Αθήνα 3.7.2009, 18:21 Κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή σχέδιο νόμου του υπουργείου Ανάπτυξης με τίτλο «Αναθεώρηση Διατάξεων του ν. 703/1977 περί Ανταγωνισμού».
Σύμφωνα με το υπουργείο, το νομοσχέδιο στοχεύει να αναβαθμίσει περισσότερο το σημερινό ρόλο της Επιτροπής Ανταγωνισμού, έτσι ώστε να υπάρξει ακόμα μεγαλύτερη προστασία των καταναλωτών, να καταπολεμηθεί η ακρίβεια, και να δημιουργηθούν συνθήκες υγιούς επιχειρηματικότητας. Με το νομοσχέδιο επιχειρείται:
1. Να ενισχυθεί ο θεσμικός ρόλος και η ανεξαρτησία της Επιτροπής Ανταγωνισμού. 2. Να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα και ταχύτερα η Επιτροπή, ώστε να ασχολείται ακόμα πιο ουσιαστικά με τις αρμοδιότητές της. Έτσι, θα απεμπλακεί από γραφειοκρατικές διαδικασίες και θα μπορεί να εστιάσει τη δράση της στην εφαρμογή του νόμου. 3. Να στελεχωθεί αξιοκρατικά και να κατοχυρωθεί περισσότερο η διαφάνεια στη λειτουργία της Επιτροπής. 4. Να ενισχυθούν οι ελεγκτικές διαδικασίες. Όλα δε τα παραπάνω με βάση τις εξελίξεις στο Κοινοτικό Δίκαιο και την εμπειρία από τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Εθνικών Επιτροπών Ανταγωνισμού σε άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε.
Συγκεκριμένα, σε σχέση με την ενίσχυση του θεσμικού ρόλου και της ανεξαρτησίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού: - Ενισχύεται περισσότερο η κανονιστική αρμοδιότητα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καθώς καταργείται η πρόβλεψη για έκδοση Υπουργικής Απόφασης που να ενεργοποιεί τις κανονιστικές αποφάσεις της Επιτροπής και οι εν λόγω αποφάσεις ισχύουν αυτοδικαίως από την έκδοσή τους. - Η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει προσωρινά μέτρα σε περίπτωση που δεν έχει ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται από το νόμο για τη γνωστοποίηση συγκεντρώσεων και μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης από αυτήν. Έτσι, έχει τη δυνατότητα να αποκαταστήσει ταχύτερα ή να διατηρήσει συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού, αποφεύγοντας τυχόν στρεβλώσεις στην αγορά. - Ο Γενικός Διευθυντής της Επιτροπής θα ορίζεται από την Ολομέλεια της Επιτροπής και όχι από τον Υπουργό Ανάπτυξης. - Τα μέλη και τα στελέχη της Επιτροπής Ανταγωνισμού θα έχουν νομική προστασία, κατά τα πρότυπα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της Υπηρεσίας Εποπτείας Αγοράς και της ΥΠΕΕ (πρώην ΣΔΟΕ).
Σε σχέση με την ευέλικτη δομή για ταχύτερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία της Επιτροπής Ανταγωνισμού: - Αλλάζει η δομή της Επιτροπής Ανταγωνισμού, έτσι ώστε να είναι πιο ευέλικτη και να μπορεί να εξετάζει ταχύτερα και αποτελεσματικότερα τις υποθέσεις. Έτσι, ο αριθμός των μελών της περιορίζεται από 11 τακτικά και 11 αναπληρωματικά, σε 9 τακτικά και 5 αναπληρωματικά. Δηλαδή από 22, ο αριθμός των μελών μειώνεται σε 14. Ο Πρόεδρος και τέσσερα τακτικά μέλη, που ονομάζονται Εισηγητές, θα είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι σήμερα κανένα μέλος της Επιτροπής πέραν του Προέδρου δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. - Κάθε Εισηγητής της Επιτροπής επιλαμβάνεται αμέσως μιας υπόθεσης επικουρούμενος από στελέχη της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού. Χειρίζεται λοιπόν, την υπόθεση άμεσα και κάνει ο ίδιος και την εισήγηση, σε στενή συνεργασία με τα στελέχη της Γενικής Διεύθυνσης. Ακολουθείται δηλαδή το μοντέλο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Έτσι, οι υποθέσεις εξετάζονται πιο γρήγορα, αφού δεν χρειάζεται να ολοκληρωθούν πρώτα οι εργασίες της ΓΔ Ανταγωνισμού και μετά να ανατεθεί η υπόθεση σε κάποιο μέλος της Ολομέλειας. - Επίσης, η Επιτροπή θα μπορεί να συνεδριάζει και να εξετάζει τις υποθέσεις σε 3μελή τμήματα, για μεγαλύτερη ταχύτητα. Ωστόσο, η Ολομέλεια θα συνεχίζει να εξετάζει τις υποθέσεις μείζονος σημασίας, καθώς και θέματα άσκησης κανονιστικής αρμοδιότητας της Επιτροπής. - Τέλος, η Επιτροπή θα μπορεί να εξετάζει τις υποθέσεις κατά προτεραιότητα, με βάση διάφορα κριτήρια που ορίζει η ίδια με τον κανονισμό λειτουργίας της, έτσι ώστε να προτάσσονται οι υποθέσεις μείζονος σημασίας ή άλλες υποθέσεις που η ίδια η Επιτροπή κρίνει ότι πρέπει να προταθούν, γιατί απαιτείται μια άμεση απάντηση.
