Αθήνα 8.4.2008, 21:32 Eγκύκλιο με την οποία κωδικοποιούνται οδηγίες προς τις νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις και τους δήμους της χώρας για την αντιμετώπιση του παράνομου υπαίθριου εμπορίου, εξέδωσε το υπουργείο Aνάπτυξης.
Στην εγκύκλιο τονίζεται ότι οι ελεγκτικές υπηρεσίες κάθε Δήμου (Δημοτική Αστυνομία) με τη συνδρομή της ΕΛ.ΑΣ. από τα οικεία αστυνομικά τμήματα, έχουν την κύρια ευθύνη για την εξάλειψη του φαινομένου του παράνομου υπαίθριου εμπορίου. Οι υπάλληλοι του ΥΠΑΝ θα συμμετέχουν στα μικτά κλιμάκια ελέγχου σε ελέγχους που θα διενεργούνται στο Λεκανοπέδιο της Αττικής.
Επίσης υπογραμμίζεται ότι σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’ αρ. Κ1-1178/7-6-07 υπουργικής απόφασης, τα κάθε είδους εμπορεύματα που διακινούνται στο υπαίθριο εμπόριο με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς αυτός που τα διαθέτει να κατέχει την απαιτούμενη από την ισχύουσα νομοθεσία άδεια υπαίθριου πωλητή ή συνιστούν παράνομη απομίμηση προϊόντων τα οποία κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά ή κυκλοφορούν χωρίς τα νόμιμα παραστατικά στοιχεία (τιμολόγια, αποδείξεις κ.λ.π.), κατάσχονται και καταστρέφονται ή διατίθενται σε νομικά πρόσωπα που εκπληρώνουν κοινωφελείς σκοπούς και σε ευαγή ιδρύματα.
Επισημαίνεται ακόμα ότι καταστρέφονται υποχρεωτικά οι παράνομες απομιμήσεις βιοτεχνικών ή βιομηχανικών προϊόντων, τα παράνομα αντίγραφα CD’s & DVD’s ήχου και εικόνας, τα παράνομα προϊόντα καπνού, τα αγροτικά προϊόντα καθώς και τα ευαλλοίωτα προϊόντα θάλασσας, γαλακτοκομικά κ.λ.π, ενώ διατίθενται σε ευαγή και λοιπά ιδρύματα μόνο τα βιοτεχνικά και βιομηχανικά προϊόντα (π.χ. είδη ένδυσης, δερμάτινα είδη, κλπ), που κατασχέθηκαν επειδή δεν συνοδεύονταν από τα παραστατικά που ορίζονται από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή αυτός που τα πωλούσε δεν κατείχε την απαιτούμενη άδεια πωλητή, και εφόσον δεν αποτελούν παράνομες απομιμήσεις.
* Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της εγκυκλίου.
ΘΕΜΑ: Παράνομο υπαίθριο εμπόριο, πλανόδιο και στάσιμο Το παράνομο υπαίθριο εμπόριο, πλανόδιο και στάσιμο, προκαλεί δυσμενείς επιπτώσεις στην γενική εικόνα των πόλεων, στην ομαλή λειτουργία του στεγασμένου εμπορίου, στις λαϊκές αγορές και στους κατόχους νόμιμης άδειας υπαίθριους πωλητές. Η πολιτεία με το Ν. 3377/2005 (ΦΕΚ 202 Α΄) και το Ν. 3557/2007 (ΦΕΚ 100 Α’) θέσπισε διαφανείς, αντικειμενικούς όρους και προϋποθέσεις για την έκδοση των σχετικών αδειών καθώς και κανόνες άσκησης της υπαίθριας εμπορικής δραστηριότητας. Για την οριστική εξάλειψη των ως άνω φαινομένων εκδόθηκε και η Υπουργική Απόφαση με αριθμ. Κ1-188/2006 (ΦΕΚ 66 Β΄) σε εξουσιοδότηση του Ν. 3377/2005, με την οποία τακτοποιήθηκαν χρονίζοντα προβλήματα που είχε δημιουργήσει το παράνομο υπαίθριο εμπόριο . Εν τούτοις και μετά τις ως άνω νομοθετικές παρεμβάσεις της πολιτείας, σε αρκετούς Δήμους της χώρας, εξακολουθούν να εμφανίζονται φαινόμενα ανάπτυξης παράνομου υπαίθριου εμπορίου πλησίον των λαϊκών ή δημοτικών