετών από την επιβολή της κύρωσης, αφαιρείται επιπλέον οριστικά η εξουσιοδότηση ή η άδεια λειτουργίας, με απόφαση της εξουσιοδοτούσας ή της αδειοδοτούσας αρχής, της πράξης χαρακτηριζόμενης ως σοβαρής παράβασης των όρων χορήγησης της σχετικής εξουσιοδότησης ή άδειας.
Άρθρο 20 Ειδικές κυρώσεις για κατόχους αδειών εμπορίας και λιανικής εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων 1. Στις εγκαταστάσεις των κατόχων αδειών εμπορίας και λιανικής εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων και διάθεσης βιοκαυσίμων, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο καταδολίευση ή αλλοίωση στο μηχανολογικό ή ηλεκτρολογικό ή ηλεκτρονικό μέρος των διανεμητών (αντλιών – fuel dispensers) ή στο λογισμικό αυτών ή στο λογισμικό κάθε συσχετιζόμενου με τους διανεμητές συστήματος ή η αλλοίωση των ενδείξεών τους ή η αλλοίωση των δεδομένων που δέχονται ή που παράγουν, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Τα μέσα καταδολίευσης ή αλλοίωσης κατάσχονται και επιβάλλεται στον κάτοχο της αδείας διοικητικό πρόστιμο ύψους τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για κάθε επηρεαζόμενο μετρητή. Οι ανωτέρω κυρώσεις επιβάλλονται και σε περιπτώσεις εντοπισμού ιχνών καταδολίευσης ή αλλοίωσης. Συγχρόνως, αφαιρείται υποχρεωτικά οριστικά η άδεια λειτουργίας της εν λόγω επιχείρησης, με απόφαση της αδειοδοτούσας αρχής, της πράξης χαρακτηριζόμενης ως σοβαρής παράβασης των όρων χορήγησης της σχετικής άδειας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17 παρ. 6 του ν. 3054/2002 (Α΄230), όπως ισχύει. Για την έκδοση της ανωτέρω απόφασης, η ελεγκτική αρχή αποστέλλει το φάκελο της υπόθεσης, συνοδευόμενο από σχετική εισήγηση, στην αδειοδοτούσα αρχή, εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη διαπίστωση της παράβασης.Δεν επιτρέπεται η χορήγηση νέας άδειας λειτουργίας παρόμοιας επιχείρησης στον ίδιο χώρο στον παραβάτη ή σε σύζυγο ή σε συγγενείς αυτού μέχρι δεύτερου βαθμού, εφόσον ο χώρος ή οι εγκαταστάσεις είναι ιδιοκτησίας του. 2. Όποιος εμπορεύεται, παραχωρεί, κατασκευάζει ή εγκαθιστά τα μέσα για τη διάπραξη του αδικήματος της παραγράφου1 τιμωρείται με κάθειρξη και με διοικητικό πρόστιμο εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. 3. Ειδικά εάν, κατά τη διενέργεια ελέγχου από τα αρμόδια όργανα, διαπιστωθεί σφάλμα μετρητή καυσίμων που κατά τις κατωτέρω διακρίσεις ευρίσκεται εντός ή υπερβαίνει τα κατωτέρω όρια, επιβάλλονται οι ακόλουθες κυρώσεις: Σφάλμα μετρητή Κύρωση 1α: Βενζίνες - πετρέλαια -0,5% < σφάλμα ≤ -1,0% Διοικητικό πρόστιμο δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ για κάθε ελεγχόμενο μετρητή. 1β: Υγραέρια -1,0 % < σφάλμα ≤ -2,0% 2α: Βενζίνες –πετρέλαια -1,0% < σφάλμα ≤ -1,5% Διοικητικό πρόστιμο είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε ελεγχόμενο μετρητή. 2β: Υγραέρια -2,0% < σφάλμα ≤ -3,0% 3α: Βενζίνες – πετρέλαια -1,5% < σφάλμα Αφαίρεση άδειας λειτουργίας της επιχείρησης με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παραγράφο 1 του παρόντος άρθρου. Η κύρωση επιβάλλεται για σφάλμα ακόμα και σε ένα μετρητή. 3β: Υγραέρια -3,0% < σφάλμα Στην περίπτωση που εντός διαστήματος ενός (1) έτους από την επιβολή της κύρωσης διαπιστωθεί εκ νέου παράβαση στις περιπτώσεις 1 και 2 του παραπάνω πίνακα, αφαιρείται η άδεια λειτουργίας της επιχείρησης με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Στις περιπτώσεις 1α, 1β, 2α και 2β του παραπάνω πίνακα, δεν επιτρέπεται στον ελεγχόμενο η μεταβίβαση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης στο σύζυγο ή σε πρόσωπα έχοντα μέχρι και β’ βαθμού συγγένεια με αυτόν, εντός διαστήματος ενός (1) έτους από τη διαπίστωση της παράβασης. 4. Για τη διαπίστωση των παραβάσεων της παραγράφου 1, ο έλεγχος μπορεί να διενεργείται και με ειδικά μετασκευασμένο για το σκοπό αυτό αυτοκινούμενο όχημα με συμβατικές πινακίδες κυκλοφορίας, χωρίς προηγούμενη γνωστοποίηση στον ελεγχόμενο. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας καθορίζονται οι λεπτομέρειες για τη διαδικασία ελέγχου, τα είδη και ο τρόπος παραγωγής και αξιολόγησης των επίσημων έντυπων στοιχείων που δημιουργούνται κατά τον έλεγχο, το μέγιστο ανεκτό σφάλμα του χρησιμοποιούμενου συστήματος ελέγχου, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία ρύθμιση. 5. Τα πρόσωπα που κατέχουν, διακινούν και εμπορεύονται νοθευμένα και μη κανονικά καύσιμα τιμωρούνται με τις ποινικές κυρώσεις του άρθρου 16 του ν. 3054/2002, όπως ισχύει. Στα πρόσωπα αυτά επιβάλλονται επίσης οι διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 17 του ίδιου νόμου, οι οποίες υπολογίζονται σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στην απόφαση Δ19/Φ.11/οικ.13098/1156/07.07.2010 (Β’ 1039), όπως ισχύει. 6. Για τα ποινικά αδικήματα του παρόντος άρθρου ως αυτουργοί διώκονται οι νόμιμοι εκπρόσωποι και οι εν τοις πράγμασι ασκούντες την διοίκηση και διαχείριση της επιχείρησης.
Άρθρο 21 Ειδικές κυρώσεις για εκπτώσεις, προσφορές και λειτουργία τις Κυριακές 1. Σε όσους παραβαίνουν τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 15 επιβάλλεται πρόστιμο ποσού ίσου με το 0,5% του ετησίου κύκλου εργασιών και πάντως όχι κατώτερο από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ. Για τον υπολογισμό του κύκλου εργασιών εφαρμόζεται το άρθρο 10 του ν. 3959/2011(Α΄93). Σε περίπτωση που επιβληθεί για δεύτερη φορά πρόστιμο για την ίδια παράβαση μέσα σε διάστημα πέντε (5) ετών, το πρόστιμο αυξάνεται στο 3% του ετησίου κύκλου εργασιών της συγκεκριμένης επιχείρησης. 2. Αν οι εκπτώσεις είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές ως προς το ποσοστό τους ή ως προς την ακρίβεια των αναγραφομένων τιμών ή ως προς την ποσότητα των προσφερόμενων με έκπτωση προϊόντων ή ενέχουν οποιασδήποτε μορφής απόκρυψη ή παραπλάνηση, επιβάλλεται σε βάρος των υπευθύνων πρόστιμο ποσού ίσου με το 1% του ετησίου κύκλου εργασιών και πάντως όχι κατώτερο από δέκα χιλιάδες ευρώ (10.000) ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη συχνότητα της παράβασης. Σε περίπτωση που επιβληθεί για δεύτερη φορά πρόστιμο για την ίδια παράβαση μέσα σε διάστημα πέντε (5) ετών, το πρόστιμο αυξάνεται στο 3% του ετησίου κύκλου εργασιών της συγκεκριμένης επιχείρησης. 3. Αν οι προσφορές είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές ως προς τις τιμές ή ως προς την ποσότητα αυτών ή ενέχουν οποιασδήποτε μορφής απόκρυψη ή παραπλάνηση, επιβάλλεται σε βάρος των υπευθύνων πρόστιμο ποσού ίσου με το 1% του ετησίου κύκλου εργασιών και πάντως όχι κατώτερο από δέκα χιλιάδες ευρώ (10.000) ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη συχνότητα της παράβασης. Σε περίπτωση που επιβληθεί για δεύτερη φορά πρόστιμο για την ίδια παράβαση μέσα σε διάστημα πέντε ετών, το πρόστιμο αυξάνεται στο 3% του ετησίου κύκλου εργασιών της συγκεκριμένης επιχείρησης. 4. Σε όσους παραβαίνουν τις προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 16, σχετικά με τη λειτουργία τις Κυριακές των εμπορικών καταστημάτων που προσδιορίζονται σε αυτό, επιβάλλεται σε βάρος των υπευθύνων πρόστιμο ποσού ίσου με το 1% του ετησίου κύκλου εργασιών και πάντως όχι κατώτερο από δέκα χιλιάδες ευρώ (10.000) ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη συχνότητα της παράβασης. Σε περίπτωση που επιβληθεί για δεύτερη φορά πρόστιμο για την ίδια παράβαση μέσα σε διάστημα πέντε (5) ετών, το πρόστιμο αυξάνεται στο 3% του ετησίου κύκλου εργασιών της συγκεκριμένης επιχείρησης. 5. Αρμόδιος για την επιβολή των προστίμων του παρόντος άρθρου είναι ο Γενικός Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, όπου διαπιστώνεται η παράβαση, και ο οποίος υποχρεούται ανά μήνα να κοινοποιεί τις σχετικές αποφάσεις στο Γενικό Γραμματέα Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος άρθρου σε πλοία, αρμόδιος για την επιβολή των προστίμων είναι ο Γενικός Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στην περιοχή αρμοδιότητας του οποίου εδρεύει η Υπηρεσία του Λιμενικού Σώματος, όργανο της οποίας βεβαίωσε την παράβαση.
Άρθρο 22 Διοικητικές Κυρώσεις 1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 20 και 21, καθώς και των άρθρων 5 παράγραφος 1 και 7 παράγραφος 10 του ν. 2323/1995 (Α΄145), για παραβάσεις του παρόντος νόμου καθώς και των κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδομένων Υπουργικών Αποφάσεων κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4, πέραν των ποινικών κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19, επιβάλλεται πρόστιμο από πεντακόσια (500) ευρώ μέχρι τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, εκτός εάν άλλως ορίζεται. Σε περίπτωση υποτροπής για την ίδια παράβαση εντός τριετίας, το ποσό του επιβαλλομένου προστίμου διπλασιάζεται και σε περίπτωση επανειλημμένης υποτροπής εντός του ίδιου χρονικού διαστήματος το ποσό του προστίμου τριπλασιάζεται. 2. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας καθορίζονται ειδικότερα τα κριτήρια επιβολής και το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται για καθεμία από τις παραβάσεις ή την κατηγορία παραβάσεων του παρόντος νόμου, εντός των ορίων που προβλέπει αυτή, και μπορεί να ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα που αφορά το πρόστιμο. 3. Με αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας καθορίζονται και οι διαδικασίες για τη δέσμευση των προϊόντων ή τη σφράγιση των εγκαταστάσεων σε συνεργασία με τις λιμενικές και αστυνομικές αρχές που προβλέπονται στις κείμενες διατάξεις. 4. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας μπορεί να αναπροσαρμόζεται το όριο των προστίμων της παραγράφου 1.
Άρθρο 23 Πρόσθετα διοικητικά μέτρα 1. Με την επιφύλαξη ειδικότερων ρυθμίσεων του παρόντος νόμου, σε περίπτωση τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης για στερητική της ελευθερίας ποινή πάνω από έξι (6) μήνες για αδικήματα του παρόντος νόμου, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας επιβάλλεται η προσωρινή ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης ή η προσωρινή απαγόρευση της άσκησης δραστηριότητας για διάστημα τριάντα (30) ημερών. Σε περίπτωση νέας τελεσίδικης καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, το διάστημα προσωρινής ανάκλησης ή προσωρινής απαγόρευσης της άσκησης δραστηριότητας ορίζεται σε έξι (6) μήνες και σε περίπτωση τρίτης τελεσίδικης καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, επιβάλλεται οριστική ανάκληση, μερική ή εξ ολοκλήρου, της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης ή απαγόρευση της άσκησης δραστηριότητας. 2. Αν για τα αδικήματα αυτά εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, κινείται η διαδικασία ανάκλησης της απόφασης, με την οποία επιβλήθηκε η προσωρινή ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης ή η προσωρινή απαγόρευση της άσκησης δραστηριότητας ή αποφασίστηκε η οριστική ανάκληση, μερική ή εξ ολοκλήρου, της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης ή η απαγόρευση της άσκησης δραστηριότητας και υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος προηγουμένως θα προσκομίσει στην υπηρεσία που εξέδωσε την απόφαση της παραγράφου 1, επίσημο αντίγραφο της αθωωτικής του δικαστηρίου απόφασης και βεβαίωση περί του αμετακλήτου αυτής. 3. Οι ανωτέρω αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας εκτελούνται από την υπηρεσία που έχει εκδώσει την άδεια. 4. Σε περίπτωση μεταβολής του φορέα της επιχείρησης με οποιονδήποτε τρόπο, η απαγόρευση λειτουργίας της επιχείρησης ισχύει και κατά του νέου φορέα. 5. Επί τελεσιδικίας της υπόθεσης, κατά τις διατάξεις της ως άνω παραγράφου 1, οι Προϊστάμενοι της Γραμματείας των Δικαστηρίων που εξέδωσαν τις καταδικαστικές αποφάσεις υποβάλλουν, μέσα σε σαράντα (40) ημέρες από την τελεσιδικία της απόφασης, αντίγραφο στο αρμόδιο για την επιβολή των πρόσθετων διοικητικών μέτρων της παραγράφου 1 όργανο. 6. Στην περίπτωση που προβλέπεται η επιβολή μόνο διοικητικών προστίμων κατ’ εφαρμογή του παρόντος ή των κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδομένων Υπουργικών Αποφάσεων, εάν μέσα σε διάστημα πέντε (5) ετών επιβληθούν στον ίδιο παραβάτη συνολικά πρόστιμα ύψους άνω του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ, ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας με απόφασή του επιβάλλει την προσωρινή ανάκληση της άδειας λειτουργίας ή την προσωρινή απαγόρευση της άσκησης δραστηριότητας για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών. Εάν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα των πέντε (5) ετών επιβληθούν συνολικά πρόστιμα ύψους άνω των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ, ο Υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων με απόφασή του επιβάλλει την οριστική ανάκληση, μερική ή εξ ολοκλήρου, της άδειας λειτουργίας ή την οριστική απαγόρευση της άσκησης δραστηριότητας.