Σε σχέση με την αξιοκρατική στελέχωση της Επιτροπής, την αναδιάρθρωσή της και τη διαφάνεια: - Για τον ορισμό κάποιου ως μέλος της Επιτροπής δεν θα αρκεί η κατοχή κάποιας τυπικής ιδιότητας (π.χ. να είναι μέλος ΔΕΠ), αλλά θα συνεκτιμάται παράλληλα η κατάρτιση και εμπειρία σε νομικά και οικονομικά θέματα που αφορούν στον ανταγωνισμό. - Επίσης, δεν θα υπάρχει πια εκπροσώπηση των εμπορικών φορέων (ΣΕΒ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ) στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, ώστε τα μέλη της Επιτροπής να μην έρχονται σε δύσκολη θέση καλούμενα να ψηφίζουν για υποθέσεις που αφορούν κλάδους που εκπροσωπούν. - Η θητεία των μελών παραμένει τριετής με δυνατότητα μόνο μιας ανανέωσης. - Γίνεται ρητή πρόβλεψη για τα ασυμβίβαστα των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ώστε να μην υπάρχει ζήτημα μεροληψίας ή άλλης επιρροής στην άσκηση των καθηκόντων τους. - Θεσμοθετείται Κώδικας Δεοντολογίας για τα μέλη και τα στελέχη της Επιτροπής Ανταγωνισμού. - Δημιουργείται Γραφείο Εσωτερικού Ελέγχου στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, κάτι που αποτελεί αίτημα της ίδιας της Επιτροπής, με στόχο τη συστημική παρακολούθηση και βελτίωση της λειτουργίας και της απόδοσης της. - Για τον ορισμό του Προέδρου και των Εισηγητών της Επιτροπής Ανταγωνισμού απαιτείται η γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, στα πρότυπα άλλων Ανεξάρτητων Αρχών, όπως της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας.
Σε σχέση με τις νέες διαδικασίες ελέγχου: - Διατηρείται η υποχρέωση γνωστοποίησης των επιχειρήσεων, με σκοπό να είναι δυνατή η χαρτογράφηση της αγοράς από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Ταυτόχρονα όμως, επειδή λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στο Κοινοτικό Δίκαιο η γνωστοποίηση περιορίζεται στα εντελώς απαραίτητα στοιχεία για την χαρτογράφηση. - Ενισχύονται οι εξουσίες ελέγχου από την Επιτροπή Ανταγωνισμού ως προς τις δυνατότητες εύρεσης αποδεικτικών στοιχείων για την μελέτη των υποθέσεων που ερευνά. - Εισάγεται για πρώτη φορά ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών για όσους παραβιάζουν το νόμο περί ανταγωνισμού, ενώ πενταπλασιάζεται η επιβαλλόμενη χρηματική ποινή για τις ίδιες παραβάσεις. Έτσι, από το ποσό των 3.000 έως 30.000 ευρώ που είναι σήμερα, διαμορφώνονται πλέον σε ποσά από 15.000 έως 150.000 ευρώ. - Επίσης, διπλασιάζεται η ποινή φυλάκισης για παρακώλυση του ελέγχου από τα αρμόδια όργανα, για άρνηση παροχής πληροφοριών ή για παροχή ψευδών πληροφοριών στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, από τουλάχιστον τρεις μήνες σε τουλάχιστον έξι μήνες, ενώ αυξάνεται και η χρηματική ποινή από 5.000 έως 15.000 ευρώ που είναι σήμερα, σε ποσά από 10.000 έως και 50.000 ευρώ.
Το κείμενο του νομοσχεδίου είχε δοθεί σε δημόσια διαβούλευση στις 31 Μαρτίου 2009. Η ψήφισή του αναμένεται τις επόμενες εβδομάδες από τη Βουλή.
* Ακολουθεί η αιτιολογική έκθεση.
