Αθήνα 15.10.2009 Του ΣΠΥΡΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ* Ο συνδυασμός πράσινης ανάπτυξης και αγροτικού τομέα είναι ένα πολυδαίδαλο και πολύπλοκο έργο που δύσκολα καλύπτεται από την ανάλυση λίγων γραμμών . Οι σκέψεις που ακολουθούν προσπαθούν να φωτίσουν κάποιες όχι και τόσο έκδηλα φανερές πτυχές του θέματος μέσα από μια προσέγγιση που δεν θα την έλεγα αυστηρά επιστημονική, αλλά διαισθητική και βιωματική.
Όσοι έχουν κάποια ηλικία και κατάγονται από αγροτικές περιοχές έχουν βιώσει τις ραγδαίες αλλαγές (θετικές και αρνητικές) που υπέστη ο αγροτικός τομέας της χώρας μας το διάστημα από το 1970 έως σήμερα. Ασφαλώς καταλύτης αυτών των αλλαγών (όχι υποχρεωτικά θετικών θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί) υπήρξε η ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ και η σχεδόν ταυτόχρονη επέλαση της παγκοσμιοποίησης με την αναίρεση κάθε μηχανισμού προστασίας που επέφεραν στην αγροτική και την γενικότερη οικονομική ζωή.
Προσωπικά καταγόμενος από αγροτική οικογένεια έζησα την μετάβαση, από τον σχεδόν αρχαϊκό τρόπο καλλιέργειας με το «ζευγάρι», τα ξύλινα «γενιά», την οργανική λίπανση και την ανήμπορη αναμονή του καλλιεργητή για βροχή, που αποτελούσε τον μοναδικό τρόπο άρδευσης μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 70, στην εκμηχάνιση, τον εμπλουτισμό των εδαφών με χημικά λιπάσματα, την συστηματική άρδευση και τις επιδοτήσεις που, διστακτικά στην αρχή και κατόπιν με ανορθολογική ορμή, επέφερε η δεκαετία του 80. Κατόπιν έζησα την αποκλειστικά επιδοτούμενη αγροτική παραγωγή, την κάμψη της ενάρετης δημιουργίας και άμιλλας, την δραματική υποβάθμιση της ποιότητας, την αδιαφορία για το συνεταιριστικό κίνημα και τέλος την εγκατάλειψη και την οριστική παραίτηση από την αγροτική παραγωγική ταυτότητα.
Το πρόβλημα της ανάπτυξης του αγροτικού τομέα της χώρας δύσκολα προσεγγίζεται μέσα από γενικές στατιστικές και πίνακες. Τέτοιες τεχνικές, φωτίζοντας μονομερώς και στατικά την εξέλιξη, δεν μπορούν, κατά την γνώμη μου, από μόνες τους να διαγράψουν ένα δυναμικό, πολυδιάστατο, σύγχρονο υπόδειγμα ανάπτυξης και αυτό για τους εξής βασικούς λόγους : α) την ιδιομορφία της Ελληνικής αγροτικής εκμετάλλευσης, που είναι στενά συνδεδεμένη με την βαθειά ριζωμένη έννοια της ιδιοκτησίας αφενός και την μορφολογία του εδάφους αφετέρου, και αντανακλούν στο μέγεθός της, στα μέσα παραγωγής που κινητοποιούνται και το επίπεδο επαγγελματικής πληρότητάς της. β) την απρόσωπη, μακρινή και απρόσιτη φύση της αγοράς, όπως έχει διαμορφωθεί θεσμικά σε συνθήκες ελεύθερου παγκόσμιου εμπορίου, η οποία ευνοεί τα μεγάλα μεγέθη, το κριτήριο της τιμής και την πολύπλοκη, συχνά αδιαφανή διαμεσολάβηση μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή που αποβαίνει τελικά σε βάρος και των δύο. γ) τις ραγδαίες παράλληλες αλλαγές που υπέστη και ο αστικός τομέας