Άρθρο 24 Διαδικασία επιβολής προστίμου 1. Τα πρόστιμα επιβάλλονται με απόφαση του Προϊσταμένου της υπηρεσίας στην οποία υπάγονται τα ελεγκτικά όργανα που διαπίστωσαν την παράβαση. Τα ελεγκτικά όργανα υποχρεούνται να υποβάλουν εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία διαπίστωσης τέλεσης της παράβασης τις σχετικές εκθέσεις στα όργανα που είναι αρμόδια για την επιβολή του προστίμου. Η απόφαση επιβολής προστίμου εκδίδεται μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την υποβολή της σχετικής έκθεσης και αφού ζητηθεί ακρόαση του διοικουμένου κατά το άρθρο 6 του ν. 2690/1999 (Α΄ 45) και κοινοποιείται αμελλητί στον παραβάτη. 2. Περίληψη των πράξεων, με τις οποίες επιβάλλεται το πρόστιμο των προηγούμενων παραγράφων, αναρτάται υποχρεωτικά στο διαδικτυακό τόπο (site) του φορέα ή της αρχής που εξέδωσε την πράξη εντός τριών (3) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία απόφασης. Η περίληψη περιλαμβάνει την επωνυμία ή το ονοματεπώνυμο του παραβάτη, την έδρα και τον τόπο της παράβασης, περιγραφή της παράβασης και το επιβληθέν πρόστιμο. 3. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα σχετικά με τον τρόπο επιβολής των προστίμων που επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα κατά τη διαπίστωση της παράβασης, σε εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού.
Άρθρο 25 Είσπραξη και απόδοση των διοικητικών προστίμων Τα διοικητικά πρόστιμα του παρόντος νόμου εισπράττονται σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ) (νδ 356/1974, Α΄90) και αποδίδονται, με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν. 2946/2001 (Α΄224), στον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Άρθρο 26 Διοικητική και Δικαστική Προστασία 1. Η απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου του παρόντος νόμου, υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της. 2. Η ενδικοφανής προσφυγή ασκείται ενώπιον του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, εφόσον η πράξη επιβολής του προστίμου έχει εκδοθεί από την κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου, και ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στην περιφέρεια του οποίου διαπιστώθηκε η παράβαση, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Η απόφαση επί της προσφυγής εκδίδεται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεση της προσφυγής. 3. Η απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου του τόπου όπου εδρεύει το όργανο που εξέδωσε την απόφαση επιβολής προστίμου, μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 1 του άρθρου 66 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Η εμπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής και η τυχόν υποβολή αίτησης αναστολής δεν αναστέλλουν την είσπραξη του είκοσι τοις εκατό (20%) του προστίμου. Μετά την έκδοση απόφασης από το Διοικητικό Πρωτοδικείο το ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) που εισπράχθηκε συμψηφίζεται ή επιστρέφεται ολικά ή μερικά στον διοικούμενο, ανάλογα με την περίπτωση. 4. Το ύψος του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου μειώνεται στο ήμισυ εάν ο υπόχρεος εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της σχετικής πράξης και σε κάθε περίπτωση πριν την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής της παραγράφου 1, προβεί σε καταβολή του προστίμου. Η καταβολή αυτή συνεπάγεται την αυτοδίκαιη παραίτηση του υποχρέου από κάθε δικαίωμα προσβολής ή αμφισβήτησης της πράξης επιβολής προστίμου.
Άρθρο 27 Τμήμα τήρησης μητρώου κυρώσεων Το Αυτοτελές Τμήμα τήρησης Μητρώου Κυρώσεων Αγορανομικού Κώδικα της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικού Εμπορίου της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, το οποίο έχει συσταθεί με το άρθρο 13 του ν. 3668/2008 (Α΄115), μετατρέπεται σε τμήμα και μεταφέρεται και υπάγεται εφεξής, ως σύνολο υπηρεσιών, αρμοδιοτήτων και θέσεων, στην Υπηρεσία Ελέγχου Αγοράς της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Το προσωπικό που υπηρετεί στο εν λόγω τμήμα κατά τη δημοσίευση του παρόντος διατηρεί την υπάρχουσα οργανική, μισθολογική και υπαλληλική του κατάσταση. Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρεται το Αυτοτελές Τμήμα Τήρησης Μητρώου Κυρώσεων Αγορανομικού Κώδικα, εννοείται εφεξής το Τμήμα Τήρησης Μητρώου Κυρώσεων Αγορανομικού Κώδικα της Υπηρεσίας Ελέγχου Αγοράς.
Κεφάλαιο Β΄ ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ Άρθρο 28 Ελάχιστο περιεχόμενο συμβάσεων χονδρικής εμπορίας 1. Η σύμβαση προμήθειας μεταξύ εταιριών εμπορίας και συνεργαζόμενων με το σήμα της εταιρίας εμπορίας πρατηριούχων καταρτίζεται εγγράφως. 2. Στη σύμβαση προσδιορίζονται κατόπιν διαπραγμάτευσης της εταιρίας εμπορίας και του πρατηριούχου: α) η πιστωτική πολιτική, η πολιτική παροχών και εκπτώσεων συμπεριλαμβανομένων των απολογιστικών, β) το ύψος και η χρονική διάρκεια για την οποία χορηγούνται οι εκπτώσεις, γ) οι τυχόν απολογιστικές εκπτώσεις για αγορές συγκεκριμένης περιόδου, η οποία δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος. 3. Το ύψος και η χρονική διάρκεια των εκπτώσεων που χορηγούνται, πλην των απολογιστικών, εμφανίζονται υποχρεωτικά στα εκδιδόμενα από τις εταιρίες παραστατικά έγγραφα. 4. Στην ίδια σύμβαση προβλέπεται ότι η χονδρική τιμή πώλησης των υγρών καυσίμων και του υγραερίου κίνησης διαμορφώνεται εναλλακτικά με βάση: α) τιμές αναφοράς μη προσδιοριζόμενες από τα συμβαλλόμενα μέρη και προσβάσιμες στον πρατηριούχο, πλέον μεικτού περιθωρίου. Οι εκπτώσεις και παροχές της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου υπολογίζονται επί της ως άνω τιμής αναφοράς που προβλέπεται στη σύμβαση. β) την τιμή χονδρικής πώλησης που ανακοινώνουν οι εταιρείες εμπορίας καθημερινά στη ΡΑΕ για την περιοχή του κάθε πρατηριούχου, μείον τις εκπτώσεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. H τιμή αυτή χονδρικής πώλησης αναπροσαρμόζεται με βάση κριτήρια που είναι διαφανή και προσβάσιμα στον πρατηριούχο. 5. Οι κατά τα ανωτέρω όροι της σύμβασης τροποποιούνται με έγγραφη συμφωνία των μερών. Τυχόν πρόβλεψη στη σύμβαση για μονομερή τροποποίηση από μέρους των εταιριών εμπορίας όρων που αφορούν στις χορηγούμενες εκπτώσεις είναι άκυρη. 6. Πρατηριούχοι, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, θεωρούνται και τα εκμεταλλευόμενα τα πρατήρια πρόσωπα, στα οποία οι εταιρίες εμπορίας υγρών καυσίμων και υγραερίου κίνησης εκμισθώνουν ή παραχωρούν τη χρήση ιδιόκτητων ή μισθωμένων από αυτές πρατηρίων.
Άρθρο 29 Συμβάσεις αποκλειστικής προμήθειας 1. Η μέγιστη διάρκεια σύμβασης αποκλειστικής προμήθειας υγρών καυσίμων και υγραερίου κίνησης ορίζεται στα πέντε (5) έτη και δύναται να παρατείνεται κάθε φορά με γραπτή συμφωνία των συμβαλλομένων για ίσο χρόνο. Η παράταση υφιστάμενης σύμβασης μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου λογίζεται ως νέα σύμβαση. Σε περίπτωση μίσθωσης από τον πρατηριούχο ή παραχώρησης της χρήσης στον πρατηριούχο χώρων που είτε ανήκουν στην εταιρία εμπορίας είτε μισθώνονται από αυτήν από τρίτους, μη συνδεδεμένους με τον πρατηριούχο, η σύμβαση αποκλειστικής προμήθειας μπορεί να είναι διάρκειας μεγαλύτερη της πενταετίας, που όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει τη διάρκεια της μίσθωσης. 2. Εφόσον η σύμβαση αποκλειστικής προμήθειας είτε δεν συνοδεύεται από παροχή οικονομικών και χρηματοδοτικών ανταλλαγμάτων ή πραγματοποίηση επενδύσεων από την εταιρία εμπορίας είτε η αξία αυτών έχει ήδη αποπληρωθεί, μπορεί να καταγγελθεί από μέρους του πρατηριούχου και χωρίς σπουδαίο λόγο, μετά την συμπλήρωση τριετίας, με τήρηση προθεσμίας έξι (6) μηνών.
Άρθρο 30 Παροχή οικονομικών και χρηματοδοτικών ανταλλαγμάτων 1. Σε περίπτωση παροχής οικονομικών και χρηματοδοτικών ανταλλαγμάτων ή πραγματοποίησης επενδύσεων από τις εταιρίες εμπορίας προς τον πρατηριούχο, η αξία καθώς και ο τρόπος αποπληρωμής τους αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστού κεφαλαίου της μεταξύ τους γραπτής σύμβασης. Δεν συνιστά επένδυση προς την επιχείρηση λιανικής πώλησης η εγκατάσταση των διακριτικών ενδείξεων, σημάτων και διασχηματισμών της εταιρίας εμπορίας που αποβλέπουν στην προβολή των διακριτικών αυτής γνωρισμάτων, εκτός από όσα τυχόν παραμείνουν προς όφελος του πρατηριούχου. 2. Η αποπληρωμή της αξίας, των ανταλλαγμάτων ή επενδύσεων από τον πρατηριούχο πραγματοποιείται με καταβολή ποσοστιαίων δόσεων, σταθερών ή αποκλιμακούμενων, που καθορίζονται στη σύμβαση. 3. Στη σύμβαση μπορεί να προβλέπεται το δικαίωμα του πρατηριούχου να αποπληρώσει οποιαδήποτε στιγμή βάσει αναλογιστικής αποτίμησης το οφειλόμενο υπόλοιπο της αξίας του ανταλλάγματος ή της επένδυσης και να αποδεσμευτεί από την αντίστοιχη σύμβαση, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του προηγουμένου άρθρου. Στην εν λόγω σύμβαση περιλαμβάνονται, επίσης, ρήτρες αναφορικά με τον τρόπο και το χρόνο απόσβεσης τυχόν επενδύσεων που πραγματοποιούνται από τις εταιρίες εμπορίας προς τους πρατηριούχους και προσδιορίζονται κατά τρόπο διαφανή τυχόν επιπτώσεις της απόσβεσης του κόστους επενδύσεων στις πολιτικές παροχών και εκπτώσεων των εταιριών εμπορίας προς τους πρατηριούχους.
Άρθρο 31 Στo άρθρο 31 του ν. 3784/2009 (Α΄137) προστίθεται παράγραφος 10 ως εξής: «10. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας επεκτείνεται η εφαρμογή των ολοκληρωμένων συστημάτων ελέγχου και ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων εισροών-εκροών στις ελεύθερες εγκαταστάσεις των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών και των διυλιστηρίων, στις εγκαταστάσεις πωλητών πετρελαίου θέρμανσης, στις παντός είδους εγκαταστάσεις υγρών καυσίμων ιδιωτικών πρατηρίων του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα καθώς και στις εγκαταστάσεις χημικών προϊόντων (μεθανόλης, τολουόλης, διαλυτών κλπ), που αποτελούν υλικά πρόσμιξης στα υγρά καύσιμα. Με όμοια απόφαση καθορίζονται επίσης οι προδιαγραφές, οι διαδικασίες, οι όροι και οι προϋποθέσεις της εγκατάστασης για το κάθε είδος καυσίμου ή χημικού προϊόντος, των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών, της ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων, το ακριβές χρονοδιάγραμμα εφαρμογής, οι σχετικές μεταβατικές διατάξεις και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Αιγαίου επεκτείνεται η εφαρμογή των ολοκληρωμένων συστημάτων ηλεκτρονικού ελέγχου εισροών-εκροών σε πλωτά μέσα μεταφοράς πετρελαιοειδών και ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τις διαδικασίες και τους όρους εγκατάστασης, το ακριβές χρονοδιάγραμμα εφαρμογής και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΑΓΟΡΩΝ Άρθρο 32 Εποπτεία Οργανισμών 1. Η περίπτωση 10 της παρ. ΙΑ΄ του άρθρου 210 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87) αντικαθίσταται ως εξής: «10. Η εποπτεία του Οργανισμού Λαϊκών Αγορών Αττικής κατά το άρθρο 7στ΄ του ν. 2323/1995 (Α΄ 145) ασκείται από τον Περιφερειάρχη Αττικής και η εποπτεία του Οργανισμού Λαϊκών Αγορών Θεσσαλονίκης, κατά το άρθρο 8α του ν. 2323/1995, ασκείται από τον Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας.»
