Αθήνα 15.12.2011, 13:12
Ενστάσεις για τον τρόπο που ορισμένα μέσα επικοινωνίας προβάλλουν τη λειτουργία των ιδρυµάτων και άλλων χώρων φιλοξενίας και φροντίδας παιδιών σε όλη τη χώρα εκφράζει ο Συνήγορος του Πολίτη, στο πλαίσιο της αποστολής του ως Συνήγορος του Παιδιού, καλώντας τόσο αυτά, όσο και όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, να µην επιτρέπουν πρακτικές που θίγουν τα δικαιώµατα των παιδιών και µπορούν να προκαλέσουν βλάβες στην προσωπική και κοινωνική τους ζωή, καθώς και συναισθηµατικές διαταραχές στον ήδη ευάλωτο ψυχισµό τους.
Κατ' αρχήν ο ΣτΠ επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο αρκετών υποθέσεων που έχει διερευνήσει, αλλά και πέραν αυτών, έχει προβεί σε επισκέψεις και αυτοψίες σε µεγάλο αριθµό ιδρυµάτων και έχει συνοµιλήσει µε τους διοικητικά υπεύθυνους, τους εργαζόµενους και τα παιδιά. Έχει επίσης κατά καιρούς εκπονήσει πορίσµατα και εκθέσεις και έχει τοποθετηθεί µε δηµόσιες παρεµβάσεις για τις συνθήκες που επικρατούν σε αυτά, διατυπώνοντας προτάσεις για το θεσµικό πλαίσιο και τις οργανωτικές ανάγκες και γενικότερα για τα µέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν από τα αρµόδια πολιτειακά όργανα. Πέραν όµως του ζητήµατος αυτού, βάσει της µέχρι σήµερα εµπειρίας της, η Αρχή επιθυµεί να εκφράσει τον προβληµατισµό της σχετικά µε τον τρόπο, µε τον οποίον προβάλλονται τα σχετικά θέµατα από τα ΜΜΕ.
Ειδικότερα, η Αρχή θεωρεί υποχρέωσή της να υπενθυµίσει το πλαίσιο δεοντολογίας που εκπορεύεται από την ισχύουσα νοµοθεσία ως προς τη χρήση της εικόνας των παιδιών και την προβολή τους στα ΜΜΕ.
Αναλυτικότερα:
Παρουσιάζονται εκποµπές στην τηλεόραση και δηµοσιεύµατα στον Τύπο µε ρεπορτάζ για την κατάσταση των ιδρυµάτων όπου φιλοξενούνται παιδιά. Ο στόχος των ρεπορτάζ αυτών συνήθως είναι η ενηµέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού και η αφύπνιση των αρµοδίων είτε για τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν οι φορείς αυτοί, ιδίως στις µέρες µας ως συνέπεια της οικονοµικής κρίσης, είτε για κακοποιητικές συµπεριφορές των γονέων ή άλλων προσώπων του περιβάλλοντος των φιλοξενούµενων. Δυστυχώς, όµως, ο τρόπος µε τον οποίο παρουσιάζεται η εικόνα των παιδιών είναι συχνά αντιδεοντολογικός.
Συγκεκριµένα, συχνά δηµοσιοποιούνται στοιχεία των παιδιών που εµπλέκονται σε υποθέσεις που απασχολούν τη δικαιοσύνη. Επίσης, τα ίδια τα παιδιά απεικονίζονται καθαρά και κοντά στο φακό ή δίνουν συνεντεύξεις µε έµφαση σε προσωπικά και οικογενειακά τους βιώµατα, στο παρελθόν τους, αλλά και προβλήµατα που τυχόν αντιµετωπίζουν. Με αυτόν τον τρόπο αφενός αναβιώνουν τραυµατικές εµπειρίες, αφετέρου καθίστανται πλέον αναγνωρίσιµα και κατά συνέπεια ταυτοποιήσιµα στο ευρύ κοινό.
Σύµφωνα µε την παιδοψυχολόγο Alena Černá, που περιλαµβάνεται σε σχετική έκθεση του παγκόσµιου Δικτύου Ενηµέρωσης για τα Δικαιώµατα του Παιδιού (CRIN) του 2009, www.crin.org/docs/Mediafinal.pdf), «το να υπενθυµίζει κανείς γεγονότα στα παιδιά – θύµατα εµποδίζει τη θεραπεία. Η ικανότητα των παιδιών να ξεχνούν είναι ένας βαθιά ριζωµένος µηχανισµός ασφαλείας. Αν εκτίθενται στη δηµοσιότητα και το τραύµα και ο πόνος τους υπενθυµίζονται διαρκώς, δεν µπορούν να τα ξεπεράσουν».