Αιτιολογική Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Αναθεώρηση Διατάξεων του v. 703/1977 περί Ανταγωνισμού»
Επί της αρχής του Σχεδίου Νόμου O ν. 703/1977 «Περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού», όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα, θεσπίζει κανόνες για τη λειτουργία της αγοράς μέσα από υγιείς συνθήκες ανταγωνισμού και επιβάλλει κυρώσεις σε επιχειρήσεις οι οποίες εφαρμόζουν συμπεριφορές και πρακτικές που διαστρεβλώνουν τον ανταγωνισμό. Οι ουσιαστικές διατάξεις του νόμου ακολουθούν τις αντίστοιχες διατάξεις του δικαίου της ΕΟΚ και, έπειτα, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενώ όμως, κατά το ουσιαστικό του μέρος, ο νόμος αυτός ήδη από το 1977 εισήγαγε στο ελληνικό δίκαιο διατάξεις που μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση όχι μόνο για την αντιμετώπιση περιοριστικών του ανταγωνισμού πρακτικών, αλλά και για την αποφυγή της διάρθρωσης ολόκληρων τομέων της επιχειρηματικής και οικονομικής δραστηριότητας με τρόπο ολιγοπωλιακό και αδιαφανή, η εφαρμογή του και η εξέλιξή του, ιδιαίτερα στη δεκαετία του ’80, δεν απέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
H εικόνα αρχίζει να αλλάζει αρχικά με τον ν. 2996/1995, με τον οποίο η Επιτροπή Ανταγωνισμού απέκτησε τη μορφή ανεξάρτητης αρχής. Συνέχισε όμως να παρουσιάζει εκτεταμένες δυσλειτουργίες και ελλείψεις στην υποδομή της, που δεν επέτρεψαν την εκπλήρωση του έργου που της ανατέθηκε. Είναι πολυάριθμες οι υποθέσεις που παρέμειναν επί έτη ανοικτές λόγω της περιορισμένης υλικοτεχνικής υποδομής και της ανεπαρκούς στελέχωσης της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Μόνο μετά το 2004, και ιδίως με τον ν. 3373/2005, η Επιτροπή Ανταγωνισμού απέκτησε διακεκριμένη νομική προσωπικότητα, που της επιτρέπει να παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της, της αναγνωρίστηκε αρμοδιότητα κανονιστικής παρέμβασης σε κλάδους της οικονομίας (άρθρο 5 του ν. 703/1977) και επί πλέον διευρύνθηκαν οι ελεγκτικές της εξουσίες όπως διευρύνθηκαν και οι αρμοδιότητές της στην εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, συμφώνως προς τις διατάξεις του Κανονισμού 1/2003. Κυρίως ενισχύθηκε υλικοτεχνικά και σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού. Πιο συγκεκριμένα, κατά την περίοδο 2004-2005 η Επιτροπή χειρίστηκε 42 υποθέσεις, εκ των οποίων 18 τέθηκαν τελικά στο αρχείο. • κατά την περίοδο 2005-2006 χειρίστηκε 261 υποθέσεις, εκ των οποίων 211 τέθηκαν στο αρχείο. • και κατά την περίοδο 2006-2007 χειρίστηκε 193 υποθέσεις, εκ των οποίων 102 υποθέσεις τέθηκαν στο αρχείο.
Ως προς την επιβολή κυρώσεων, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή κατά την περίοδο 1996-2000 διαπίστωσε 52 παραβάσεις και επέβαλε πρόστιμα συνολικού ύψους 2.580.000 ευρώ, την περίοδο 2001-2003 διαπίστωσε 22 παραβάσεις και επέβαλε πρόστιμα συνολικού ύψους 11.099.000 ευρώ, και την περίοδο 2004-2007 διαπίστωσε 44 παραβάσεις και επέβαλε πρόστιμα ύψους 102.014.000 ευρώ.
Καθώς η παρουσία και η παρέμβαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού στην καθημερινότητα αυξάνεται, έχει καταστεί αναγκαίο να ληφθούν και νέα μέτρα που να ενισχύουν τον θεσμικό ρόλο της Επιτροπής Ανταγωνισμού και να δημιουργούν τις συνθήκες για την ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων που εισάγονται σε αυτήν. Ο ρόλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τη λειτουργία του ανταγωνισμού προς όφελος των καταναλωτών, δεν πρέπει να περιορίζεται στην καταστολή. Ο στόχος της ορθής λειτουργίας του ανταγωνισμού προϋποθέτει σωστή χαρτογράφηση των αγορών, που να επιτρέπει σωστότερη και πιο αποτελεσματική παρέμβαση στη διάρθρωση των αγορών, όπου και όταν οι συνθήκες το απαιτούν. Η θεμελιώδης για τη λειτουργία της οικονομίας επιχειρηματική δραστηριότητα πρέπει να εκδηλώνεται και να αναπτύσσεται χωρίς τους φραγμούς και τις στρεβλώσεις της ανέλεγκτης μεγάλης οικονομικής δύναμης. Η κυβερνητική παρέμβαση είναι επιτυχής όταν, χωρίς να εκτρέπεται στον προστατευτισμό και τον απομονωτισμό, επιτυγχάνει τα παραπάνω προς όφελος του καταναλωτή. Με τον τρόπο αυτό ενισχύονται όσοι επιθυμούν να επενδύσουν, εισέρχονται νέοι παίκτες στην αγορά και ανατρέπονται τα στεγανά, δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας και αναπτύσσεται η καινοτομία στην πραγματική οικονομία και πρωτίστως προστατεύεται ο καταναλωτής.