Άρθρο 33 Ημερήσιο δικαίωμα Το άρθρο 17 του ν. 1023/1980 (Α΄ 47) αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 17 1. Οι προσερχόμενοι στις λαϊκές αγορές της χώρας κάτοχοι επαγγελματικών ή παραγωγικών αδειών υποχρεούνται να καταβάλουν ημερήσιο ανταποδοτικό τέλος στους φορείς λειτουργίας αυτών, το οποίο προορίζεται για την κάλυψη των πάσης φύσεως λειτουργικών αναγκών, τη διασφάλιση συνθηκών δημόσιας υγείας, τη φύλαξη των χώρων λειτουργίας των λαϊκών αγορών, τον εκσυγχρονισμό, τη βελτίωση και την προβολή αυτών. Το ύψος του ημερήσιου τέλους, η διαδικασία και ο τρόπος καταβολής και είσπραξής του, καθώς και κάθε σχετικό θέμα, ρυθμίζονται με αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων του Οργανισμού Λαϊκών Αγορών Αττικής και του Οργανισμού Λαϊκών Αγορών Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, για τις λαϊκές αγορές που λειτουργούν στην Περιφέρεια Αττικής και στη μητροπολιτική ενότητα Θεσσαλονίκης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, οι οποίες εγκρίνονται από τον αντίστοιχο Περιφερειάρχη. Για τις λοιπές λαϊκές αγορές της χώρας τα ανωτέρω ζητήματα ρυθμίζονται με απόφαση του Δημάρχου του οικείου Δήμου. Οι υπόχρεοι καταβολής του ημερήσιου τέλους στους φορείς λειτουργίας των λαϊκών αγορών απαλλάσσονται από το τέλος υπέρ δήμων του άρθρου 21 του β.δ. 24-9/20.10.1958 (Α΄171) για την καθαριότητα και αποκομιδή των απορριμμάτων των χώρων που χρησιμοποιούνται από τις λαϊκές αγορές και από το τέλος για τη χρήση των χώρων λειτουργίας των λαϊκών αγορών της παρ. 9 του άρθρου 13 του β.δ. 24-9/20.10.1958 (Α΄171). Η μη καταβολή του ημερήσιου τέλους από υπόχρεο για χρονικό διάστημα πέραν των δύο (2) μηνών, συνεπάγεται την αναστολή ισχύος της άδειας μέχρι την τακτοποίηση της οφειλής, η οποία επιβάλλεται με απόφαση των Διοικητικών Συμβουλίων του Οργανισμού Λαϊκών Αγορών Αττικής και του Οργανισμού Λαϊκών Αγορών Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, για τις λαϊκές αγορές που λειτουργούν στην Περιφέρεια Αττικής και στη μητροπολιτική ενότητα Θεσσαλονίκης της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, για δε τις λοιπές λαϊκές αγορές της χώρας με απόφαση του Δημάρχου του οικείου Δήμου. 2. Το ημερήσιο τέλος της προηγουμένης παραγράφου καταβάλλεται ως εξής: α) Οι επαγγελματίες πωλητές των λαϊκών αγορών υποχρεούνται στην καταβολή του ημερήσιου τέλους ανάλογα με τον αριθμό των ημερών που, με βάση τη σχετική άδεια, δικαιούνται να δραστηριοποιούνται κάθε ημερολογιακό μήνα. Από το ημερήσιο τέλος απαλλάσσονται οι επαγγελματίες πωλητές, οι οποίοι δεν προσέρχονται στις λαϊκές αγορές, λόγω ανικανότητας προς εργασία, η οποία διαρκεί περισσότερο από ένα (1) μήνα και βεβαιώνεται από τον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα ή λόγω ανωτέρας βίας. β) Οι παραγωγοί που κατέχουν άδεια προσέλευσης στις λαϊκές αγορές υποχρεούνται στην καταβολή του ημερήσιου τέλους μόνον για όσες ημέρες προσέρχονται σε αυτές. 3. Τα ποσά του εισπραττόμενου στις λαϊκές αγορές ημερήσιου τέλους, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν επιχορήγηση, μπορεί να διατίθενται με απόφαση του καθ΄ ύλην αρμόδιου Περιφερειάρχη για τις λαϊκές αγορές Αττικής και Θεσσαλονίκης και με απόφαση του οικείου Δημάρχου για τις λαϊκές αγορές της υπόλοιπης χώρας: α) στους Οργανισμούς λαϊκών αγορών Αττικής και Θεσσαλονίκης για την αντιμετώπιση των λειτουργικών αναγκών που προκύπτουν από τη λειτουργία λαϊκών αγορών και τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας. β) στις Ομοσπονδίες ή τους Συλλόγους, όπου δεν υπάρχουν Ομοσπονδίες, των δραστηριοποιουμένων στις λαϊκές αγορές επαγγελματιών και παραγωγών πωλητών για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών τους και τον εκσυγχρονισμό και την προβολή των λαϊκών αγορών. Ειδικότερα: βα) για τις λαϊκές αγορές χωρικής αρμοδιότητας του Οργανισμού Λαϊκών Αγορών Αττικής, δικαιούχοι είναι η Πανελλαδική Ομοσπονδία Συλλόγων Παραγωγών Αγροτικών Προϊόντων Λαϊκών Αγορών, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Σωματείων Πωλητών Λαϊκών Αγορών και η Ομοσπονδία Επαγγελματιών Πωλητών και Παραγωγών Λαϊκών Αγορών Περιφερείας Αττικής και το ποσό εκάστης δικαιούχου καθορίζεται σε ποσοστό 3% επί του ημερήσιου τέλους που καταβάλλουν τα μέλη της. ββ) για τις λαϊκές αγορές χωρικής αρμοδιότητας του Οργανισμού Λαϊκών Αγορών Θεσσαλονίκης δικαιούχοι είναι η Ομοσπονδία Συλλόγων Παραγωγών Λαϊκών Αγορών Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας – Θεσσαλίας - Θράκης και η Ομοσπονδία Σωματείων Επαγγελματιών Παραγωγών Πωλητών Λαϊκών Αγορών Μακεδονίας – Θεσσαλίας – Θράκης και το ποσό εκάστης δικαιούχου καθορίζεται σε ποσοστό 5% επί του ημερήσιου τέλους που καταβάλλουν τα μέλη της. βγ) για τις λαϊκές αγορές της υπόλοιπης χώρας δικαιούχοι είναι οι δύο αντιπροσωπευτικότερες Ομοσπονδίες ή Σύλλογοι, όπου δεν υπάρχουν Ομοσπονδίες, των επαγγελματιών και των παραγωγών πωλητών λαϊκών αγορών του οικείου Δήμου και το ποσό εκάστης δικαιούχου καθορίζεται σε ποσοστό 5% επί του ημερήσιου τέλους που καταβάλλουν τα μέλη της. 4. Το ποσό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αποτελεί το μοναδικό ανταποδοτικό τέλος προς τους Δήμους για τη λειτουργία των λαϊκών αγορών στους χώρους αυτών με τη μορφή τελών καθαριότητας, τελών κατάληψης πεζοδρομίου και χρήσης κοινοχρήστων χώρων. Το ποσό αυτό καθορίζεται σε ποσοστό 40% του εισπραττόμενου ημερήσιου τέλους για όλη τη χώρα και, για την Αττική και τη Θεσσαλονίκη, βαρύνει τους προϋπολογισμούς των αντίστοιχων Οργανισμών. 5. Οι Ομοσπονδίες ή οι Σύλλογοι, όπου δεν υπάρχουν Ομοσπονδίες, των δραστηριοποιουμένων στις λαϊκές αγορές επαγγελματιών και παραγωγών πωλητών, για να εισπράξουν το προβλεπόμενο ποσό της περίπτωσης β της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, που τους διατίθεται με την απόφαση του οικείου Περιφερειάρχη ή Δημάρχου κατά περίπτωση, υποχρεούνται να υποβάλλουν προηγουμένως στον φορέα λειτουργίας των λαϊκών αγορών αίτηση με συνημμένη απόφαση του Διοικητικού τους Συμβουλίου, στην οποία ορίζεται επακριβώς ο σκοπός για τον οποίο προορίζονται τα ποσά. Οι φορείς λειτουργίας των λαϊκών αγορών, ειδικότερα τα Διοικητικά Συμβούλια των Οργανισμών Λαϊκών Αγορών Αττικής και Θεσσαλονίκης ή τα δημοτικά συμβούλια κατά περίπτωση, με αποφάσεις τους βεβαιώνουν την ύπαρξη της σχετικής πίστωσης και εγκρίνουν τη σκοπιμότητα και τη διάθεση του προβλεπόμενου ποσού. Με την απόφαση έγκρισης καθορίζεται ο σκοπός για τον οποίο διατίθεται το ποσό, το χρονικό διάστημα από την εκταμίευση, μέσα στο οποίο θα ολοκληρωθεί η διάθεσή του, και το οποίο δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο των έξι (6) μηνών, καθώς και το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο υποχρεούται η Ομοσπονδία ή ο Σύλλογος να αποδώσει λογαριασμό, υποβάλλοντας όλα τα νόμιμα δικαιολογητικά και παραστατικά έγγραφα, το οποίο δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο του ενός (1) μηνός. Σε περίπτωση μη τήρησης της νόμιμης διαδικασίας, η απόφαση έγκρισης ανακαλείται από τον φορέα έγκρισης και η Ομοσπονδία ή ο Σύλλογος υποχρεούται να επιστρέψει το χορηγηθέν ποσό σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (νδ 356/1974, Α΄90) και θα αποκλείεται από κάθε διάθεση σχετικού ποσού για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών. 6. Η απόφαση της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου εκδίδεται μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου εκάστου έτους, έπειτα από πρόταση των οικείων δήμων στην εδαφική περιφέρεια των οποίων λειτουργούν λαϊκές αγορές και αφορά τέλη καθαριότητας, τέλη κατάληψης πεζοδρομίου και χρήσης κοινοχρήστων χώρων τρέχουσας περιόδου. Οι προτάσεις των οικείων δήμων υποβάλλονται στον Περιφερειάρχη μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου τρέχοντος έτους. Σε περίπτωση μη υποβολής πρότασης από δήμο, η απόφαση εκδίδεται χωρίς την πρόταση αυτή. 7. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 26 του ν.δ.3913/1958 (Α΄199), όπως επανήλθαν σε ισχύ και συμπληρώθηκαν με τα εδάφια 1 και 2 της παραγράφου 12 του άρθρου 27 του ν. 2130/1993 (Α΄62) καταργούνται.»
Άρθρο 34 Χωροθέτηση λαϊκών αγορών Για τις λαϊκές αγορές Αθήνας και Θεσσαλονίκης με ειδικά εμπεριστατωμένη αιτιολογημένη απόφαση του οικείου Περιφερειάρχη κατόπιν μη δεσμευτικής πρότασης του οικείου Οργανισμού, όπου υφίσταται, και μετά από γνώμη του οικείου Δήμου και της οικείας Αστυνομικής Αρχής, η οποία αποφαίνεται μόνον σχετικά με την κυκλοφοριακή επίπτωση από τη λειτουργία συγκεκριμένης λαϊκής αγοράς, καθορίζονται ο ακριβής τόπος λειτουργίας των λαϊκών αγορών και η τυχόν αλλαγή και επέκτασή του. Η πρόταση του Οργανισμού αποστέλλεται με επιμέλεια του οικείου Περιφερειάρχη στον Δήμο και στην Αστυνομική Αρχή, οι οποίοι οφείλουν να απαντήσουν εντός τριάντα (30) ημερών, άλλως ο Περιφερειάρχης εκδίδει την απόφαση χωρίς τη γνώμη τους. Για τις λαϊκές αγορές της υπόλοιπης χώρας ο ακριβής τόπος λειτουργίας των λαϊκών αγορών και η τυχόν αλλαγή και επέκτασή του καθορίζεται με απόφαση του οικείου Δημάρχου μετά από γνώμη της οικείας Αστυνομικής Αρχής. Οι Δήμαρχοι υποχρεούνται να παρέχουν οπωσδήποτε και κατά προτεραιότητα στους παραγωγούς όλης της χώρας θέσεις στις λαϊκές αγορές ευθύνης τους.
Άρθρο 35 Διοικητικό Συμβούλιο Οργανισμού Λαϊκών Αγορών Αττικής 1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 7στ του ν. 2323/1995 (Α΄145) αντικαθίσταται ως εξής: «1. Ο Οργανισμός Λαϊκών Αγορών Αττικής διοικείται από εννεαμελές Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από: α. Έναν εκπρόσωπο της Περιφέρειας Αττικής. β. Έναν εκπρόσωπο της Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Αττικής. γ. Έναν εκπρόσωπο του Συλλόγου Εργαζομένων στον Οργανισμό Λαϊκών Αγορών Αττικής. δ. Έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σωματείων Επαγγελματιών Πωλητών Λαϊκών Αγορών. ε. Έναν εκπρόσωπο της Πανελλαδικής Ομοσπονδίας Συλλόγων Παραγωγών Αγροτικών Προϊόντων Πωλητών Λαϊκών Αγορών. στ. Έναν εκπρόσωπο της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών Πωλητών και Παραγωγών Λαϊκών Αγορών Περιφέρειας Αττικής που ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα στην Περιφέρεια Αττικής. ζ. Έναν εκπρόσωπο του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων. η. Δύο εκπροσώπους του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Τα υπό στοιχεία α΄ έως ζ΄ μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζονται από τους οικείους φορείς, εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από σχετική πρόσκληση του Περιφερειάρχη Αττικής. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της εν λόγω προθεσμίας, τα ανωτέρω μέλη ορίζονται από τον ανωτέρω Περιφερειάρχη.» 2. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 7στ του ν. 2323/1995 (Α΄145) αντικαθίσταται ως εξής: «Με την ίδια απόφαση ορίζονται ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου από τα πρόσωπα της περίπτωσης η΄ της προηγούμενης παραγράφου.» 3. Στην παρ. 4 του άρθρου 7στ του ν. 2323/1995 προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Στον Οργανισμό Λαϊκών Αγορών Αττικής συνιστάται μια θέση δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω με σχέση έμμισθης εντολής ο οποίος προσλαμβάνεται με την διαδικασία του άρθρου 11 του ν.1649/1986 για τον εξώδικο και δικαστικό χειρισμό υποθέσεων του Οργανισμού. Οι απολαβές του καθορίζονται σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011.»
Άρθρο 36 Διοικητικό Συμβούλιο Οργανισμού Λαϊκών Αγορών Θεσσαλονίκης 1. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 8α του ν. 2323/1995 αντικαθίσταται ως εξής: «2. α) Ο Οργανισμός Λαϊκών Αγορών Θεσσαλονίκης διοικείται από εννεαμελές Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από: αα. Έναν εκπρόσωπο της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. αβ. Έναν εκπρόσωπο της Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Κεντρικής Μακεδονίας. αγ. Έναν εκπρόσωπο της Ομοσπονδίας Συλλόγων Παραγωγών Λαϊκών Αγορών Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας – Θεσσαλίας - Θράκης. αδ. Έναν εκπρόσωπο της Ομοσπονδίας Σωματείων Επαγγελματιών Παραγωγών Λαϊκών Αγορών Θεσσαλίας, Μακεδονίας και Θράκης. αε. Έναν εκπρόσωπο των Παραγωγών Αγροτικών Προϊόντων Πωλητών Λαϊκών Αγορών που ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα στη Μητροπολιτική Ενότητα Θεσσαλονίκης και προτείνεται από τον αντιπροσωπευτικότερο σύλλογο παραγωγών εντός του ανωτέρω διοικητικού ορίου. αστ. Έναν εκπρόσωπο των Εργαζομένων στον Οργανισμό Λαϊκών Αγορών Θεσσαλονίκης. αζ. Έναν εκπρόσωπο του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων. αη. Δύο εκπροσώπους του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Τα υπό στοιχεία αα΄ έως αζ΄ μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζονται από τους οικείους φορείς, εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από σχετική πρόσκληση του Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της εν λόγω προθεσμίας, τα ανωτέρω μέλη ορίζονται από τον ανωτέρω Περιφερειάρχη.» 2. Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 8α του ν. 2323/1995 (Α΄145) αντικαθίσταται ως εξής: «Με την ίδια απόφαση ορίζονται ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου από τα πρόσωπα της περίπτωσης αη΄ της προηγούμενης παραγράφου.» 3. Στην παρ. 2 του άρθρου 8α του ν. 2323/1995 προστίθεται περίπτωση ε΄ ως εξής: «ε. Στον οργανισμό λαϊκών αγορών Θεσσαλονίκης συνιστάται μια θέση δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω με σχέση έμμισθης εντολής, ο οποίος προσλαμβάνεται με την διαδικασία του άρθρου 11 του ν.1649/1986 για τον εξώδικο και δικαστικό χειρισμό υποθέσεων του Οργανισμού. Οι απολαβές του καθορίζονται σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011.»