Επίσης η γλώσσα που χρησιµοποιείται σε τέτοιου είδους ρεπορτάζ επιδιώκει να συγκινήσει τον θεατή, και περαιτέρω να ενισχύσει τη θεαµατικότητα ή αναγνωσιµότητα, προκαλώντας τον οίκτο («φτωχά αγγελούδια», «ανυπεράσπιστα πλασµατάκια» κ.λπ.), αναπαράγοντας στερεότυπα που δηµιουργούν εντυπωσιασµό στο κοινό, σε βάρος της ψυχοσυναισθηµατικής ευηµερίας των παιδιών.
Η προβολή εξάλλου των ανηλίκων αυτών δεν δικαιολογείται από λόγους αυξηµένου ενδιαφέροντος ή γενικότερου συµφέροντος. Νοµολογιακά γίνεται δεκτό ότι «Η ελευθεροτυπία και η ελεύθερη δηµοσιογραφία, ασκούµενες στα πλαίσια της συνταγµατικά κατοχυρωµένης ελευθερίας του τύπου (άρ. 14 Σ.) δεν επιτρέπεται να θίγουν την προσωπικότητα ανηλίκων, ιδίως ατόµων που δεν απασχολούν το κοινωνικό σύνολο» (ΑΠ 195/2007).
Σχετικά δε µε την προσβολή προσωπικότητας (ΑΚ 57, 59) στην προαναφερθείσα απόφαση γίνεται δεκτό ότι: «Η εικόνα του ανθρώπου ανήκει όχι στο κοινό, αλλά σε εκείνον που την παριστάνει, και γι’ αυτό η από άλλον αποτύπωση, µε φωτογράφιση ή άλλον τρόπο ή η προβολή αυτής δηµοσίως, χωρίς τη συναίνεση του εικονιζόµενου, αποτελεί, καθαυτή, παράνοµη προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή του δικαιώµατος επί της ιδίας εικόνας…Αν συµβεί και το εικονιζόµενο πρόσωπο εµφανίζεται κάτω από συνθήκες που παραβιάζουν το απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής, µε την αποκάλυψη στοιχείων της, όπως η κατάσταση της υγείας του ή που µειώνουν την υπόληψή του τότε η προσβολή είναι σηµαντικότερη».
Τα παιδιά αυτά είναι πιο ευάλωτα στην έκθεση, καθώς συχνά στερούνται οικογένειας και γονικής µέριµνας. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που χρειάζεται να επιδειχθεί ακόµα µεγαλύτερη ευαισθησία και προσοχή εκ µέρους των υπευθύνων των ιδρυµάτων, των δηµοσιογράφων και της Πολιτείας.
Τα ανωτέρω προβλήµατα έχουν παρατηρηθεί από εκπροσώπους του Συνηγόρου του Πολίτη στο πλαίσιο της δράσης του ως Συνηγόρου του Παιδιού, αλλά καταγράφονται και διαµαρτυρίες και αναφορές που του έχουν θέσει υπόψη η διοίκηση ορισµένων ιδρυµάτων και οι επαγγελµατίες που εργάζονται µε τα παιδιά. Τηλεοπτικά, κυρίως, συνεργεία, συχνά χρησιµοποιώντας στοιχεία από φακέλους που έχουν διαρρεύσει από αστυνοµικές και δικαστικές αρχές (γεγονός που επίσης εµπίπτει στην απαγόρευση νόµου), προσεγγίζουν τα ιδρύµατα και τα παιδιά που ζουν εκεί, αναζητώντας στοιχεία και προσωπικές ιστορίες. 2ς αποτέλεσµα προκαλούν αναστάτωση και αποσπούν τα παιδιά από το πρόγραµµα της δοµής που παρακολουθούν.
Σε ορισµένες περιπτώσεις µάλιστα µπορεί να είναι οι ίδιες οι διοικήσεις ιδρυµάτων, που - προκειµένου να προβάλουν το έργο τους και να προσελκύσουν το ενδιαφέρον και την υποστήριξη της κοινωνίας και της πολιτείας -, επιτρέπουν στα ΜΜΕ την χρησιµοποίηση της εικόνας των φιλοξενούµενων παιδιών και τις συνεντεύξεις µε αυτά.
Το ελληνικό δίκαιο διαθέτει ωστόσο επαρκές πλαίσιο προστασίας των παιδιών, το οποίο θέτει περιορισµούς σε τέτοιου είδους χρήση της εικόνας τους.
Συγκεκριµένα, στο άρθρο 21 § 1 του Συντάγµατος, σύµφωνα µε το οποίο η παιδική ηλικία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, έρχεται να προστεθεί και το άρθρο 15 § 2 που προστέθηκε µε την αναθεώρηση του Συντάγµατος. Με αυτό εξειδικεύεται η προστασία των παιδιών από την προβολή δεδοµένων τους και επεκτείνεται ο σκοπός του άµεσου κρατικού έλεγχου της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης «..και στο σεβασµό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας».