αγορών, σε κεντρικούς εμπορικούς δρόμους, σε πλατείες, σε ιστορικά μνημεία και σε σταθμούς μέσων μαζικής μεταφοράς, με αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία της αγοράς γενικότερα. Η χορήγηση των αδειών υπαίθριου εμπορίου, πλανόδιου και στάσιμου είναι αρμοδιότητα των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και των Δήμων, αντίστοιχα, μέσα στα πλαίσια, που καθορίζει το ισχύον θεσμικό πλαίσιο. Επισημαίνεται ότι, οι δημοτικές αρχές έχουν την πλήρη αρμοδιότητα για την πιστή εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τον έλεγχο και την λήψη διοικητικών μέτρων που αφορούν την δραστηριότητα του υπαίθριου εμπορίου, εντός των διοικητικών τους ορίων. Οι ελεγκτικές υπηρεσίες κάθε Δήμου (Δημοτική Αστυνομία) με τη συνδρομή της ΕΛ.ΑΣ. από τα οικεία αστυνομικά τμήματα, έχουν την κύρια ευθύνη για την εξάλειψη του φαινομένου του παράνομου υπαίθριου εμπορίου. Ακόμη σε ειδικές περιπτώσεις ελέγχου μπορούν να συγκροτούνται με ευθύνη των Δήμων, μικτά συνεργεία ελέγχων, τα οποία είναι σκόπιμο να αποτελούνται από: α) υπαλλήλους των οικείων Δήμων (π.χ. στελέχη της Δημοτικής Αστυνομίας ή, όπου δεν υπάρχει Δημοτική Αστυνομία, υπάλληλοι των οικείων Δήμων που εξουσιοδοτούνται προς τούτο από τη Δημοτική Αρχή) β) υπαλλήλους των αρμοδίων Νομαρχιακών Υπηρεσιών Εμπορίου ή και υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπ. Ανάπτυξης (ειδικά για περιοχές εντός της περιφέρειας Αθηνών – Πειραιώς) γ) υπαλλήλους των κατά τόπο αρμοδίων ελεγκτικών υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών (π.χ. Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων, Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, κλπ) δ) στελέχη των Κλιμακίων Ελέγχου Λαϊκών Αγορών & Υπαίθριου Εμπορίου που έχουν συσταθεί σε όλη τη χώρα κατά το άρθρο 7α του Ν. 2323/1995, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 3190/2003. ε) στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας. Το πλέον όμως αποτελεσματικό μέτρο για την εξάλειψη του παράνομου υπαίθριου εμπορίου κατά τους ως άνω ελέγχους είναι η εφαρμογή των διατάξεων της υπ’ αρ. Κ1-1178/7-6-07 Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ 1034 Β’ & 1390 Β’), η οποία αφορά τη διαδικασία της κατάσχεσης των εμπορευμάτων, της καταστροφής ή διάθεσης αυτών σε ευαγή ιδρύματα, που εκδόθηκε σε εξουσιοδότηση του άρθρου 11 του ν. 3377/2005, όπως ισχύει . Αρμόδια όργανα για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της Υπουργικής Απόφασης είναι η Δημοτική Αστυνομία, τα Κλιμάκια Ελέγχου Λαϊκών Αγορών και Υπαίθριου Εμπορίου (Κ.Ε.Λ.Α.Υ.Ε.), που έχουν συσταθεί από το Υπουργείο Ανάπτυξης για τις περιοχές της Ν.Α. Αθηνών – Πειραιώς ή που έχουν συσταθεί από τις Περιφέρειες για τις λοιπές περιοχές της χώρας και οι κατά τόπο Υπηρεσίες Ειδικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, επικουρούμενοι από υπαλλήλους του οικείου Δήμου με μεταφορικό μέσο . Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’ αρ. Κ1-1178/7-6-07 Υπουργικής Απόφασης, τα κάθε είδους εμπορεύματα που διακινούνται στο υπαίθριο εμπόριο με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς αυτός που τα διαθέτει να κατέχει την απαιτούμενη από την ισχύουσα νομοθεσία άδεια υπαίθριου πωλητή ή συνιστούν παράνομη απομίμηση προϊόντων τα οποία κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά ή κυκλοφορούν κατά παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992, ΦΕΚ 84 Α’), όπως αυτός ισχύει, δηλαδή χωρίς τα νόμιμα παραστατικά στοιχεία (τιμολόγια, αποδείξεις κ.λ.π.) κατάσχονται και καταστρέφονται ή διατίθενται σε νομικά πρόσωπα που εκπληρώνουν κοινωφελείς σκοπούς και σε ευαγή ιδρύματα. Οι Δήμοι, το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, το Υπουργείο Ανάπτυξης (Δ/νση Τιμών Τροφίμων – Ποτών) και οι Γενικές Γραμματείες των Περιφερειών, πρέπει να έχουν εκδώσει τα έντυπα τεύχη του Ειδικού Πρωτοκόλλου Κατάσχεσης, όπως ορίζεται στην ως άνω απόφαση και να διαθέσουν αυτά στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα. Προς υποβοήθηση των αρμοδίων υπηρεσιών, επισυνάπτεται υπόδειγμα τεύχους του Ειδικού Πρωτοκόλλου Κατάσχεσης. Τα ελεγκτικά όργανα όταν διαπιστώνουν τις προαναφερθείσες παραβάσεις, συμπληρώνουν το Ειδικό Πρωτόκολλο Κατάσχεσης (Ε.Π.Κ.), στο οποίο αναγράφονται τα στοιχεία του παραβάτη πωλητή και καταγράφονται τα είδη που κατάσχονται και η αξία αυτών, εφόσον αυτή προκύπτει από σχετικά στοιχεία. Στη συνέχεια τα κατασχεμένα είδη, με φροντίδα του Δήμου, μεταφέρονται στις αποθήκες του, προκειμένου να καταστραφούν ή να διατεθούν σε ευαγή και λοιπά ιδρύματα. Η Ειδική Επιτροπή Εκτίμησης αξίας κατασχεμένων προϊόντων, που συγκροτείται με απόφαση του αρμόδιου κατά τόπο Δημάρχου, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Ν. 3377/2005, προβαίνει στην σύνταξη Έκθεσης εκτίμησης στην οποία αναφέρονται τα κατασχεμένα είδη και η αξίας τους. Με βάση την Έκθεση εκτίμησης ο Δήμαρχος με απόφασή του επιβάλλει στον παραβάτη, τέλος ίσο με το δεκαπλάσιο της αξίας των κατασχεμένων προϊόντων, το οποίο αποτελεί πόρο του οικείου Δήμου. Επισημαίνεται ότι, με απόφαση του Δημάρχου : α) καταστρέφονται υποχρεωτικά οι παράνομες απομιμήσεις βιοτεχνικών ή βιομηχανικών προϊόντων, τα παράνομα αντίγραφα CD’s & DVD’s ήχου και εικόνας, τα παράνομα προϊόντα καπνού, τα αγροτικά προϊόντα καθώς και τα ευαλλοίωτα προϊόντα θάλασσας, γαλακτοκομικά κ.λ.π. και β) διατίθενται σε ευαγή και λοιπά ιδρύματα μόνο τα βιοτεχνικά και βιομηχανικά προϊόντα (π.χ. είδη ένδυσης, δερμάτινα είδη, κλπ), που κατασχέθηκαν επειδή δεν συνοδεύονταν από τα παραστατικά που ορίζονται από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή αυτός που τα πωλούσε δεν κατείχε την απαιτούμενη άδεια πωλητή, και εφόσον δεν αποτελούν παράνομες απομιμήσεις. Τέλος, οι διατάξεις της υπ’ αρ. Κ1-1178/7-6-07 Υπουργικής Απόφασης δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση εμπορίας ζώντων ζώων και πτηνών, όπου πλέον η μεταχείριση των κατασχόμενων υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της κατάσχουσας αρχής.
|