Άρθρο 37 Χρηματικά πρόστιμα Μετά το άρθρο 7στ του ν. 2323/1995 προστίθεται άρθρο 7ζ ως εξής: «Άρθρο 7ζ Για τα χρηματικά πρόστιμα που προβλέπονται στο άρθρο 5 και τις παραγράφους 9 και 10 του άρθρου 7 του παρόντος και στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του πδ 51/2006 (Α΄116), εφόσον ο υπόχρεος εντός της προθεσμίας της παρ. 4 του άρθρου 5 του παρόντος προσέλθει στην ΔΟΥ όπου υπάγεται και καταβάλλει το επιβληθέν με την απόφαση επιβολής χρηματικό πρόστιμο, το ποσό του προστίμου μειώνεται κατά το ήμισυ. Το αποδεικτικό καταβολής του μειωμένου προστίμου προσκομίζεται στην αρμόδια υπηρεσία εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών. Η ανωτέρω ρύθμιση συνεπάγεται αυτοδικαίως την παραίτηση από την άσκηση προσφυγής κατά της πράξης βεβαίωσης της παράβασης ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου ή την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής.»
Άρθρο 38 Διοικητικές και οργανωτικές ρυθμίσεις 1. Το άρθρο 7 του πδ 489/1987 (Α΄ 226) αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 7 Προϊστάμενοι 1. Στη Διεύθυνση προΐσταται υπάλληλος των κλάδων ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΠΕ Πληροφορικής και εν ελλείψει ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού και εν ελλείψει ΤΕ Πληροφορικής. 2. Στα Τμήματα Οργάνωσης Λαϊκών Αγορών, Λειτουργίας Λαϊκών Αγορών, Εσόδων, Διοίκησης Προσωπικού και Οικονομικής Διοίκησης προΐστανται υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού και εν ελλείψει ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού και εν ελλείψει ΔΕ Διοικητικού-Λογιστικού. 3. Στο Τμήμα Μηχανογράφησης προΐσταται υπάλληλος των κλάδων ΠΕ Πληροφορικής και εν ελλείψει ΤΕ Πληροφορικής και εν ελλείψει ΔΕ Πληροφορικής.» 2. Το άρθρο 8 του πδ 51/2006 (Α΄53) αντικαθίσταται ως εξής: |«Άρθρο 8 Λειτουργία Λαϊκών Αγορών 1. Οι λαϊκές αγορές λειτουργούν από Δευτέρα μέχρι Σάββατο, εκτός των επισήμων ή τοπικών αργιών. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η λειτουργία λαϊκών αγορών και τις Κυριακές αποκλειστικά με τη συμμετοχή παραγωγών, σε χώρους που δεν εμποδίζουν την κυκλοφορία των οχημάτων. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καθορίζονται οι ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις για τη λειτουργία των λαϊκών αγορών κατά τις Κυριακές και ενδεικτικά ο φορέας επίβλεψης, το ύψος και ο τρόπος είσπραξης των ανταποδοτικών τελών καθαριότητας, ο τρόπος επιλογής και συμμετοχής των παραγωγών, το ωράριο λειτουργίας τους, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. 2. Το ωράριο λειτουργίας των λαϊκών αγορών καθορίζεται για μεν τις λαϊκές αγορές αρμοδιότητας των Οργανισμών λαϊκών Αγορών Αττικής και Θεσσαλονίκης με απόφαση του οικείου Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού κατά περίπτωση, για δε τις λαϊκές αγορές των λοιπών περιφερειών της χώρας με αποφάσεις των οικείων οργάνων των δήμων του ν.3463/2006 (Α΄114), όπως έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί με τις διατάξεις του ν. 3852/2010 (Α΄ 87).» 3. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 του πδ 51/2006 (Α’ 53), το οποίο τροποποιήθηκε με το πδ 116/2008 (Α΄179), προστίθεται εδάφιο ιε) ως εξής: «ιε) Τυροκομικά προϊόντα. Επιτρέπεται η πώληση σε λαϊκή αγορά, εφόσον έχουν παραχθεί σε εγκεκριμένη εγκατάσταση, φέρουν σήμανση αναγνώρισης (κωδικό αριθμό έγκρισης), σύμφωνα με τους Κανονισμούς (ΕΚ) 852/2004 και 853/2004 και έχουν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της κείμενης νομοθεσίας για την επισήμανση. Ειδικότερα κατά τη μεταφορά και πώληση θα πρέπει να τηρούνται οι απαιτήσεις του Κεφαλαίου ΙΙΙ του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) 852/2004. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας καθορίζονται, επιπλέον των δικαιολογητικών που προβλέπονται στις παραγράφους 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου, τα δικαιολογητικά για την έκδοση και ανανέωση των αδειών του παρόντος εδαφίου, καθώς και η διαδικασία έκδοσης των βεβαιώσεων της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.»\
Άρθρο 39 Μεταβατική διάταξη Η θητεία των υφισταμένων Διοικητικών Συμβουλίων των Οργανισμών Λαϊκών Αγορών Αττικής και Θεσσαλονίκης παύει αυτοδικαίως με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των αντίστοιχων αποφάσεων για το διορισμό των νέων, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Μέχρι τον διορισμό νέων Διοικητικών Συμβουλίων τα υφιστάμενα αποφασίζουν μόνον για τα τρέχοντα ζητήματα των Οργανισμών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΑΓΩΓΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ, ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑΣ Άρθρο 40 Τροποποίηση του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 1. Η περίπτωση δ) της παραγράφου 6 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής: «δ) επιχορήγηση από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α) πρώτου και δεύτερου βαθμού». 2. Η περίπτωση στ) της παραγράφου 6 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής: «στ) το ποσό που επιδικάζεται κατά την παράγραφο 22 του παρόντος και» 3. Η παράγραφος 7 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής: «Κάθε απόφαση επιχορήγησης των ενώσεων καταναλωτών οποιουδήποτε βαθμού από οποιονδήποτε φορέα σύμφωνα με τις περιπτώσεις (δ) και (ε) της προηγούμενης παραγράφου κοινοποιείται υποχρεωτικά στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή». 4. H παράγραφος 12 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής: «12. Στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή συνιστάται πενταμελής επιτροπή, η οποία αποτελείται από: α) δύο Προϊσταμένους Διεύθυνσης της Γραμματείας αυτής, οι οποίοι προτείνονται με τον αναπληρωτή τους από το Γενικό Γραμματέα Καταναλωτή, β) έναν εκπρόσωπο του Συνηγόρου του Καταναλωτή και γ) δύο εκπροσώπους των ενώσεων καταναλωτών που είναι μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Καταναλωτή και Αγοράς (Ε.Σ.Κ.Α.) και εκλέγονται με τους αναπληρωτές τους από το Ε.Σ.Κ.Α. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας με θητεία τριών (3) ετών. Τα μέλη που προέρχονται από το Ε.Σ.Κ.Α. δεν επιτρέπεται να διοριστούν για δύο συνεχόμενες θητείες. Έργο της επιτροπής είναι η πιστοποίηση της πραγματικής λειτουργίας των ενώσεων καταναλωτών και της τήρησης των παραγράφων 5, 6, 8 έως και 11 του παρόντος. Η πιστοποίηση ανακαλείται από την Επιτροπή εγγράφως σε περίπτωση που ενώσεις καταναλωτών οποιουδήποτε βαθμού δεν υλοποιούν καμία δράση για δύο συνεχή έτη ή δεν συμμορφώνονται με τα οριζόμενα στις παραγράφους 8 έως 11. Οι αδρανείς ενώσεις καταναλωτών δεν δικαιούνται επιχορήγησης από Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού. Η πενταμελής επιτροπή συνεδριάζει τακτικώς εντός του πρώτου τριμήνου κάθε ημερολογιακού έτους και εκτάκτως οποτεδήποτε κληθεί να πιστοποιήσει νέα καταναλωτική οργάνωση. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις πιστοποίησης των καταναλωτικών οργανώσεων.». 5. Η παράγραφος 22 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής: «Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά την περίπτωση β΄ της παραγράφου 16 για την αυτή παράβαση παρέχεται μία μόνο φορά. Εκ του ποσού που επιδικάζεται κατά το προηγούμενο εδάφιο ποσοστό 20% διατίθεται στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή εντός μηνός από την είσπραξή του για σκοπούς προώθησης πολιτικών προστασίας του καταναλωτή και εκπαίδευσης του προσωπικού που απασχολείται στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητα, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων ρυθμίζονται τα θέματα εφαρμογής της παρούσας παραγράφου». 6. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 27 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 καταργείται το στοιχείο (γ) και τα στοιχεία (δ) και (ε) αναριθμούνται σε (γ) και (δ). 7. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 28 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής: «Η διαγραφή της ένωσης καταναλωτών από το Μητρώο ενεργείται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας». Άρθρο 41 Τροποποίηση του άρθρου 12 του ν. 2251/1994 1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 12 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής: «2. Το Ε.Σ.Κ.Α. αποτελείται από: α) τρείς (3) εκπροσώπους του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, μετά των αναπληρωτών αυτών, β) το Συνήγορο του Καταναλωτή, γ) έναν (1) εκπρόσωπο από κάθε δευτεροβάθμια ένωση καταναλωτών δ) πέντε (5) εκπρόσωπους πρωτοβάθμιων ενώσεων καταναλωτών ε) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού στ) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από την Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων (Κ.Ε.Ε.) ζ) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.) η) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από τον Ενιαίο φορέα Ελέγχου Τροφίμων (Ε.Φ.Ε.Τ) θ) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ι) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από την Ελληνική Ένωση Τραπεζών (Ε.Ε.Τ) ια) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από το Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος (Σ.Ε.Λ.Π.Ε) ιβ) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε) ιγ) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από την Ένωση Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων ιδ) έναν (1) εκπρόσωπος που προτείνεται από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.) ιε) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από την Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών (ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ) ιστ) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.) ιζ) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.) ιη) έναν (1) εκπρόσωπο που προτείνεται από την Ομοσπονδία Σωματείων Ατόμων με Αναπηρίες ιθ) έναν (1) εκπρόσωπο υπηρεσιών γενικού – κοινωνικού ενδιαφέροντος (μεταφορά, ύδρευση, ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο, τηλεπικοινωνίες, ταχυδρομικές υπηρεσίες κλπ.), ανάλογα με την θεματική ενότητα. 2. Μετά την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ν. 2251/1994 προστίθεται παράγραφος 2 α ως εξής: «2 α. Στο ΕΣΚΑ, όπου κριθεί αναγκαίο, καλούνται χωρίς δικαίωμα ψήφου κατά περίπτωση: • οι Προϊστάμενοι των διευθύνσεων που είναι αρμόδιες σε θέματα προστασίας του Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, • πρόσωπα με εξειδικευμένες γνώσεις σε θέματα προστασίας καταναλωτή και • εκπρόσωποι άλλων παραγωγικών τάξεων, καθώς και άλλοι φορείς που εμπλέκονται σε θέματα προστασίας του καταναλωτικού κοινού». 3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 12 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής: «3. Τα υπό στοιχεία (γ) έως (ιθ) μέλη του ΕΣΚΑ της παραγράφου 2 προτείνονται με τους αναπληρωτές τους από τους οικείους φορείς, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτούς σχετικής πρόσκλησης του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Αν οι φορείς αυτοί δεν προτείνουν τους εκπροσώπους τους εντός της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου, οι εκπρόσωποι αυτοί ορίζονται από τον Υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Ειδικά όσον αφορά τους εκπροσώπους των ενώσεων καταναλωτών της παραγράφου 2, και σε περίπτωση που δεν καλύπτονται οι προαναφερόμενες θέσεις του στοιχείου (γ) της παραγράφου 2 από εκπροσώπους δευτεροβάθμιων ενώσεων καταναλωτών, οι κενές θέσεις καλύπτονται από εκπροσώπους πρωτοβάθμιων ενώσεων καταναλωτών. Ο εκπρόσωπος της πρωτοβάθμιας ένωσης του στοιχείου (δ) της παραγράφου 2 δεν μπορεί να συμμετέχει στο ΕΣΚΑ, αν η ένωση που ανήκει είναι μέλος της δευτεροβάθμιας ένωσης που συμμετέχει δια εκπροσώπου στο ΕΣΚΑ. Η θητεία των μελών του Ε.Σ.Κ.Α. είναι τριετής και μπορεί να ανανεωθεί μία ή περισσότερες φορές, για ίσο χρόνο. Η θητεία των μελών του Ε.Σ.Κ.Α. λήγει πριν παρέλθει ο χρόνος της, σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης, διακοπής της συμμετοχής τους στο φορέα που εκπροσωπούν ή αποβολής της οικείας ένωσης καταναλωτών σύμφωνα με την παράγραφο 27 του άρθρου 10». 4. Η παράγραφος 4 του άρθρου 12 του ν. 2251/1994 τροποποιείται ως εξής: «4. Το ΕΣΚΑ συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Με την ίδια απόφαση επιλέγεται και ορίζεται ο Πρόεδρος του ΕΣΚΑ, μετά του αναπληρωτή αυτού, μεταξύ των υπό στοιχείο (α) της παραγράφου 2 μελών. Με όμοια απόφαση ορίζεται γραμματέας του ΕΣΚΑ μετά του αναπληρωτή αυτού μεταξύ των υπάλληλων της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή». 5. Η παράγραφος 7 του άρθρου 12 του ν. 2251/1994 διαγράφεται. 6. Η παράγραφος 8 του άρθρου 12 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής: «8. Οι δαπάνες λειτουργίας του Ε.Σ.Κ.Α. βαρύνουν τις πιστώσεις της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή». 7. Η παράγραφος 9 του άρθρου 12 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής: «9. Τα μέλη του Ε.Σ.Κ.Α. δεν δικαιούνται αμοιβής για τη συμμετοχή τους στα όργανα αυτά. Τα μέλη που διαμένουν εκτός Αθηνών λαμβάνουν τα έξοδα κίνησης σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις».