Η κυβέρνηση, στο πλαίσιο υλοποίησης της ολοκληρωμένης στρατηγικής της για τη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού μηχανισμού εποπτείας της λειτουργίας μιας αποτελεσματικής οικονομίας προς όφελος του καταναλωτή, έχει ήδη προχωρήσει σε συγκεκριμένα βήματα, αναθεωρώντας τον Αγορανομικό Κώδικα με τον ν. 3668/2008 και συνιστώντας την Υπηρεσία Εποπτείας της Αγοράς με τον. 3728/2008. Η κορύφωση της κυβερνητικής στρατηγικής στο πεδίο αυτό αφορά την ολοκλήρωση της νομοθετικής παρέμβασής της στην οργάνωση και λειτουργία του μηχανισμού ελέγχου της τήρησης συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά, της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Στόχος του παρόντος σχεδίου νόμου είναι, έχοντας μελετήσει προσεκτικά την υφιστάμενη κατάσταση και τον τρόπο λειτουργίας των μηχανισμών τήρησης των συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού, τόσο σε ελληνικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να διαμορφωθεί ένα συνολικότερο θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας των μηχανισμών εποπτείας του ανταγωνισμού, που θα συνεπάγεται τη λειτουργία της Επιτροπής Ανταγωνισμού ως μηχανισμού άμεσης και αποτελεσματικής παρέμβασης, ενώ παράλληλα θα αξιοποιεί και άλλους ελεγκτικούς μηχανισμούς που αφορούν στην αγορά.
Με το παρόν σχέδιο νόμου το ελληνικό δίκαιο εναρμονίζεται πλήρως προς το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί με τον Κανονισμό 1/2003, και ολοκληρώνεται η εναρμόνιση που επιχειρήθηκε με τον ν. 3373/2005. Με την εναρμόνιση αυτή επιδιώκεται ταυτοχρόνως και ένας δεύτερος στόχος, η ελάφρυνση του έργου της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ώστε αυτή, κατά το πρότυπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να επικεντρωθεί στην καταπολέμηση των σοβαρών μορφών παράβασης του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού, όπως λ.χ. τα λεγόμενα οριζόντια καρτέλ και η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.
Επί των άρθρων του σχεδίου νόμου Με το άρθρο 1 του σχεδίου νόμου καθίσταται δυνατή η εναρμόνιση προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνέχεια του ν. 3373/2005, καθώς καταργείται το «σύστημα της κατ’ αρχήν απαγορεύσεως με δυνατότητα εξαιρέσεως» και εισάγεται σύστημα «εξαιρέσεων άμεσης εφαρμογής» (εκ του νόμου εξαιρέσεις). Βάσει αυτού, οι συμπράξεις που εμπίπτουν κατ’ αρχήν στην παράγραφο 1 του άρθρου 1, αλλά πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 703/1977, επιτρέπονται, προς τούτο δε δεν είναι αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικής απόφασης από διοικητική αρχή και, συγκεκριμένα, από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Άμεση συνέπεια είναι ότι οι επιχειρήσεις φέρουν πλέον οι ίδιες την ευθύνη νομικής αξιολόγησης των συμφωνιών που συνάπτουν και των πρακτικών που ακολουθούν ως προς τη συμβατότητά τους με το άρθρο 1 του ν. 703/1977. Με το άρθρο 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 29 του σχεδίου νόμου, επέρχεται μια βασική αλλαγή, καθώς καταργείται η ρύθμιση του άρθρου 2α του ν. 703/1977 περί καταχρηστικής εκμετάλλευσης σχέσης οικονομικής εξάρτησης και προστίθεται αντίστοιχη ρύθμιση στον ν. 146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού. Η αλλαγή αυτή γίνεται για λόγους νομοτεχνικούς και αποτελεσματικότερης προστασίας. Η διάταξη του άρθρου 2α προστατεύει ατομικό δικαίωμα, και όχι τη σωστή λειτουργία του ανταγωνισμού προς όφελος του καταναλωτή, που είναι το αντικείμενο του ν. 703/1977. Αντίθετα, ιδρύεται ένα ειδικό αστικό αδίκημα στο πλαίσιο του ν.146/1914, με τρόπο που και αντιμετωπίζεται πλήρως το ζήτημα της μη πλήρους κάλυψης της καταχρηστικής εκμετάλλευσης σχέσης εξάρτησης από το άρθρο 281 ΑΚ και διευκολύνεται η προσωρινή προστασία με ασφαλιστικά μέτρα. Ταυτόχρονα, ιδρύεται ειδικό ποινικό αδίκημα.
Με το άρθρο 3 του σχεδίου νόμου αναδιατυπώνεται το άρθρο 3 του ν. 703/1977, έτσι ώστε να αντανακλώνται σε αυτό οι αλλαγές που γίνονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν. 703/1977.