της οικονομίας μας τόσο από άποψη παραγωγική όσο και από άποψη καταναλωτικού προτύπου και εμπορίας. Ως γνωστόν τα μεγάλα πολυεθνικά S/M που κυριαρχούν στο εμπόριο τροφίμων έχουν και πολυεθνικά δίκτυα προμηθειών. δ) την πλήρη ενσωμάτωση και του αγροτικού τομέα στο μοντέλο της εμπορευματοποιημένης παραγωγής που οδήγησε στην μονοκαλλιέργεια και την αποσάθρωση της πολυκαλλιέργειας και της σχετικής αυτάρκειας που χαρακτήριζε την οικονομική λειτουργία του παλιού αγροτικού νοικοκυριού και η οποία, διέσπειρε τους κινδύνους, οργανώνονταν συμπληρωματικά και καθετοποιημένα, εξουδετέρωνε τα κενά εποχικότητας στην παραγωγή και την απασχόληση, εκμεταλλεύονταν πλήρως με την λογική που επέβαλαν οι συνθήκες όλους τους παραγωγικούς πόρους που είχε στην διάθεσή του (έδαφος, νερό, δασικές εκτάσεις, εργαλεία, ζώα, γυναίκες και παιδιά). Αυτά σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες κοινωνικοοικονομικές μεταβολές της εποχής οδήγησαν τον σύγχρονο αγρότη στην υιοθέτηση εξατομικευμένων, βραχυπρόθεσμων και τελικά εύθραυστων πολιτικών επιβίωσης.
Πιστεύω πως αυτοί οι παράγοντες κατά κύριο λόγο εξηγούν την σημερινή κατάσταση, αλλά και προδιαγράφουν ένα αδρό πλαίσιο του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο καλείται να αναπτυχθεί ο αγροτικός τομέας στις σύγχρονες οικονομικές και περιβαλλοντικές συνθήκες. Θα αποτελούσε παράλειψη να μην αναφερθούμε για λίγο στην οδυνηρή εμπειρία της παταγώδους οικονομικής αποτυχίας των μεγάλων συνεταιριστικών οργανώσεων και στην γενικότερη καταρράκωση της αξίας τους. Οι υποκειμενικές αδυναμίες τους που σχετίζονται με την κακοδιαχείριση, τις προσωπικές χάρες, τον κομματισμό, την τυχοδιωκτική επέκταση, την ανυπαρξία αυστηρών μηχανισμών ελέγχου, αποτελούν μία μόνο πλευρά του ζητήματος. Δεν εισχωρούν στα βαθύτερα αίτια και δεν αναιρούν την έλλειψη γενικότερου σχεδίου μετάβασης από την έντασης εργασίας αγροτική παραγωγή στην κεφαλαιουχική, από τον δασμολογικό - διοικητικό προστατευτισμό στην νεοφιλελεύθερη απελευθέρωση του εμπορίου, από την αποκεντροποίηση στην αστυφιλία και τα μεγάλα εξωτερικά και εσωτερικά μεταναστευτικά ρεύματα. Εκεί ο αγροτικός κόσμος, συντηρητικός και αυτάρεσκα απομονωμένος και παράλληλα απαξιωμένος από την κρατική, επιστημονική, οικονομική κοινότητα των αστών που έβλεπε τον θλιβερό χωριάτη μόνο ως θύμα πολιτικής ή οικονομικής εκμετάλλευσης, αφέθηκε εντελώς μόνος να απαντήσει σε προβλήματα που προφανώς τον ξεπερνούσαν. Σταδιακά και ο επιδοτούμενος αγρότης φρόντισε να πάρει την «εκδίκησή του», αγοράζοντας τεράστια γεωργικά μηχανήματα πέρα από κάθε ορθολογισμό, υποβαθμίζοντας την ποιότητα δίνοντας έμφαση στη ποσότητα που έφερνε μεγαλύτερη επιδότηση , μετατρεπόμενος τελικά σε περαστικός επιστάτης ξένων εργατών και αυτοματοποιημένων μηχανημάτων και παράγοντας γράφοντας στα παλιά του παπούτσια τον καταναλωτή αστό.