Άρθρο 42 Τροποποίηση του άρθρου 13α και προσθήκη άρθρου 13β στο ν. 2251/1994 1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 13 α του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, των Κανόνων Ρύθμισης της Αγοράς Προϊόντων και της Παροχής Υπηρεσιών και διατάξεων άλλων ειδικών νομοθετημάτων, σε βάρος των προμηθευτών που παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος νόμου επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, κατόπιν καταγγελίας ή και αυτεπαγγέλτως μια ή περισσότερες από τις παρακάτω κυρώσεις: α) σύσταση για συμμόρφωση, εντός οριζόμενης προθεσμίας και άρση της προσβολής και παράλειψης στο μέλλον. β) πρόστιμο από χίλια πεντακόσια (1.500) έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ. Σε περίπτωση που εκδοθούν σε βάρος του ίδιου προμηθευτή περισσότερες από τρεις (3) αποφάσεις επιβολής προστίμου, το ανώτατο όριο προστίμου διπλασιάζεται. γ) προσωρινή διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης ή τμήματος της για χρονικό διάστημα από τρεις (3) μήνες έως ένα (1) έτος σε περίπτωση που εκδοθούν σε βάρος του ίδιου προμηθευτή περισσότερες από τρεις (3) αποφάσεις επιβολής προστίμου». 2. Στο ν. 2251/1994 προστίθεται άρθρο 13β ως εξής: «Κάθε καταναλωτής ή ένωση καταναλωτών έχει το δικαίωμα να καταγγέλλει ενώπιον της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου. Οι καταγγελίες που λαμβάνει η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή κατατάσσονται ως εξής: α) Καταγγελίες περί ζητημάτων που δεν εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή με βάση τις διατάξεις του παρόντος νόμου διαβιβάζονται στην αρμόδια υπηρεσία και ενημερώνεται σχετικά ο καταγγέλλων μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την υποβολή τους. β) Καταγγελίες με αίτημα εμφανώς αόριστο, ακατάληπτο ή αίτημα που επαναλαμβάνεται κατά τρόπο καταχρηστικό, τίθενται στο αρχείο της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή και ενημερώνεται σχετικά ο καταγγέλλων μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την υποβολή τους. Η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή δεν είναι υποχρεωμένη να απαντά σε αιτήματα καταναλωτών υπό μορφή γνωμοδότησης ή σε ερωτήματα επί ιδιωτικής φύσεως υποθέσεων που δεν στοιχειοθετούν καταγγελίες παραβάσεων του παρόντος νόμου. γ) Καταγγελίες περί ζητημάτων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή με βάση τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Στην περίπτωση αυτή, η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή προβαίνει σε περαιτέρω αξιολόγηση της αναγκαιότητας διερεύνησής τους λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το δημόσιο συμφέρον, την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, τις πιθανές επιπτώσεις στο καταναλωτικό κοινό, τις επιπτώσεις σε ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού, την προστασία του καταναλωτή, καθώς και το αποτέλεσμα που προσδοκάται από την παρέμβασή της σε συγκεκριμένη υπόθεση. Εφόσον αξιολογηθεί από τον Προϊστάμενο Διεύθυνσης Προστασίας η αναγκαιότητα διερεύνησης των ως άνω καταγγελιών, ο ίδιος αναθέτει προς εξέταση τις υποθέσεις στο αρμόδιο Τμήμα. Ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης δύναται να θέσει κάποιες υποθέσεις σε προσωρινό αρχείο μέχρι να προκύψουν πρόσθετα στοιχεία που θεμελιώνουν την αναγκαιότητα διερεύνησης, όπως αυτή περιγράφεται ανωτέρω. Η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή κατά το στάδιο της διερεύνησης δύναται να ζητήσει την απλή γνώμη του Συνηγόρου του Καταναλωτή, ο οποίος υποχρεούται να παράσχει την αιτιολογημένη άποψή του επί της καταγγελίας εντός διμήνου από την υποβολή σχετικού ερωτήματος της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή. Εφόσον η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή κρίνει την μη αναγκαιότητα διερεύνησης κάποιων καταγγελιών βάσει των ανωτέρω ενημερώνεται σχετικά ο ενδιαφερόμενος καταγγέλλων, διαφορετικά διεκπεραιώνει την υπόθεση σε εύλογο χρονικό διάστημα, ανάλογα με το είδος της.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ ΛΟΙΠΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Άρθρο 43 To άρθρο 8 του πδ 524/78 (Α΄ 112) αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 8 Έλεγχοι οργάνων μέτρησης 1. Α) Όλα τα όργανα μέτρησης που υπόκεινται σε νόμιμο έλεγχο υφίστανται υποχρεωτικά επαλήθευση πριν την πρώτη χρήση τους από κοινοποιημένο οργανισμό ή από τον κατασκευαστή, εφόσον αυτός διαθέτει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας, υπό τους όρους που προβλέπονται στις υπουργικές αποφάσεις Φ2-376/93 (Β΄ 284) και Φ2-1393/07 (Β΄ 521) όπως ισχύουν, για τον έλεγχο της τεκμηρίωσης, της σήμανσης και εν γένει της κατά νόμο λειτουργίας τους. Β) Για την ως ανωτέρω επαλήθευση, εφόσον διενεργείται από κοινοποιημένο οργανισμό, εισπράττονται τέλη, το ύψος οποίων ρυθμίζεται με Κοινή Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Τα τέλη βαρύνουν τους κατασκευαστές ή τους εξουσιοδοτημένους αντιπρόσωπους ή τους εισαγωγείς ή τους διανομείς και κατατίθενται από τoυς ενδιαφερομένους στον Κρατικό Προϋπολογισμό στον κωδικό εσόδου ΚΑΕ 3422 «Έσοδα καταργηθέντος ειδικού λογαριασμού Υπουργείου Ανάπτυξης “Λογαριασμός Μέτρων και Σταθμών”» σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Γ) Κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια που αφορά την ως ανωτέρω επαλήθευση ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. 2. Α) Όλα τα όργανα μέτρησης που υπόκεινται σε νόμιμο έλεγχο υφίστανται υποχρεωτικά μία φορά κατ’ έτος περιοδικό έλεγχο που διενεργείται από τις Περιφερειακές Υπηρεσίες Εμπορίου της χώρας για τον επανέλεγχο της τεκμηρίωσης, της σήμανσης και εν γένει της κατά νόμο λειτουργίας τους. Ο περιοδικός έλεγχος συντονίζεται και εποπτεύεται από τη Δ/νση Μετρολογίας της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Β) Για τον Περιοδικό Έλεγχο εισπράττονται τέλη, το ύψος των οποίων ρυθμίζεται με Κοινή Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Τα τέλη Περιοδικού Ελέγχου βαρύνουν τους χρήστες των οργάνων μέτρησης και τα έσοδα από τα τέλη κατατίθενται από τις Περιφερειακές Υπηρεσίες Εμπορίου κάθε μήνα στον Κρατικό Προϋπολογισμό στον κωδικό εσόδου ΚΑΕ 3422 «Έσοδα καταργηθέντος ειδικού λογαριασμού Υπουργείου Ανάπτυξης “Λογαριασμός Μέτρων και Σταθμών”» σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Γ) Από τα έσοδα των τελών του περιοδικού ελέγχου του προηγούμενου έτους: α) ποσοστό 50% αποτελεί έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού και β) ποσοστό 50% εγγράφεται στον τακτικό προϋπολογισμό της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας στον κωδικό ΚΑΕ 5291 «Δαπάνες καταργηθέντων με το ν. 3697/2008 ειδικών λογαριασμών», από το οποίο: i. ποσοστό 50% διατίθεται στη Δ/νση Μετρολογίας, της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου, του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας για: a. την αγορά και συντήρηση οργάνων μέτρησης, λοιπού εξοπλισμού και ειδικών οχημάτων που χρησιμοποιούνται για μετρολογικούς ελέγχους b. για την πληρωμή των συνδρομών της χώρας σε διεθνείς, ευρωπαϊκούς και εθνικούς μετρολογικούς οργανισμούς c. για την κάλυψη των δαπανών επιμόρφωσης του προσωπικού της διεύθυνσης d. για την αγορά εγχειριδίων (έντυπων και ηλεκτρονικών), συνδρομών σε ηλεκτρονικές υπηρεσίες, με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της Δ/νσης e. για την κάλυψη των δαπανών μετακίνησης και συμμετοχής του προσωπικού της Δ/νσης σε σεμινάρια, συνεδριάσεις και συνέδρια που αφορούν τη Μετρολογία f. για την κάλυψη των δαπανών μετακίνησης, ημερήσιας αποζημίωσης και υπερωριακής απασχόλησης του προσωπικού της Δ/νσης για τη διενέργεια μετρολογικών ελέγχων και ii. ποσοστό 50% διατίθεται στις Περιφερειακές Υπηρεσίες Εμπορίου της χώρας για: a. την αγορά και συντήρηση οργάνων μέτρησης, λοιπού εξοπλισμού και ειδικών οχημάτων που χρησιμοποιούνται για μετρολογικούς ελέγχους b. για την κάλυψη των δαπανών επιμόρφωσης του προσωπικού των Περιφερειακών Υπηρεσιών σε θέματα που αφορούν τη μετρολογία c. για την αγορά εγχειριδίων (έντυπων και ηλεκτρονικών), συνδρομών σε ηλεκτρονικές υπηρεσίες, που αφορούν τη μετρολογία d. για την κάλυψη των δαπανών μετακίνησης και συμμετοχής του προσωπικού της υπηρεσίας σε σεμινάρια, συνεδριάσεις και συνέδρια που αφορούν τη μετρολογία e. για την κάλυψη των δαπανών μετακίνησης, ημερήσιας αποζημίωσης και υπερωριακής απασχόλησης του προσωπικού της υπηρεσίας για τη διενέργεια μετρολογικών ελέγχων. Δ) Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, , η οποία εκδίδεται εντός του πρώτου τριμήνου εκάστου έτους, κατανέμονται και διατίθενται στις Υπηρεσίες Εμπορίου των Περιφερειακών Ενοτήτων της χώρας τα σχετικά ποσά που αφορούν το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με την περίπτωση βii) της ως άνω παραγράφου Γ. Για την κατανομή των ως άνω ποσών προηγείται λογιστικός έλεγχος και διασταύρωση των σχετικών παραστατικών και κάθε άλλου αναγκαίου στοιχείου από τις οικονομικές υπηρεσίες του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Ε) Κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια που αφορά τον Περιοδικό Έλεγχο ρυθμίζεται με Απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. 3. Όλα τα όργανα μέτρησης που υπόκεινται σε νόμιμο έλεγχο, πέραν της επαλήθευσης πριν την πρώτη χρήση και του περιοδικού ελέγχου, υπόκεινεται και σε έκτακτους ελέγχους από τη Διεύθυνση Μετρολογίας της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, και Ανταγωνιστικότητας καθώς και από τις Περιφερειακές Υπηρεσίες Εμπορίου της χώρας, σε χρόνο που κρίνεται αναγκαίος από τις υπηρεσίες, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν καταγγελίας. Κατά τους έκτακτους ελέγχους εξετάζεται η τεκμηρίωση, η σήμανση και εν γένει η κατά νόμο λειτουργία των οργάνων μέτρησης και δεν εισπράττονται τέλη.»
Άρθρο 44 Τελικές και μεταβατικές Διατάξεις 1. Ο παρών νόμος τίθεται σε ισχύ με τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2. Έως την έκδοση των Υπουργικών Αποφάσεων των παραγράφων 1 του άρθρου 4, 2 και 3 του άρθρου 22 και 3 του άρθρου 24 του παρόντος νόμου, εξακολουθούν να ισχύουν η ΑΔ 7/2009 (Β΄ 1388) με τις αντίστοιχες κυρώσεις που προβλέπονται στο νδ 136/1946 (Α΄159). 3. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται: α) το νδ 136/1946 (Α΄159), β) ο ν. 3668/2008 (Α΄115), γ) το άρθρο 15 του ν. 802/1978 (Α΄121).
* * *
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΚΑΝΟΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ» ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Γενικό Μέρος Το παρόν σχέδιο νόμου αποτελεί μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού, επικαιροποίησης και συστηματοποίησης των βασικών κανόνων που αφορούν στην εμπορία και διακίνηση προϊόντων και στην παροχή υπηρεσιών. Βασικός στόχος του είναι η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς με τη θέσπιση κανόνων εμπορίας και διακίνησης προϊόντων και παροχής υπηρεσιών. Μέχρι σήμερα το σχετικό θεσμικό πλαίσιο αποτελεί ο Αγορανομικός Κώδικας (νδ 136/ 1946), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, καθώς και οι κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες Αγορανομικές Διατάξεις. Οι σύγχρονες, ωστόσο, εξελίξεις σε όλο το φάσμα λειτουργίας της αγοράς οδήγησαν σταδιακά σε μια ανακολουθία ανάμεσα στην πράξη και τη θεωρία, με αποτέλεσμα οι διατάξεις του Αγορανομικού Κώδικα να έχουν στο μεγαλύτερο μέρος τους καταστεί αναχρονιστικές, ανεπίκαιρες και η εφαρμογή τους να γίνεται ολοένα και πιο δυσχερής για τις επιχειρήσεις, αλλά και για τα ελεγκτικά όργανα. Εξάλλου, τo θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί η ελληνική αγορά έχει αλλάξει σημαντικά, καθώς αποτελεί μέρος της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς. Περαιτέρω, η διάρθρωση και το μέγεθος της εγχώριας αγοράς έχει μεταβληθεί σημαντικά. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική και η πρόσφατη ανάπτυξη της Κοινής Οργάνωσης της Αγοράς αγροτικών προϊόντων στην Ε.Ε. έχουν υποκαταστήσει στην πράξη πολλά από τα άρθρα του Αγορανομικού Κώδικα που αναφέρονται στην αγορά τροφίμων. Το συγκεκριμένο πεδίο ρύθμισης και ιδιαίτερα στον τομέα των τροφίμων μεταβάλλεται διαρκώς ωθώντας τον Έλληνα νομοθέτη να προβεί σε εναρμόνιση του εθνικού δικαίου με τις επιταγές των Ευρωπαϊκών Κανονισμών και Οδηγιών και ειδικότερα της Οδηγίας 2000/13 αλλά και του Κανονισμού 1169/2011 σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα που πρόκειται να τεθεί σε ισχύ κατά το τέλος του 2014. Το σχέδιο νόμου αποτελεί το πλαίσιο άσκησης της εμπορίας και διακίνησης προϊόντων και παροχής υπηρεσιών, προβλέποντας τις γενικές αρχές βάσει των οποίων πρόκειται να εκδοθούν στη συνέχεια οι ειδικότεροι κανόνες εφαρμογής αυτού, δηλαδή οι Κανόνες Διακίνησης και Εμπορίας Πώλησης Προϊόντων και Παροχής Υπηρεσιών, σε αντικατάσταση της ισχύουσας Αγορανομικής Διάταξης 7/2009. Ο νέος νόμος διατηρεί στη διαδικασία της νομοθέτησης τη λογική του αγορανομικού κώδικα. Έτσι, με τον νόμο τίθεται το γενικότερο πλαίσιο κυρώσεων και οι κατ’ εξουσιοδότηση υπουργικές αποφάσεις με ευελιξία καθορίζουν λεπτομερώς και στο πλαίσιο του εφικτού τις κυρώσεις ανά παράβαση ή κατηγορία παράβασης. Αυτό κρίθηκε απαραίτητο, διότι η αγορά στην σύγχρονη εποχή μεταβάλλεται με γρήγορους ρυθμούς και γι’ αυτό πρέπει και η νομοθεσία να μπορεί να προσαρμόζεται αναλόγως. Εξάλλου, επειδή οι λέξεις «αγορανομία» και «αγορανομικός» δεν συνάδουν πλέον με τη σύγχρονη αντίληψη για την αγορά και με το διαμορφωμένο ήδη δικαιικό μας σύστημα, κρίθηκε επιβεβλημένη η αφαίρεσή τους από τον παρόντα νόμο, σηματοδοτώντας έτσι το τέλος μιας εποχής. Μέσα από τις διατάξεις του εν λόγω νομοθετήματος επιδιώκεται η δημιουργία ενός ενιαίου νομικού πλαισίου για τα ζητήματα τα οποία ρυθμίζονταν από την αγορανομική νομοθεσία και η ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου για τις επιχειρήσεις και τον καταναλωτή, σύμφωνα με τους κανόνες του ευρωπαϊκού δικαίου και του δικαίου του ανταγωνισμού προς όφελος της οικονομίας και των καταναλωτών.