Στο άρθρο 4 διευκρινίζεται ότι το άρθρο 4α του ν. 703/1977 επιτελεί σκοπό αποκλειστικά χαρτογράφησης της αγοράς και μάλιστα τίθενται περιοριστικά τα στοιχεία τα οποία αποτελούν περιεχόμενο της γνωστοποίησης. Τονίζεται ότι, με την απολύτως αναγκαία αυτή διάταξη, σκοπός δεν είναι να διατηρηθεί κάποια μορφή γνωστοποίησης που να προϋποθέτει ανάλυση, αλλά απλή αναφορά και καταγραφή των στοιχείων που αναφέρονται στη διάταξη αυτή και κατάθεση αντιγράφου τυχόν υπάρχουσας σύμβασης. Παράλληλα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να προτείνει την αλλαγή των κριτηρίων που περιγράφονται στο άρθρο 4α ανάλογα με τις συνθήκες του ανταγωνισμού στις επιμέρους αγορές.
Με το άρθρο 5 διασφαλίζεται η δυνατότητα κάθε ενδιαφερομένου να παρέχει στοιχεία τα οποία θα είναι πιθανώς χρήσιμα για την Επιτροπή Ανταγωνισμού, τηρώντας φυσικά τα όρια του επιχειρηματικού απορρήτου. Παράλληλα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να προτείνει την αλλαγή των κριτηρίων που περιγράφονται στο άρθρο 4β ανάλογα με τις συνθήκες του ανταγωνισμού στις επιμέρους αγορές.
Στο άρθρο 6 του σχεδίου νόμου αναδιατυπώνονται οι περιπτώσεις όπου η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να απαγορεύσει μια συγκέντρωση επιχειρήσεων, και καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις που πρέπει να ελεγχθούν ώστε να είναι ορθή η σχετική απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Στο άρθρο 7 του σχεδίου νόμου βελτιώνεται η διαδικασία προληπτικού ελέγχου των συγκεντρώσεων, καθώς παρέχεται η δυνατότητα στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις να συμφωνούν και να προβαίνουν σε αλλαγές της συγκέντρωσης, ενημερώνοντας πάντα την Επιτροπή Ανταγωνισμού, εντός συγκεκριμένων χρονικών ορίων, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η έγκριση της συγκέντρωσης. Παράλληλα, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να θέσει και η ίδια όρους και προϋποθέσεις, προκειμένου να καταστεί μια συγκέντρωση συμβατή με τις διατάξεις της νομοθεσίας. Η αναφορά στην παράγραφο 5 του άρθρου 4 του ν.703/1977 εξαλείφεται εν όψει της εξέλιξης και με την παράγραφο 3 του άρθρου 1.
Με το άρθρο 8 του σχεδίου νόμου τονίζεται ακόμη περισσότερο η ενίσχυση του ρόλου της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καθώς πλέον η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει προσωρινά μέτρα στήριξης του υγιούς ανταγωνισμού σε περιπτώσεις συγκεντρώσεων που δεν έχουν ελεγχθεί ακόμη, ή σε περιπτώσεις που έχει διαπιστωθεί παράβαση των όρων της απόφασης που εγκρίνει τη συγκέντρωση, ή σε περίπτωση που η εν λόγω συγκέντρωση περιορίζει σημαντικά τον ανταγωνισμό. Επίσης, ρυθμίζεται το κύρος των δικαιοπραξιών που γίνονται στο πλαίσιο παρανόμων συγκεντρώσεων.
Κατά το άρθρο 9 του σχεδίου νόμου ενισχύεται περαιτέρω η κανονιστική αρμοδιότητα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καθώς καταργείται η πρόβλεψη για έκδοση υπουργικής απόφασης που να ενεργοποιεί τις κανονιστικές αποφάσεις της Επιτροπής, και οι εν λόγω αποφάσεις ισχύουν αυτοδικαίως από την έκδοσή τους. Διευρύνονται τα χρονικά όρια που έχει στη διάθεση της η Επιτροπή για να ελέγξει κατά πόσο τα μέτρα που έθεσε σε ισχύ έχουν επιφέρει αποτελέσματα και ορίζονται οι κυρώσεις που έχει στη διάθεσή της για όσες επιχειρήσεις δεν συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις της. Παράλληλα, ρυθμίζονται τα μέσα ένδικης προστασίας των ενδιαφερομένων.
Με το άρθρο 10 του σχεδίου νόμου, καταργείται η παράγραφος 4 του άρθρου 6 του ν. 703/1977, δεδομένου ότι έχει λήξει η ισχύς της Συνθήκης ΕΚΑΧ (23.7.2002).