Ο κατακερματισμός και η κατάτμηση του κλήρου που συνεπάγεται το μικρό μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης, αφενός θα πρέπει βραχυπρόθεσμα να εκληφθεί ως δεδομένος περιορισμός, αλλά και μακροπρόθεσμα θεωρώ ότι δεν αποτελεί οπωσδήποτε μειονέκτημα (εφόσον δεν ξεπεράσει κάποια ελάχιστα λογικά πλαίσια). Αντίθετα με ορθολογικές ρυθμίσεις που αφορούν την χρήση της γης, τις συνενώσεις στην προμήθεια γεωργικών εφοδίων και στην χρήση κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, που θα προέλθουν από προαιρετικές, αυθόρμητες, δημοκρατικές (όχι καταναγκαστικές) προσαρμογές στην ανάγκη και τις εξωτερικές συνθήκες των ίδιων των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, μπορεί να μετατραπεί σε συγκριτικό πλεονέκτημα ποιότητας, οικονομικότητας ως προς την χρήση των πόρων και περιβαλλοντικά ευαίσθητης παραγωγής.
Εκπλήσσει ο αρκετά γόνιμος, ξεχασμένος σήμερα πέρα από ένα μικρό κύκλο ειδικών, διάλογος σχετικά με το θέμα αυτό που διεξήχθη μεταξύ επιφανών γεωτεχνικών (κυρίως) και οικονομολόγων κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου με αφορμή την αποτελεσματικότητα της πολιτικής διανομής της γης, την οποία υποστήριζαν οι θιασώτες της αυτάρκειας, σε αντιδιαστολή με την διατήρηση των μεγάλων ιδιοκτησιών (τσιφλικιών), την οποία υποστήριζαν οι θιασώτες του εξωστρεφούς προσανατολισμού του αγροτικού τομέα. Διάλογος, βέβαια, που έγινε κάτω από την βαριά σκιά του εγχώριου προσφυγικού ζητήματος και της μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 30.
Αντίθετα είναι καθοριστική η παρέμβαση στην διάρθρωση της αγοράς των αγροτικών προϊόντων. Σήμερα με λίγη παρατήρηση μπορεί κανείς να διακρίνει ότι οι μόνες βιώσιμες, σταθερές και μη επιδοτούμενες αγροτικές εκμεταλλεύσεις είναι εκείνες όπου οι παραγωγοί έχουν άμεση (ή σχεδόν άμεση) πρόσβαση στην λιανική πώληση (λαϊκές αγορές, μανάβικα αστικών κέντρων, τυποποίηση και απευθείας διάθεση στα σημεία λιανικής). Επομένως, κάθε εξωτερική παρέμβαση για την βελτίωση της θέσης του αγροτικού τομέα θα πρέπει να υποθάλπει την δημιουργία τέτοιων συνθηκών συνάντησης του μεμονωμένου ή συνεταιρισμένου παραγωγού με την αμείλικτη κρίση του καταναλωτή από τον οποίο έγκαιρα και άμεσα λαμβάνει τα μηνύματα, προσαρμόζει την παραγωγή και καρπώνεται μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία προς όφελος και των δύο.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον υποκατάστασης, κατ’ αρχήν, εισαγωγών και ανακούφισης του πολύπαθου γεωργικού εμπορικού ισοζυγίου, μπορούν να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες ανάδειξης δυναμικών προϊόντων, παραγωγών και οργανωτικών σχημάτων, που αφού δοκιμασθούν σε τοπικό και εγχώριο επίπεδο μπορούν να στραφούν σε ευρύτερους ορίζοντες. Επομένως τα κίνητρα, οι υποδομές και το θεσμικό πλαίσιο θα πρέπει να έχουν και μια τέτοια στόχευση, με βασικό πάντα κριτήριο την ανταποδοτικότητα. Θα μπορούσε λόγου χάριν στα αστικά κέντρα να δημιουργηθούν μόνιμες αγορές τοπικών προϊόντων με σύγχρονες εγκαταστάσεις, οργάνωση και συστήματα ελέγχου όπου οι παραγωγοί θα εκθέτουν και θα πωλούν τα αγροτικά και βιοτεχνικά προϊόντα τους απευθείας στους καταναλωτές. Λογικές που ζητούν από τον μικροκαλλιεργητή να απευθυνθεί εξαρχής σε μια απέραντη, ομογενή και τελικά αφηρημένη παγκόσμια αγορά, ανταγωνιζόμενος συναδέλφους του με τεράστιες αποκλίσεις στο μέγεθος, τις συνθήκες παραγωγής και διαβίωσης, αν δεν αναφέρονται σε φωτεινές εξαιρέσεις, μάλλον μεροληπτούν και υπεκφεύγουν.