Ειδικό μέρος Κεφάλαιο Α' Στο άρθρο 1 προσδιορίζεται το πεδίο εφαρμογής του νόμου. Από το πεδίο εφαρμογής του νόμου εξαιρούνται οι επιστημονικές υπηρεσίες που παρέχονται από ελεύθερους επαγγελματίες όπως αυτοί ρητά αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 48 του ν. 2238/94, καθώς και οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Ως επιστημονικές υπηρεσίες θεωρούνται ιδίως οι υπηρεσίες που παρέχονται από όσους ασκούν το επάγγελμα του γιατρού, οδοντίατρου, κτηνίατρου, φυσικοθεραπευτή, βιολόγου, ψυχολόγου, μαίας, δικηγόρου, συμβολαιογράφου, άμισθου υποθηκοφύλακα, δικαστικού επιμελητή, αρχιτέκτονα, μηχανικού, τοπογράφου, χημικού, γεωπόνου, γεωλόγου, δασολόγου, ωκεανογράφου, οικονομολόγου, αναλυτή, προγραμματιστή, ερευνητή ή συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή ή φοροτέχνη, αναλογιστή, κοινωνιολόγου, κοινωνικού λειτουργού και λοιπά. Δηλαδή από το πεδίο εφαρμογής του νέου νόμου εξαιρείται η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών από πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στο πεδίο των επιστημονικών γνώσεων και, συνεπώς, η παραπομπή στην παρ.1 του άρθρου 48 του ν.2238/1994, δεν αναφέρεται στο σύνολο των ελευθέρων επαγγελματιών, αλλά μόνο στα πρόσωπα που έχουν επιστημονικές γνώσεις. Στο άρθρο 2 παρατίθενται οι βασικοί ορισμοί των προϊόντων και υπηρεσιών, όπως αυτά ορίζονται στα κείμενα των Κοινοτικών Κανονισμών και Οδηγιών για τα τρόφιμα (ενδεικτικά Κανονισμός 178/2002, 1169/2011), καθώς και στον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών. Με τον τρόπο αυτό ο νομοθέτης, χωρίς να εισάγει νέους ορισμούς, ουσιαστικά συγκεντρώνει τους ορισμούς που βρίσκονται διάσπαρτοι στην ισχύουσα νομοθεσία. Έτσι, ο εφαρμοστής του νόμου έχει στα χέρια του ένα λειτουργικό εργαλείο για την αποτελεσματική άσκηση του έργου του και οι φορείς της αγοράς ένα σαφές πλαίσιο μέσα στο οποίο προσαρμόζουν τη δράση τους, ενώ ειδικότεροι ορισμοί μπορούν να αναζητηθούν στην ανωτέρω αναφερόμενη κοινοτική νομοθεσία. Ιδιαίτερα ως προς τον ορισμό των τροφίμων, έχει εφαρμογή το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Ιανουαρίου 2002 για τον καθορισµό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίµων και τον καθορισµό διαδικασιών σε θέµατα ασφαλείας των τροφίµων. Ως τέτοια, επομένως, νοούνται οι ουσίες ή τα προϊόντα, είτε αυτά έχουν υποστεί πλήρη ή μερική επεξεργασία είτε όχι, τα οποία προορίζονται για βρώση από τον άνθρωπο ή αναμένεται ευλόγως ότι θα χρησιμεύσουν για τον σκοπό αυτόν. Στα «τρόφιμα» περιλαμβάνονται ποτά, τσίχλες και οποιαδήποτε ουσία, περιλαμβανομένου του νερού, η οποία ενσωματώνεται σκόπιμα στα τρόφιμα στη διάρκεια της παραγωγής, της παρασκευής ή της επεξεργασίας τους. Επίσης περιλαμβάνεται το νερό μετά το σημείο συμμόρφωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 98/83/ΕΚ και με την επιφύλαξη των απαιτήσεων των οδηγιών 80/778/ΕΟΚ και 98/83/ΕΚ. Ο ορισμός της «υπηρεσίας» προέρχεται από τον ν. 3844/2010 περί «προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2006/123 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και άλλες διατάξεις». Στο άρθρο 3 τίθενται οι γενικές αρχές που διέπουν την διακίνηση και εμπορία προϊόντων και υπηρεσιών και αφορούν στην υποχρέωση εξασφάλισης της ενημέρωσης του καταναλωτή ως προς τα στοιχεία εκείνα που δύνανται να επηρεάσουν την αγοραστική του απόφαση, ώστε ο καταναλωτής να επιλέγει προϊόντα και υπηρεσίες βασιζόμενος σε πλήρη και ακριβή γνώση των ιδιοτήτων και της φύσης τους, στην υποχρέωση διασφάλισης της ορθότητας της συναλλαγής και στην υποχρέωση τήρησης και διασφάλισης των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας. Περαιτέρω στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 γίνεται ειδική μνεία στα υποκατάστατα και ειδικότερα στην υποχρέωση σαφούς ενημέρωσης περί της φύσης του τροφίμου, κατά τρόπο που συνάδει με το κοινοτικό δίκαιο και τον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών, ώστε να αποφεύγεται τυχόν κίνδυνος παραπλάνησης. Στο άρθρο 4 δίνεται η εξουσιοδότηση στον Υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας να εκδίδει αποφάσεις με τις οποίες ρυθμίζονται τα ειδικότερα ζητήματα που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος, η εξειδίκευση της παραβατικής συμπεριφοράς με βάση το πλαίσιο που τίθεται στον νόμο και οι επιβαλλόμενες κυρώσεις, οι οποίες στο πλαίσιο του εφικτού αντικειμενικοποιούνται, προκειμένου να αποφεύγονται περιπτώσεις διακριτικής εφαρμογής του νόμου. Με τη δεύτερη παράγραφο παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση, με την οποία ο ίδιος Υπουργός μπορεί να προσδιορίζει τις ανώτερες τιμές πώλησης προϊόντων σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, στις οποίες δεν μπορεί να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός, όπως στα κυλικεία των πλοίων ή αρχαιολογικών χώρων ή αεροδρομίων κτλ, σε κάθε περίπτωση έχοντας λάβει τη γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Στο άρθρο 5 προβλέπεται η υποχρέωση του προμηθευτή να παρέχει γραπτές σαφείς και πλήρεις οδηγίες προς τον καταναλωτή στην ελληνική γλώσσα ή κάνοντας χρήση διεθνώς καθιερωμένων συμβόλων για την ασφαλή συντήρηση, διατήρηση και την εν γένει πλήρη αξιοποίηση του προϊόντος. Επιδιώκει, επομένως, ο νομοθέτης να εξασφαλίσει την ασφαλή και καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση του προϊόντος από τον καταναλωτή, κατά τρόπο που να καθίσταται αυτό αξιοποιήσιμο και έτσι να επιτυγχάνεται μεγιστοποίηση του επιθυμητού κατά το χρόνο της αγοράς οφέλους. Στο άρθρο 6 περί ενδείξεων γίνεται συγκέντρωση των σχετικών διατάξεων για τα τρόφιμα για λόγους ασφάλειας δικαίου και εξάλειψης ασαφειών ως προς τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων σε σχέση με τις ενδείξεις των τροφίμων. Ειδικότερα, γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα σε προσυσκευασμένα και μη τρόφιμα. Για τα μεν πρώτα διατηρείται η υποχρέωση της διασφάλισης της συσκευασίας από εξωτερικές παρεμβάσεις, ώστε ο καταναλωτής να αντιλαμβάνεται άμεσα, και πριν προβεί σε κατανάλωση του προϊόντος, εάν αυτό έχει ανοιχθεί πριν το καταναλώσει. Για τα δε δεύτερα τίθεται υποχρέωση ως προς την επαρκή πληροφόρηση του καταναλωτή για τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, την τιμή και την προέλευσή των τροφίμων. Σημειώνεται ότι σε ότι αφορά τη χώρα καταγωγής ή τον τόπο προέλευσης των τροφίμων, η ένδειξη τίθεται σύμφωνα με την Οδηγία 2000/13 μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου 2014 και, μετά τη θέση σε εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 1169/2011 στις 13 Δεκεμβρίου 2014, σύμφωνα με όσα καθορίζονται στο άρθρο 26 του εν λόγω κανονισμού καθώς και με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ιδίου. Στο άρθρο 7 γίνεται μνεία στην υποχρέωση τήρησης πινακίδων λιανικής πώλησης σε καλή κατάσταση και με αναγραφή υποχρεωτικά στην ελληνική γλώσσα. Στόχος είναι η άμεση και ευκρινώς αντιληπτή ορθή και ακριβής πληροφόρηση του καταναλωτή ως προς την τιμή, την ποιότητα, την προέλευση και άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά των πωλούμενων προϊόντων, σε χώρους στεγασμένου και υπαίθριου εμπορίου και σε μέρος που να τις καθιστά ευδιάκριτες στον καταναλωτή, ώστε να αποφεύγονται αγορές που βασίστηκαν σε πλάνη περί των χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της τιμής αυτού. Όπως και στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, αντίστοιχες υποχρεώσεις περιγράφονται στον Κανονισμό 1169/2011 για τον οποίο υπάρχει προθεσμία εναρμόνισης μέχρι το Δεκέμβριο του 2014 και ήδη είναι σε εξέλιξη η σχετική επεξεργασία. Το άρθρο 8 προσδιορίζει την έννοια της καθαρής ποσότητας προϊόντος, η οποία πρέπει να διαφοροποιείται ξεκάθαρα από τη συσκευασία αυτού και μέρη της τα οποία μπορεί να περιέχονται στον κύριο περιέκτη (container). Έτσι, ο καταναλωτής γνωρίζει ακριβώς την ποσότητα στην οποία αντιστοιχεί η αναγραφόμενη τιμή και πληρώνει μόνο για την ποσότητα του είδους που αγοράζει και όχι για την συσκευασία ή για υλικό απαραίτητο για την συντήρηση του. Στο άρθρο 9 προβλέπεται η υποχρέωση τήρησης τιμοκαταλόγου από επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών σε ορατό από τους πελάτες σημείο, καθώς και η υποχρέωση έκδοσης αναλυτικών τιμολογίων ή αποδείξεων για κάθε μια παρεχόμενη υπηρεσία χωριστά. Δικαιολογητική βάση της διάταξης αποτελεί η ανάγκη όσο το δυνατό πληρέστερης ενημέρωσης του καταναλωτή με τρόπο εύκολα αντιληπτό για την υπηρεσία, η οποία του παρέχεται, με την αναγραφή της τιμής κάθε παρεχόμενης υπηρεσίας, έτσι ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα παραπλάνησης και αδιαφανούς παροχής υπηρεσιών. Ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να γνωρίζει πριν αγοράσει πόσο ακριβώς θα πληρώσει και το δικαίωμα του αυτό πρέπει να ασκείται αποτελεσματικά. Στο άρθρο 10 επιχειρείται μια γενική περιγραφή των υποχρεώσεων των επιχειρηματιών όταν διενεργούν πρακτικές επικοινωνίας προς τον καταναλωτή. Θεσπίζεται η υποχρέωση οι πρακτικές αυτές να γίνονται με τρόπο ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να αντιληφθεί όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, προκειμένου η απόφαση του για την αγορά προϊόντων και υπηρεσιών να στηρίζεται σε πλήρη γνώση των χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων τους. Επίσης, προβλέπεται ότι ο καταναλωτής δεν υποχρεούται να καταβάλει το αντίτιμο σε περίπτωση μη έκδοσης του νομίμου παραστατικού. Στο άρθρο 11 προβλέπεται η υποχρέωση τήρησης των κανόνων υγιεινής κατά την αποθήκευση των τροφίμων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται αποτελεσματικά η υγεία και η ασφάλεια του καταναλωτή. Ειδικότεροι κανόνες υγιεινής τίθενται με Υγειονομικές Διατάξεις, οι οποίοι εξακολουθούν να ισχύουν (βλ. ενδεικτικά Υ1γ/ΓΠ/οικ.96967/2012 – Β΄ 2718), οι δε κυρώσεις που προβλέπουν οι Υγειονομικές Διατάξεις δεν θίγονται από τον παρόντα νόμο. Στο άρθρο 12 προβλέπεται η υποχρέωση ενημέρωσης των εμπόρων από τους προμηθευτές τους, αναφορικά με τις τιμές των προϊόντων, με κάθε πρόσφορο έγγραφο μέσο. Στο άρθρο 13 θεσπίζονται κανόνες που αφορούν τη διασφάλιση της ορθότητας των συναλλαγών με την έκδοση των αναγκαίων παραστατικών και εγγράφων. Γίνεται μνεία των κείμενων φορολογικών διατάξεων ως προς την υποχρέωση που αυτές εισάγουν για την διακίνηση, εμπορία ή αποτίμηση των παρεχόμενων υπηρεσιών, ενώ για την αναγραφή της χώρας προέλευσης η σχετική υποχρέωση αφορά σε προϊόντα που προέρχονται από χώρες εκτός Ε.