Στο άρθρο 11 περιλαμβάνονται οι ρυθμίσεις που επιφέρουν αλλαγές στη δομή και την οργάνωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, οι οποίες ανταποκρίνονται στην ανάγκη για ταχύτερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία της. Ο αριθμός των μελών της περιορίζεται από 11 τακτικά και 11 αναπληρωματικά (σύνολο 22) σε 9 τακτικά και 5 αναπληρωματικά (σύνολο 14). Από τα μέλη της Επιτροπής, ο Πρόεδρος και τέσσερα μέλη, που ονομάζονται Εισηγητές, είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, και για τον διορισμό τους απαιτείται γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Κριτήριο για να ορισθεί κάποιος μέλος της Επιτροπής δεν είναι η κατοχή κάποιας τυπικής ιδιότητας (π.χ. το να είναι δικαστικός ή μέλος ΔΕΠ), αλλά η κατάρτιση και η εμπειρία του σε νομικά και οικονομικά θέματα που αφορούν στον ανταγωνισμό. Πάντως λαμβάνεται πρόνοια για τα μέλη της Επιτροπής που έχουν κάποια τυπική ιδιότητα, ώστε να συμμετέχουν στην Επιτροπή χωρίς να υπάρχει πρόβλημα. Η θητεία των μελών παραμένει τριετής, με δυνατότητα μίας μόνο ανανέωσης. Γίνεται ρητή πρόβλεψη για τα ασυμβίβαστα των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ώστε να μην τίθεται ζήτημα μεροληψίας ή άλλης επιρροής στην άσκηση των καθηκόντων τους. Ρυθμίζεται επίσης και το καθεστώς της μεταβατικής περιόδου που μεσολαβεί από τη λήξη της θητείας των μελών της Επιτροπής μέχρι τον ορισμό των νέων μελών.
Στο ίδιο άρθρο του σχεδίου νόμου πραγματοποιείται σημαντική τομή στη λειτουργία της Επιτροπής, καθώς πλέον ένα μέλος της Επιτροπής επιλαμβάνεται άμεσα μιας υπόθεσης, επικουρούμενος από στελέχη της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού. Επίσης η Ολομέλεια της Επιτροπής μπορεί να θέσει σε προτεραιότητα την εξέταση κάποιων υποθέσεων χρησιμοποιώντας διάφορα κριτήρια. Η Επιτροπή εξετάζει τις υποθέσεις κατά κανόνα σε 3μελή Τμήματα και η Ολομέλεια επιλαμβάνεται μόνο υποθέσεων μείζονος σημασίας και θεμάτων άσκησης κανονιστικής αρμοδιότητας της Επιτροπής. Γίνεται λεπτομερής ρύθμιση των κανόνων απαρτίας και λειτουργίας των Τμημάτων και της Ολομέλειας της Επιτροπής, ακόμη και ως προς θέματα παρουσίας των ενδιαφερομένων μερών ενώπιον της Επιτροπής. Εξουσιοδοτούνται οι Υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης να ρυθμίσουν με απόφασή τους τις αποδοχές και τυχόν άλλες αποζημιώσεις των μελών και των στελεχών της Επιτροπής Ανταγωνισμού και της αντίστοιχης Γενικής Διεύθυνσης, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων. Θεσμοθετείται Κώδικας Δεοντολογίας για τα μέλη και τα στελέχη της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Για την αποφυγή καταχρηστικής συμπεριφοράς εις βάρος των μελών και των στελεχών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με την άσκηση ποινικών διώξεων και αστικών αξιώσεων, προβλέπεται η νομική προστασία τους, κατά τα πρότυπα της Υπηρεσίας Εποπτείας της Αγοράς. Διατηρείται η δυνατότητα της Επιτροπής να συγκροτεί ειδικές ομάδες εργασίας για την ενδελεχέστερη μελέτη θεμάτων που την αφορούν. Προβλέπεται η νομική εκπροσώπηση των μελών και των στελεχών της Επιτροπής να ανατίθεται σε εξωτερικό δικηγόρο που θα επιλέγει η Ολομέλεια της Επιτροπής, και όχι στο αυτοτελές γραφείο νομικής υποστήριξης. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού καλύπτει τις σχετικές δαπάνες, ωστόσο, σε περίπτωση που το μέλος ή το στέλεχος της Επιτροπής Ανταγωνισμού καταδικαστεί αμετακλήτως, οφείλει να επιστρέψει το σύνολο των εξόδων αυτών. Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι η υποχρέωση που προβλέπεται σχετικά με την επιστροφή της δαπάνης αφορά μόνο τις περιπτώσεις ποινικής καταδίκης και όχι τις περιπτώσεις αστικής καταδίκης. Διατηρείται επίσης η υποχρέωση των μελών της Επιτροπής να μην καταλαμβάνουν θέσεις ή να μην παρέχουν υπηρεσίες σε επιχειρήσεις των οποίων υποθέσεις είχε χειρισθεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού κατά τη θητεία τους.
Με το άρθρο 12 του σχεδίου νόμου, η ομαδική εξαίρεση συμπράξεων από την εφαρμογή του άρθρου 1 καθίσταται αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, κάτι που συνιστά περαιτέρω ενίσχυση του ρόλου της.
Στο άρθρο 13 του σχεδίου νόμου αναδιατυπώνεται μερικώς ο κατάλογος των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ώστε να ανταποκρίνονται στις νέες ρυθμίσεις που προβλέπονται στο σχέδιο νόμου ως προς τις νέες αρμοδιότητές της.