Η τοπικότητα και η απ’ ευθείας σύνδεση με την αγορά ευνοούν και την ποικιλία της παραγωγικής δραστηριότητας, την ευελιξία της και την διασύνδεση με τον δευτερογενή (είδη συσκευασίας, ενέργεια) και τριτογενή τομέα (τουρισμός) και τελικά την αναδίπλωση από την μονοκαλλιέργεια σε συνθετότερες παραγωγικές επιλογές που εσωτερικεύουν τοπικά μεγάλο μέρος της παραγόμενης αξίας, της απασχόλησης, παρέχουν μακροχρόνια ευστάθεια και βελτιώνουν τελικά την ανταγωνιστικότητα. Στα ενδότερα της χώρας μπορεί ακόμη κάποιος να ανακαλύψει θύλακες τέτοιων οικονομικών δομών όπου η πραγματική αξία του χρήματος είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι στα αστικά κέντρα. Θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε θύλακες χαμηλής ονομαστικής στάθμης και θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον ένα πείραμα διεύρυνσης των ορίων τους.
Η πράσινη ανάπτυξη και η προστασία του περιβάλλοντος δεν πρέπει να περιβληθούν έναν μεγαλειώδη, αστραφτερό μανδύα. Τουλάχιστον για την χώρα μας και την αγροτική της παραγωγή, μικρές, συντονισμένες σωρευτικές αλλαγές μπορούν να προκαλέσουν απρόσμενες ποιοτικές βελτιώσεις. Ο μηχανισμός που θα κινητοποιήσει έναν αγρότη να φυτέψει ένα δέντρο που δεν αποδίδει άμεσα καρπό, ή να κατασκευάσει μια αναβαθμίδα από ξερολιθιά για να αποτρέψει την αποσάθρωση μιας ορεινής πεζούλας και να εμπλουτίσει τον υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής, μπορεί να μην αποφέρει κάποιο άμεσα καταγεγραμμένο, θεαματικό αποτέλεσμα (πόσο μάλλον που αυτά δεν αποτιμώνται και δεν καταγράφονται σε καμία στατιστική παρακολούθηση), αποτελεί όμως αδιαμφισβήτητη παραγωγή μακροπρόθεσμου παραγωγικού και περιβαλλοντικού πλούτου και μπορεί να υποστηριχθεί από την Ε.Ε. Μέσα από τέτοιες διευθετήσεις αντιμετωπίζονται και το πρόβλημα της παραγωγικής απασχόλησης νέων ανθρώπων και η σταδιακή διατροφική απεξάρτηση της χώρας και η σημερινή απειλή υγιεινής διατροφής, αλλά και ο αυριανός κίνδυνος δραματικών ελλείψεων, που τόσο έχει υποτιμηθεί σε συνθήκες αφθονίας.
Ο Σπύρος Γ. Παναγιωτόπουλος είναι Οικονομολόγος.
|