Ε. Στο άρθρο 14 παρατίθενται οι βασικές απαιτήσεις για την κυκλοφορία και τη λειτουργία των οργάνων μέτρησης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι ζυγαριές και τα ταξίμετρα, με άμεσες παραπομπές στα κείμενα των ΚΥΑ με τις οποίες ενσωματώθηκαν οι κοινοτικές Οδηγίες για τα όργανα μέτρησης. Με τον τρόπο αυτό ο νομοθέτης αποφεύγει παρερμηνείες που μπορεί να οδηγήσουν σε λανθασμένη εφαρμογή της νομοθεσίας. Το άρθρο 15 ενοποιεί το πλαίσιο διενέργειας προσφορών και εκπτώσεων, το οποίο κατά το παρελθόν είχε τροποποιηθεί αρκετές φορές, με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση τόσο στους εμπόρους όσο και στους καταναλωτές. Ειδικότερα, προβλέπονται τακτικές εκπτώσεις και ενδιάμεσες εκπτωτικές περίοδοι. Η συγκεκριμένη διάταξη δεν αφορά στις πωλήσεις αυτοκινήτων, καθώς για το συγκεκριμένο είδος η διαρκής εξέλιξη της τεχνολογίας μπορεί να οδηγήσει σε μείωση τιμών σε πιο τακτά χρονικά διαστήματα. Στα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τις οποίες ισχύει η έκπτωση αναγράφεται η παλιά και η νέα τιμή πώλησης και (δυνητικά) το ποσοστό της έκπτωσης το οποίο μπορεί να ανακοινώνεται στον καταναλωτή και με τη μορφή εμπορικής επικοινωνίας. Διαφορετική είναι η αντιμετώπιση των περιόδων προσφορών, όπου επιτρέπεται μόνο η αναγραφή της παλιάς και της νέας τιμής και όχι του ποσοστού της έκπτωσης. Η συγκεκριμένη απαγόρευση στοχεύει στην εξάλειψη φαινομένων ώθησης του καταναλωτή σε αγορές προϊόντων με τη χρήση μεθόδων εμπορικής επικοινωνίας αποπροσανατολιστικών ως προς τη διαφορά αρχικής και τελικής τιμής πώλησης. Περαιτέρω, ως προς τις προσφορές, ορίζεται ως συνεχόμενο επιτρεπόμενο διάστημα διάρκειας αυτών οι δέκα ημέρες και για τις εκθέσεις αυτοκινήτων οι εξήντα ημέρες, και υποχρεούται ο επιχειρηματίας σε αναγραφή της αρχικής και τελικής τιμής σε εμφανή σημεία του καταστήματος αλλά και στο σημείο πώλησης αυτών. Εξαίρεση προβλέπεται για τα προϊόντα παντοπωλείου. Ρυθμίζονται επίσης η διαδικασία και ο τρόπος γνωστοποίησης των προσφορών. Στο άρθρο 16 θεσπίζεται η προαιρετική λειτουργία των καταστημάτων επτά Κυριακές κατ’ έτος, καθώς και όσες επιπλέον Κυριακές αποφασίσουν οι αρμόδιοι Αντιπεριφερειάρχες εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος για τα μικρά καταστήματα (< 250 τ.μ.), αποκλειομένων των αλυσίδων καταστημάτων, των καταστημάτων που λειτουργούν εντός καταστήματος (shops in a shop) ή εντός εμπορικών κέντρων, των εκπτωτικών χωριών κλπ. Η εξαίρεση προάγει τον ελεύθερο ανταγωνισμό και είναι σύμφωνη με τις πρωτοβουλίες της ΕΕ για την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Στο άρθρο 17 απαριθμούνται οι αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες για τον έλεγχο της εφαρμογής των διατάξεων του νόμου. Στο άρθρο 18 ορίζεται η έκταση της αρμοδιότητάς των ελεγκτικών οργάνων, ο τρόπος διενέργειας των ελέγχων, η δυνατότητα και ο τρόπος διενέργειας δειγματοληψιών, ανάλογα με την ταυτότητα της ελεγκτικής αρχής, ενώ προβλέπεται η υποχρέωση του ελεγχόμενου να συνεργάζεται και να παρέχει συνδρομή στον διενεργούμενο έλεγχο. Ειδικότερες διατάξεις για τον τομέα των τροφίμων εξακολουθούν να ισχύουν και δεν θίγονται από τις διατάξεις του παρόντος (ενδεικτικά βλ. άρθρο 12 Κώδικα Τροφίμων και Ποτών). Περαιτέρω, προβλέπεται το δικαίωμα του ελεγχόμενου να ασκήσει έφεση κατά των αποτελεσμάτων εργαστηριακού ελέγχου προϊόντων. Στο άρθρο 19 προβλέπονται, πέραν των διοικητικών κυρώσεων, ειδικές ποινικές κυρώσεις για ορισμένες κατηγορίες παραβάσεων ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα της παράβασης. Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των προβλεπόμενων ελέγχων προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής ποινικών κυρώσεων σε περίπτωση παρεμπόδισης του ελέγχου. Επίσης, προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για περιπτώσεις παραποίησης ή/και νοθείας τροφίμων και προϊόντων, οι οποίες δικαιολογούνται από την απαξία των εν λόγω πράξεων αλλά και τον κίνδυνο που δημιουργούν για την υγεία και τα εν γένει συμφέροντα των καταναλωτών. Επιπλέον, προβλέπονται πέραν των προβλεπομένων διοικητικών κυρώσεων, ειδικές ποινικές κυρώσεις και αφαίρεση της άδειας λειτουργίας των επιχειρήσεων, σε περιπτώσεις καταδολίευσης οργάνων μέτρησης, που σαν σκοπό έχουν την παραπλάνηση του καταναλωτή. Έτσι, προασπίζονται τα συμφέροντα του καταναλωτή αλλά και αποτρέπονται πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Οι αυστηρές κυρώσεις αναμένεται να δράσουν αποτρεπτικά στην ανάπτυξη τέτοιων συμπεριφορών. Στο άρθρο 20 προβλέπονται εξειδικευμένες κυρώσεις για τους εμπόρους και πρατηριούχους καυσίμων, περιλαμβάνοντας τόσο ποινικές κυρώσεις όσο και διοικητικά πρόστιμα έως και αφαίρεση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης και αφαίρεση της δυνατότητας απόκτησης άδειας για λειτουργία παρόμοιας επιχείρησης είτε από τον ίδιο τον παραβάτη είτε από το σύζυγο ή τους συγγενείς μέχρι δεύτερου βαθμού. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αναλογικές σε σχέση με τις συγκεκριμένες παραβάσεις, αφού πρόκειται για πράξεις που επιφέρουν σοβαρές επιπτώσεις στην ομαλή και εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ενώ αναμένεται να δράσουν αποτρεπτικά στην ανάπτυξη τέτοιων συμπεριφορών. Στο άρθρο 21 εισάγονται κυρώσεις για την παράβαση των κανόνων ΔΙ.Ε.Π.Π.Υ., των κανόνων περί εκπτώσεων, προσφορών και λειτουργίας των καταστημάτων τις Κυριακές. Τα πρόστιμα ακολουθούν την αρχή της αντικειμενικής επιβολής τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας και σχετίζονται με τον ετήσιο κύκλο εργασιών της επιχείρησης (ή του υποκαταστήματος) με κατώτατα ανά περίπτωση καθοριζόμενα όρια επιβολής προστίμων. Η σχετική αρμοδιότητα απονέμεται στο Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης με στόχο τη συνολική εικόνα για τις διαπιστούμενες παραβάσεις ανά την Επικράτεια και τον ενιαίο τρόπο διαχείρισης των σχετικών υποθέσεων για λόγους διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου. Στο άρθρο 22 προβλέπεται η επιβολή διοικητικών κυρώσεων, πέραν των προβλεπομένων ποινικών του άρθρου 18. Πρόκειται για πρόστιμο με ύψος προσδιοριζόμενο με Υπουργική Απόφαση που διαφέρει ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και το οποίο διπλασιάζεται, εφόσον υπάρξει υποτροπή. Με την ίδια απόφαση προσδιορίζεται και η διαδικασία για τη δέσμευση προϊόντων ή την σφράγιση εγκαταστάσεων, που δύναται να κριθεί απαραίτητη προκειμένου να αποτραπεί η επανάληψη τέλεσης της ίδιας παράβασης και για λόγους προστασίας της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς και προστασίας των καταναλωτών. Με το άρθρο 23 επιβάλλονται πρόσθετα διοικητικά μέτρα σε περίπτωση τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης για στερητική της ελευθερίας ποινή πάνω από έξι (6) μήνες για αδικήματα που προβλέπονται στις διατάξεις του νόμου. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται το δημόσιο συμφέρον, προβλέποντας την προσωρινή ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης ή την προσωρινή απαγόρευση της άσκησης δραστηριότητας για χρονικό διάστημα που διαφέρει ανάλογα με το πλήθος των καταδικαστικών αποφάσεων σε βάρος του φορέα της επιχείρησης. Ο νομοθέτης δεν ενδιαφέρεται μόνο να τιμωρήσει το συγκεκριμένο φορέα της επιχείρησης, αλλά να προστατεύσει αποτελεσματικά τον καταναλωτή από τον κίνδυνο που ενέχουν φαινόμενα επανειλημμένων παραβιάσεων που κλονίζουν την πίστη στις συναλλαγές, στο κράτος δικαίου και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Για το λόγο αυτό, ακόμη και σε περίπτωση μεταβολής στο πρόσωπο του φορέα της επιχείρησης, τα πρόσθετα διοικητικά μέτρα του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να ισχύουν και στο πρόσωπο του νέου. Το άρθρο 24 περιγράφει τις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις των ελεγκτικών οργάνων και των οργάνων που είναι αρμόδια για την επιβολή του προστίμου. Η διαδικασία προβλέπει την εντός δεκαημέρου έκδοση απόφασης από την ημέρα υποβολής της έκθεσης του ελεγκτικού οργάνου καθώς και την αμελλητί κοινοποίησή της στον παραβάτη και την ανάρτηση στο διαδικτυακό τόπο της αρχής που την εξέδωσε. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων του παραβάτη αλλά και του δικαιώματος ενημέρωσης του πολίτη. Επίσης, προβλέπεται η δυνατότητα έκδοσης Υπουργικής Απόφασης με την οποία προσδιορίζονται τα ειδικότερα ζητήματα που αφορούν στον τρόπο επιβολής των προστίμων. Το άρθρο 25 για τη διαδικασία είσπραξης του προστίμου παραπέμπει στις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων και ορίζεται η απόδοση τους στις περιφερειακές υπηρεσίες σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 16 του ν. 2946/2001 έτσι ώστε να αποφεύγονται καθυστερήσεις στην απόδοση των απαραίτητων εσόδων, προκειμένου να διασφαλίζονται οι πόροι που απαιτούνται για την απρόσκοπτη δυνατότητα ελέγχων από την τοπική αυτοδιοίκηση. Στο άρθρο 26 προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης από τον παραβάτη ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον του Υπουργού Ανάπτυξης κατά της απόφασης επιβολής του διοικητικού προστίμου, όπως και προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου κατά της απόφασης του Υπουργού επί της ενδικοφανούς προσφυγής. Επίσης παρέχεται σημαντικό κίνητρο στον παραβάτη να προχωρήσει σε άμεση τακτοποίηση του επιβληθέντος προστίμου, αφού σε περίπτωση καταβολής του εντός τριάντα ημερών, το ύψος του προστίμου μειώνεται κατά το ήμισυ. Η πολιτεία παρέχει σημαντική έκπτωση στο ύψος του καταβαλλομένου προστίμου με την ταυτόχρονη παραίτηση του παραβάτη από τα δικαιώματα του προσφυγής κατά της πράξης. Έτσι αφενός ο παραβάτης ελαφρύνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το βάρος του προστίμου, αλλά και η διοίκηση και η δικαιοσύνη απελευθερώνονται από διοικητικές και δικαστικές προσφυγές που μέχρι τώρα ασκούνταν για τη μείωση του προστίμου, και αφετέρου τα τελικώς εισπραττόμενα πρόστιμα αποτελούν βέβαιο έσοδο του προϋπολογισμού αφού δεν υπάρχει πλέον ο κίνδυνος επιστροφής τους σε περίπτωση που τελεσφορήσει διοικητική ή δικαστική προσφυγή κατά του προστίμου. Στο άρθρο 27 προβλέπεται ότι το Αυτοτελές Τμήμα τήρησης μητρώου κυρώσεων Αγορανομικού Κώδικα της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας υπάγεται στο εξής στην Υπηρεσία Ελέγχου Αγοράς της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή του ίδιου Υπουργείου.