Με το άρθρο 14 του σχεδίου νόμου οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού προσαρμόζονται στη νέα δομή της Επιτροπής. Για την καλύτερη δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ανασυντίθεται το γραφείο νομικής υποστήριξης, του οποίου πλέον προΐσταται πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και το οποίο θα στελεχωθεί από ειδικούς νομικούς συμβούλους που θα επιλεγούν για τον σκοπό αυτόν. Οι σχετικές διατάξεις μεταφέρονται για λόγους συστηματικούς και νομοτεχνικούς στο άρθρο περί αρμοδιοτήτων του Προέδρου, λόγω ακριβώς της άμεσης υπαγωγής σε αυτόν. Παράλληλα, η Επιτροπή διατηρεί τη δυνατότητα να αναθέτει σε εξωτερικό δικηγόρο ιδιαίτερα σημαντικές υποθέσεις που την αφορούν ως όργανο, εάν αυτό κριθεί αναγκαίο.
Στο άρθρο 15 του σχεδίου νόμου προβλέπεται η διοικητική αναδιάρθρωση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού σε τέσσερις Διευθύνσεις, με τη δημιουργία δύο αυτοτελών Διευθύνσεων Οικονομικής Τεκμηρίωσης για θέματα ανταγωνισμού. Στόχος είναι η ύπαρξη μιας επαρκούς υποστηρικτικής δομής για το έργο της Επιτροπής, σε νομικό, οικονομικό και διοικητικό επίπεδο. Επίσης, προβλέπεται ότι ο Γενικός Διευθυντής θα ορίζεται από την Ολομέλεια της Επιτροπής και όχι από τον Υπουργό Ανάπτυξης, ως στοιχείο ενίσχυσης της ανεξαρτησίας της Επιτροπής. Αυξάνονται οι οργανικές θέσεις της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού σε διακόσιες, με ανώτατο όριο περαιτέρω αύξησης τις διακόσιες πενήντα. Καθορίζεται, τέλος, εκ νέου η διαδικασία απόσπασης και μετάταξης υπαλλήλων στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, διατηρουμένου του υπηρεσιακού καθεστώτος του ειδικού επιστημονικού προσωπικού.
Με το άρθρο 16 δημιουργείται Γραφείο Εσωτερικού Ελέγχου στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, κάτι που αποτελεί αίτημα της ίδιας της Επιτροπής, με στόχο τη συστημική παρακολούθηση και τη βελτίωση της λειτουργίας και της απόδοσής της. Το Γραφείο αυτό είναι αυτοτελές και υπάγεται απευθείας στην Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Οι υπάλληλοι που στελεχώνουν το Γραφείο ορίζονται από την Ολομέλεια, μετά από γνώμη του Γενικού Διευθυντή της Επιτροπής. Ο προϊστάμενος του Γραφείου καταθέτει κάθε χρόνο στην Ολομέλεια έκθεση σχετικά με το έργο του Γραφείου, δηλαδή με τους ελέγχους που έχει διενεργήσει. Η έκθεση αυτή μπορεί – εν μέρει ή στο σύνολό της – να περιλαμβάνεται στην ετήσια έκθεση που υποβάλλει η Επιτροπή Ανταγωνισμού στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.
Με το άρθρο 17 του σχεδίου νόμου ρυθμίζεται η επιβολή υποχρεώσεων ή ανάληψη δεσμεύσεων από επιχειρήσεις σε περίπτωση που πιθανολογείται η μη συμβατότητα μιας σύμπραξης προς τη νομοθεσία του ανταγωνισμού. Παράλληλα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού καθίσταται αρμόδια να θέτει τους όρους και τις προϋποθέσεις υπαγωγής μιας επιχείρησης στο πρόγραμμα επιεικείας, όποτε και αίρεται το αξιόποινο για την επιχείρηση.
Με το άρθρο 18 του σχεδίου νόμου καταργούνται το άρθρο 10 του ν. 703/1977, εν όψει των αλλαγών στο άρθρο 1, και το άρθρο 11 του ν. 703/1977 περί αρνητικών πιστοποιήσεων ως προς την παράβαση ή όχι των διατάξεων περί ανταγωνισμού.
Στο άρθρο 19 του σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 11α, ώστε να επιταχύνεται η διαδικασία και να μην επιβαρύνεται η Επιτροπή σε περιπτώσεις όπου προφανώς δεν έχει αρμοδιότητα ή δεν τίθεται ζήτημα περιορισμού του ανταγωνισμού.
Με το άρθρο 20 του σχεδίου νόμου γίνεται ρύθμιση με την οποία η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του ν. 703/1977, η οποία ρυθμίζει τα της παρεμπίπτουσας κρίσης των (πολιτικών και ποινικών) δικαστηρίων ως προς το κύρος συμπράξεων μεταξύ επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 703/1977 ή το άρθρο 81 της Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσαρμόζεται στις αλλαγές που επέρχονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν. 703/1977. Στο άρθρο 21 του σχεδίου νόμου απλοποιείται η υποχρέωση γνωστοποίησης των συμπράξεων και η σχετική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με την τροποποίηση του άρθρου 21 του ν. 703/1977, καθώς αναφέρονται περιοριστικά τα στοιχεία που πρέπει να γνωστοποιούνται στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Τονίζεται ότι, με την απολύτως αναγκαία αυτή διάταξη, σκοπός δεν είναι να διατηρηθεί κάποιας μορφής γνωστοποίηση που να προϋποθέτει ανάλυση, αλλά απλή αναφορά και καταγραφή των στοιχείων που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή και κατάθεση αντιγράφου τυχόν υπάρχουσας σύμβασης.
Στο άρθρο 22 του σχεδίου νόμου προσδιορίζεται περιοριστικά το περιεχόμενο της γνωστοποίησης συμπράξεων, έτσι ώστε η ίδια να ορίσει στοιχεία που αφενός δεν θα επιφέρουν υπερβολικό φόρτο εργασίας, αφετέρου δε, θα έχουν ως αποτέλεσμα η Επιτροπή να έχει σαφή εικόνα των συμπράξεων και της διαμόρφωσης της αγοράς.
Συνακόλουθα, στο άρθρο 23 του σχεδίου νόμου προσδιορίζονται οι συνέπειες της γνωστοποίησης στο ίδιο πνεύμα της απλοποίησης των διαδικασιών και λαμβανομένων υπ’ όψιν των νέων ρυθμίσεων της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 703/1977.
Με το άρθρο 24 του σχεδίου νόμου ενισχύονται οι εξουσίες ελέγχου από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, ιδίως ως προς την εύρεση αποδεικτικών στοιχείων για τις παραβάσεις του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Στο άρθρο 25 του σχεδίου νόμου ενισχύεται η υποχρέωση εχεμύθειας που έχουν όλοι όσοι αναλαμβάνουν να μελετήσουν υποθέσεις για λογαριασμό της Επιτροπής.
Με το άρθρο 26 του σχεδίου νόμου επιδιώκεται η καλύτερη εφαρμογή του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού και η εμπέδωση νοοτροπίας ανταγωνισμού στην Ελλάδα, μέσω της επί το αυστηρότερο διαμόρφωσης των ποινών για παραβάσεις του ν. 703/1977. Με το άρθρο αυτό του νομοσχεδίου επιβάλλεται για πρώτη φορά στερητική της ελευθερίας ποινή, ήτοι ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών για την παράβαση συγκεκριμένων απαγορεύσεων του άρθρου 1 του ν. 703/1977, ενώ αυξάνεται η επιβαλλόμενη χρηματική ποινή για τις παραβάσεις των άρθρων 1, 2, 4 έως 4στ’, του ν. 703/1977 και των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από το ποσό των 3.000-30.000 € στο ποσό των 15.000-150.000 €. Εξάλλου, για τις παραβάσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 29 του ν. 703/1977 (παρακώλυση του ελέγχου από τα αρμόδια όργανα, άρνηση παροχής πληροφοριών ή παροχή ψευδών πληροφοριών στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, άρνηση ένορκης ή ανωμοτί κατάθεσης ή κατάθεσης ψευδών στοιχείων) η ποινή φυλάκισης διπλασιάζεται από τουλάχιστον τρεις (3) μήνες σε τουλάχιστον έξι (6) μήνες, η δε χρηματική ποινή αυξάνεται από 5.000-15.000 € σε 10.000-50.000 €.
Το άρθρο 27 του σχεδίου νόμου ρυθμίζει εκ νέου τη διαδικασία κλήτευσης ενώπιον της Επιτροπής και των επιδόσεων των εγγράφων που αφορούν τις υποθέσεις τις οποίες μελετά η Επιτροπή.
Στο άρθρο 28 του σχεδίου νόμου περιλαμβάνονται νομοτεχνικές βελτιώσεις που αφορούν διάφορες διατάξεις του ν. 703/1977, οι οποίες έχουν καταστεί αναγκαίες από τις συνεχείς μεταβολές του κειμένου του συγκεκριμένου νόμου, από την αρχική θέσπισή του μέχρι σήμερα.
Το άρθρο 29 περιλαμβάνει την τροποποίηση του ν. 146/1914 σχετικά με την απαγόρευση καταχρηστικής εκμετάλλευσης της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, σε συνέχεια της ρύθμισης του άρθρου 2 του σχεδίου νόμου.
Τέλος, το άρθρο 30 περιλαμβάνει μεταβατικές ρυθμίσεις για τις υποθέσεις που βρίσκονται ήδη ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού και για τις οποίες αλλάζει, με το σχέδιο νόμου, η νομική βάση εξέτασής τους. Με την ίδια διάταξη ορίζεται και η έναρξη ισχύος των ρυθμίσεων του σχεδίου νόμου.
Για την αντιμετώπιση των προαναφερόμενων θεμάτων, προτείνεται η ψήφιση από την Εθνική Αντιπροσωπεία του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, οι ρυθμίσεις του οποίου προκαλούν δαπάνες σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, σύμφωνα με την Ειδική Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Αθήνα ... 2009
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
Εσωτερικών Προκόπιος Παυλόπουλος
Οικονομίας και Οικονομικών Ιωάννης Παπαθανασίου
Ανάπτυξης Κωνσταντίνος Χατζηδάκης
Δικαιοσύνης Νικόλαος Δένδιας
|