Κεφάλαιο Β΄ Άρθρα 28-30 Με τα προτεινόμενα άρθρα μετά και από τη σχετική γνωμοδότηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού (αρ. 29/VII/2012) τίθενται κανόνες στις συμβάσεις εταιρειών εμπορίας – πρατηριούχων αποσκοπώντας στη διαφάνεια τιμολόγησης της προμήθειας πετρελαιοειδών προϊόντων με απώτερο στόχο τη μείωση των τιμών. Με τη ρύθμιση επιδιώκεται η αποσύνδεση της χονδρικής τιμής πώλησης των καυσίμων από την παροχή οικονομικών και χρηματοδοτικών ανταλλαγμάτων των εταιριών εμπορίας προς τις επιχειρήσεις λιανικής εμπορίας (πρατηριούχους). Με την υποχρεωτική σύναψη γραπτών συμβάσεων μεταξύ εταιριών χονδρικής και λιανικής εμπορίας υγρών καυσίμων, στις οποίες θα αποτυπώνεται εκ των προτέρων η πιστωτική πολιτική και πολιτική παροχών και εκπτώσεων, το ύψος και η χρονική διάρκεια που θα χορηγούνται οι εκπτώσεις και οι τυχόν απολογιστικές εκπτώσεις, επιδιώκεται να προσδιορίζονται κατά τρόπο διαφανή τυχόν επιπτώσεις της απόσβεσης του κόστους επενδύσεων στις πολιτικές παροχών και εκπτώσεων των εταιριών εμπορίας προς τις επιχειρήσεις λιανικής εμπορίας. Επιπλέον, με τη ρύθμιση προσδιορίζονται με σαφή τρόπο: i) Η διαμόρφωση της χονδρικής τιμής πώλησης των πετρελαιοειδών προϊόντων. ii) Η τυχόν τροποποίηση της σύμβασης με έγγραφη συμφωνία των μερών. iii) Η διάρκεια σύμβασης αποκλειστικής προμήθειας πετρελαιοειδών προϊόντων καθώς και ο τρόπος καταγγελίας της σύμβασης. iv) Ο τρόπος αποπληρωμής της αξίας των ανταλλαγμάτων ή επενδύσεων από τον πρατηριούχο, καθώς και το δικαίωμα του πρατηριούχου να αποπληρώσει οποιαδήποτε στιγμή το οφειλόμενο υπόλοιπο της. Με άρθρο 28 θεσπίζεται η κατάρτιση εγγράφως της σύμβασης προμήθειας μεταξύ εταιριών εμπορίας και συνεργαζόμενων με το σήμα της εταιρίας εμπορίας πρατηριούχων, οι όροι της οποίας μπορεί να τροποποιούνται μόνο με έγγραφη συμφωνία των μερών και θα περιλαμβάνει την πιστωτική πολιτική, την πολιτική παροχών και εκπτώσεων συμπεριλαμβανομένων των απολογιστικών, το ύψος και τη χρονική διάρκεια για την οποία θα χορηγούνται οι εκπτώσεις, τις τυχόν απολογιστικές εκπτώσεις για αγορές συγκεκριμένης περιόδου. Επίσης το ύψος και τη χρονική διάρκεια των εκπτώσεων που χορηγούνται (πλην των απολογιστικών), οι οποίες θα πρέπει να αναγράφονται και στο τιμολόγιο. Επιπρόσθετα, στην ίδια σύμβαση θα προβλέπεται ο τρόπος διαμόρφωσης της χονδρικής τιμής πώλησης είτε με τιμές αναφοράς μη προσδιορισμένων από τα συμβαλλόμενα μέρη και προσβάσιμες στον πρατηριούχο πλέον μεικτού περιθωρίου κέρδους είτε με την τιμή χονδρικής πώλησης που ανακοινώνουν οι εταιρείες εμπορίας καθημερινά στη ΡΑΕ για την περιοχή του κάθε πρατηριούχου. Με το άρθρο 29 θεσπίζεται η μέγιστη διάρκεια για τις συμβάσεις αποκλειστικής προμήθειας πετρελαιοειδών προϊόντων στα πέντε έτη, η οποία μπορεί να παραταθεί με γραπτή συμφωνία των συμβαλλομένων για ίσο χρόνο και η οποία δύναται να είναι διάρκειας μεγαλύτερη της πενταετίας σε περίπτωση μίσθωσης από τον πρατηριούχο χώρων που είτε ανήκουν στην εταιρία εμπορίας, είτε μισθώνονται από αυτήν από τρίτους, μη συνδεδεμένους με τον πρατηριούχο. Τέλος, η σύμβαση αυτή μπορεί να καταγγελθεί από μέρους του πρατηριούχου και χωρίς σπουδαίο λόγο, μετά την συμπλήρωση τριετίας, με τήρηση προθεσμίας έξι μηνών εφόσον δεν υφίσταται παροχή οικονομικών και χρηματοδοτικών ανταλλαγμάτων ή πραγματοποίηση επενδύσεων από την εταιρία εμπορίας είτε η αξία αυτών έχει ήδη αποπληρωθεί. Με το άρθρο 30 προβλέπεται ότι αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστού κεφαλαίου της μεταξύ τους γραπτής σύμβασης η παροχή οικονομικών και χρηματοδοτικών ανταλλαγμάτων ή επενδύσεων από τις εταιρίες εμπορίας προς τον πρατηριούχο χωρίς να συνιστά επένδυση προς την επιχείρηση λιανικής πώλησης η εγκατάσταση των διακριτικών ενδείξεων, σημάτων και διασχηματισμών της εταιρίας εμπορίας που αποβλέπουν στην προβολή των διακριτικών αυτής γνωρισμάτων (π.χ. μονολιθικά, φάσες, φωτοστήλες, στέγαστρα), εκτός από όσα τυχόν παραμείνουν προς όφελος του πρατηριούχου. Επιπρόσθετα, προβλέπεται ότι η αποπληρωμή της αξίας των ανταλλαγμάτων ή επενδύσεων από τον πρατηριούχο πραγματοποιείται με καταβολή ποσοστιαίων δόσεων, σταθερών ή αποκλιμακούμενων, που καθορίζονται στη σύμβαση. Τέλος στη σύμβαση θα περιλαμβάνονται ρήτρες αναφορικά με τον τρόπο και το χρόνο απόσβεσης τυχόν επενδύσεων που πραγματοποιούνται από τις εταιρίες εμπορίας προς τους πρατηριούχους, και θα προσδιορίζονται κατά τρόπο διαφανή τυχόν επιπτώσεις της απόσβεσης του κόστους επενδύσεων στις πολιτικές παροχών και εκπτώσεων των εταιριών εμπορίας προς τους πρατηριούχους. Επίσης θα πρέπει να προβλέπεται το δικαίωμα του πρατηριούχου να αποπληρώσει οποιαδήποτε στιγμή το οφειλόμενο, βάσει αναλογιστικής αποτίμησης, για το υπόλοιπο της αξίας του ανταλλάγματος ή της επένδυσης και να αποδεσμευτεί από την σύμβαση.
Άρθρο 31 Με την παρούσα ρύθμιση επιβάλλεται η επέκταση της εφαρμογής των ολοκληρωμένων συστημάτων ελέγχου και ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων εισροών-εκροών στις ελεύθερες εγκαταστάσεις των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών και στις εγκαταστάσεις πωλητών πετρελαίου θέρμανσης, στις παντός είδους εγκαταστάσεις υγρών καυσίμων ιδιωτικών πρατηρίων του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα καθώς και στις εγκαταστάσεις χημικών προϊόντων (μεθανόλης, τολουόλης, διαλυτών κλπ), που αποτελούν υλικά πρόσμιξης στα υγρά καύσιμα. Με την παραπάνω επέκταση επιδιώκεται ο πλήρης έλεγχος της διακίνησης των υγρών καυσίμων και η αποτροπή φαινομένων λαθρεμπορίας και νοθείας, με στόχο την προστασία του καταναλωτή και τη διασφάλιση των φορολογικών εσόδων.
Άρθρα 32-39 Με τις διατάξεις του αναφερόμενων άρθρων ρυθμίζεται η αρμοδιότητα της άσκησης εποπτείας επί των λαϊκών αγορών και μεταφέρεται στην Περιφέρεια. Επίσης ρυθμίζονται θέματα καταβολής ημερήσιου τέλους για την αποκομιδή των απορριμμάτων και προσαρμόζεται η νομοθεσία για τους Οργανισμούς Λαϊκών Αγορών στις σύγχρονες απαιτήσεις. Περαιτέρω, προβλέπεται ευεργετική ρύθμιση για τους υπόχρεους σε πρόστιμα, καθώς η εξόφληση του διοικητικού προστίμου εντός ορισμένης προθεσμίας γίνεται με 50% έκπτωση. Στην περίπτωση αυτή ο υπόχρεος παραιτείται από τα δικαιώματα προσβολής της πράξης επιβολής προστίμου. Με τον τρόπο αυτό παρέχεται τόσο ωφέλεια στους παραγωγούς ή επαγγελματίες πωλητές λαϊκών αγορών, ειδικά στην δύσκολη οικονομική συγκυρία, όσο και στο Κράτος, αφού τα έσοδα που εισπράττονται από τα πρόστιμα αυτά δεν κινδυνεύουν να επιστρέψουν στους διοικούμενους μετά από την τυχόν ευδοκίμηση διοικητικών ή δικαστικών προσφυγών. Εξάλλου με τον τρόπο αυτό θα μειωθεί και ο διοικητικός και δικαστικός φόρτος εργασίας, αφού ικανός αριθμός υποθέσεων δεν θα απασχολεί τις αρμόδιες διοικητικές και δικαστικές αρχές.
Άρθρο 40 Με την προτεινόμενη ρύθμιση επιδιώκεται η αναδιαμόρφωση του τρόπου οικονομικής ενίσχυσης των ενώσεων καταναλωτών, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στην παρούσα οικονομική συγκυρία. Με το άρθρο 40 καταργείται η κρατική επιχορήγηση ως τρόπος οικονομικής ενίσχυσης των ενώσεων καταναλωτών και αλλάζει ο τρόπος διάθεσης του χρηματικού ποσού που επιδικάζεται ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μετά από άσκηση συλλογικής αγωγής από ενώσεις καταναλωτών, ορίζοντας πλέον ότι μόνο το 20% του ποσού που επιδικάζεται θα περιέρχεται στον κρατικό προϋπολογισμό. Σύμφωνα με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο (άρθρο 10 (6) του ν. 2251/1994 «για την προστασία των καταναλωτών»), οι πόροι των ενώσεων καταναλωτών συνίστανται αποκλειστικά στα δικαιώματα εγγραφής, συνδρομές και εθελοντικές εισφορές των μελών τους, στα εισοδήματα από την αξιοποίηση της περιουσίας τους, στις κληρονομίες, κληροδοσίες, στην κρατική επιχορήγηση ή επιχορήγηση από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού, στην επιχορήγηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, διεθνείς οργανισμούς και διεθνείς ενώσεις καταναλωτών καθώς και σε ποσοστό 35% επί των ποσών που επιδικάζονται από την άσκηση συλλογικών αγωγών καθώς και στις εισπράξεις από διάθεση εντύπων και δημοσίων εκδηλώσεων. Η κατάργηση της κρατικής επιχορήγησης των ενώσεων καταναλωτών κρίνεται επιβεβλημένη στα πλαίσια δημοσιονομικής εξυγίανσης της χώρας μας και δεν συνιστά ανασταλτικό παράγοντα στην ανάπτυξη δράσεων προστασίας του καταναλωτικού κοινού από τις ενώσεις καταναλωτών δεδομένης της προβλεπόμενης σχετικής χρηματοδότησης τους μέσω των προγραμμάτων ΕΣΠΑ. Ταυτόχρονα, η νέα ρύθμιση για τα επιδικασθέντα ποσά χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης μετά την άσκηση συλλογικής αγωγής, με την οποία καταργείται η κρατική συμμετοχή και η συμμετοχή των δευτεροβάθμιων ενώσεων καταναλωτών επιδιώκει την περαιτέρω ενεργοποίηση των ενώσεων καταναλωτών στο θέμα άσκησης συλλογικών αγωγών και κατ’ επέκταση την περαιτέρω εξέλιξη και προαγωγή του καταναλωτικού κινήματος. Οι ενώσεις καταναλωτών έχουν πλέον κίνητρο να ασκούν περισσότερες συλλογικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, αφού θα μπορούν να διαθέτουν το σύνολο των ποσών που κερδίζουν από το δικαστικό αγώνα κατά βούληση σε σκοπούς πάντα σχετιζόμενους με την προστασία και ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού.
Άρθρο 41 Με το άρθρο 41 τροποποιείται το άρθρο 12 παράγραφοι 1-9 (Εθνικό Συμβούλιο Καταναλωτή και Αγοράς) του ν. 2251/1994, προκειμένου να επιταχυνθεί η διαδικασία για την ανασυγκρότηση του ΕΣΚΑ και την ανανέωση των μελών της Επιτροπής Πιστοποίησης Ενώσεων Καταναλωτών. Με τη ρύθμιση αυτή επιδιώκεται η θεραπεία της παρουσιασθείσας ανάγκης συρρίκνωσης της υφιστάμενης σύνθεσης του ΕΣΚΑ, το οποίο λόγω της πολυμελούς σύνθεσής του είχε καταστεί μη ευέλικτο, μη αξιοποιήσιμο και ουσιαστικά ανενεργό. Το ΕΣΚΑ μετασχηματίζεται σε ένα πιο ευέλικτο και λειτουργικό σχήμα, το οποίο θα μπορεί πρακτικά να λειτουργεί ως «γέφυρα» μεταξύ των θεσμικών οργάνων της πολιτείας και των πολιτών/καταναλωτών και να ενισχύει δραστικά το ρόλο των οργανώσεων. Στα πλαίσια της θεσπιζόμενης ευελιξίας του ΕΣΚΑ ρυθμίζονται τα εξής: α. Η συμμετοχή εκπροσώπου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και του Συνηγόρου του Καταναλωτή στην πενταμελή Επιτροπή Πιστοποίησης Ενώσεων Καταναλωτών. β. Η μείωση των μελών του ΕΣΚΑ από σαράντα οχτώ (48) σε είκοσι επτά (27). γ. Η κλήση του κατά περίπτωση εκπροσώπου του εμπλεκόμενου φορέα, κατά θεματική, χωρίς να είναι απαραίτητη η συμμετοχή του στο μόνιμο σχήμα του ΕΣΚΑ. δ. Η κατάργηση της Εκτελεστικής Επιτροπής.
Άρθρο 42 Με την προτεινόμενη ρύθμιση εισάγεται άρθρο 13β στο ν. 2251/1994, προκειμένου να απλοποιηθεί, εκσυγχρονιστεί και καταστεί πιο αποτελεσματικός ο τρόπος διαχείρισης των καταγγελιών καταναλωτών ή ενώσεων καταναλωτών από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, με την εισαγωγή διαδικασίας αξιολόγησής τους. Με την παρούσα προσθήκη θεραπεύεται η ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές και συνακόλουθα ρύθμισης της αγοράς, καθώς η ως τώρα διαχείριση των καταγγελιών από την Γενική Γραμματεία Καταναλωτή με αυστηρά χρονολογική σειρά είχε καταστεί χρονοβόρα και δυσλειτουργική. Κατά συνέπεια, η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή θα δύναται πλέον βασιζόμενη στα αυστηρώς οριζόμενα στην ρύθμιση κριτήρια του δημοσίου συμφέροντος, της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, των πιθανών επιπτώσεων στο καταναλωτικό κοινό, των επιπτώσεων σε ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού, της προστασίας του καταναλωτή καθώς και του αποτελέσματος που προσδοκάται από την παρέμβασή της σε συγκεκριμένη υπόθεση να κατηγοριοποιεί τις ληφθείσες καταγγελίες και να προκρίνει τις πιο σημαντικές προς άμεση διερεύνηση και επίλυση.
Άρθρο 43 Οι διατάξεις που ρυθμίζουν τα του Περιοδικού Ελέγχου Μέτρων και Σταθμών είναι διασκορπισμένες σε διαφορετικά νομοθετικά κείμενα και χρειάζονται σε πολλά σημεία τους επικαιροποίηση. Η επικαιροποίηση αφορά μεταξύ άλλων τον τρόπο εισροής των εσόδων στον Κρατικό Προϋπολογισμό και τον τρόπο κατανομής τους στους δικαιούχους, δηλαδή στη Δ/νση Μετρολογίας που εποπτεύει τον περιοδικό έλεγχο μέτρων και σταθμών και στις υπηρεσίες Εμπορίου των Περιφερειακών Ενοτήτων της χώρας, που κατ’ ουσία διενεργούν τον περιοδικό έλεγχο. Με την παρούσα εισήγηση καταργείται η υποχρέωση έκδοσης Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης για τη διάθεση των ποσών στις Περιφέρειες και αυτή αντικαθίσταται από την υποχρέωση έκδοσης Απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης προκειμένου τα σχετικά ποσά να επιστρέφονται ταχύτερα στους δικαιούχους τους (Περιφέρειες) και να μπορούν να διατίθενται για τις ανάγκες των ελέγχων. Με αυτή τη ρύθμιση θα μπορούν να γίνονται περισσότεροι έλεγχοι, να ελέγχεται αποτελεσματικότερα η αγορά σε ό,τι αφορά τα όργανα μέτρησης και να εισρέουν περισσότερα έσοδα στον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Άρθρο 44 Τέλος, στο άρθρο 44 προβλέπονται οι ημερομηνίες από τις οποίες τίθενται σε ισχύ οι διατάξεις του προτεινόμενου σχεδίου καθώς και των διατάξεων των οποίων η έκδοση προβλέπεται σε αυτό. Παράλληλα, ρητά αναφέρεται η κατάργηση του ισχύοντος Αγορανομικού Κώδικα (νδ. 136/ 1946), του ν. 3668/2008 με τον οποίο αναθεωρήθηκε αυτός, και του άρθρου 15 του ν. 802/1978 περί προσφορών και εκπτώσεων.
Αθήνα, 10.07.2013
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΙΧΕΛΑΚΗΣ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΩΣΤΗΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΕΝΔΙΑΣ
ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΣΑΥΤΑΡΗΣ
ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ
|