Εξάλλου το Π.Δ. 109/2010, το οποίο εναρµονίζει την ελληνική ραδιοτηλεοπτική νοµοθεσία µε τις διατάξεις της Οδηγίας 2010/13/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, ρυθµίζει µεταξύ άλλων το θέµα της προστασίας των ανηλίκων από τη ραδιοτηλεόραση. Με το άρθρο 26 § 2 απαγορεύεται η παρουσίαση ή συµµετοχή ανηλίκων µαρτύρων ή θυµάτων εγκληµατικών ενεργειών ή δυστυχηµάτων, καθώς και των ανηλίκων που βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση, σε ειδησεογραφικά και άλλα ενηµερωτικά προγράµµατα των τηλεοπτικών σταθµών.
Η παραπάνω διάταξη βρίσκει άλλωστε σαφέστερη διατύπωση στον Κώδικα Δεοντολογίας Ειδησεογραφικών και άλλων Δηµοσιογραφικών και Πολιτικών Εκποµπών (Π 77/2003), σύµφωνα µε τον οποίο (άρθρο 10): «απαγορεύεται η παρουσίαση ανηλίκων µέσω εικόνας, ονόµατος ή άλλου τρόπου που να καθιστά σαφή την ταυτότητά τους ή τη συµµετοχή τους σε όλες τις εκποµπές που αναφέρονται στον παρόντα κώδικα, όταν αυτοί είναι µάρτυρες ή θύµατα εγκληµατικών ενεργειών ή δυστυχηµάτων ή βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση. Σε καµία από τις ανωτέρω περιπτώσεις, δεν λαµβάνεται συνέντευξη από ανήλικο κάτω των 14 ετών. Κατ’ εξαίρεση η παρουσίαση αυτή επιτρέπεται εφόσον είναι αναγκαία για την ενηµέρωση του κοινού και δεν προκαλεί πόνο ή βλάβη στην προσωπικότητα του ανηλίκου, και, σε κάθε περίπτωση, µόνο ύστερα από γραπτή άδεια αυτού που ασκεί τη γονική µέριµνα ή την επιµέλεια».
Θα πρέπει να επισηµανθεί ότι αν και η έννοια των ανηλίκων ευρισκοµένων «σε δύσκολη κατάσταση» επιδέχεται ευρεία ερµηνεία, ωστόσο κατά την άποψη του Συνηγόρου, οι ανήλικοι που φιλοξενούνται σε ιδρύµατα και κέντρα φιλοξενίας και φροντίδας θα µπορούσαν να υπάγονται στην έννοια αυτή, εξαιτίας των δυσκολιών που βίωσαν στο οικογενειακό τους περιβάλλον και την αποµάκρυνσή τους από αυτό.
Οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου ΑΠ 543/2009 και 4/20113 υποστηρίζουν εξάλλου την άποψη αυτή, αφού δέχονται για παράδειγµα ότι ο ανήλικος που έχει προσβληθεί από σοβαρό -ιάσιµο- νόσηµα, έστω κι αν δεν είναι εµφανές στην εικόνα του, εντάσσεται επίσης σε αυτή την κατηγορία. Επιπλέον οι αποφάσεις του ΑΠ διασαφηνίζουν ότι δεν απαιτείται η δύσκολη κατάσταση του ανηλίκου να προκύπτει από µόνη τη ληφθείσα και προβληθείσα εικόνα του σε κατάσταση πόνου και δυσχέρειας, αλλά αρκεί η εντύπωση που δηµιουργείται από το συνδυασµό της εικόνας και του επίµαχου θέµατος.
Συγκεκριμένα αναφέρουν: «Το υγιές δηµοσιογραφικό καθήκον δεν επέβαλε, για την πληρότητα του σχετικού θέµατος, να προβληθεί ευκρινής η εικόνα του ανηλίκου, αφού δεν ήταν αναγκαία και πρόσφορη για την ικανοποίηση του σχετικού ενδιαφέροντος, ούτε και δικαιολογείται… Γνώριζαν δε (οι δηµοσιογράφοι) ότι η δηµοσιοποίηση της εικόνας του δεν ήταν αντικειµενικά αναγκαία, αλλά η ενέργειά τους κατέτεινε αποκλειστικά στη δηµιουργία τηλεθέασης».
Παράλληλα το άρθρο 6 του Κώδικα Δεοντολογίας προστατεύει την ιδιωτική ζωή όλων και απαγορεύει τη µετάδοση εικόνων που έχουν ληφθεί απροειδοποίητα µε κάµερα ή µαγνητόφωνο. Οµοίως στο άρθρο 9 § 2 προβλέπεται ότι: «Δεν επιτρέπεται η προσβολή της προσωπικότητας, της τιµής και της αξιοπρέπειας (των προσώπων που συµµετέχουν ή αναφέρονται στις εκποµπές). Πρέπει επίσης να γίνονται σεβαστά η ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή…».
Περαιτέρω ο σεβασµός της ιδιωτικής σφαίρας επιτάσσεται καταρχήν από το ίδιο το Σύνταγµα και πιο συγκεκριµένα από τα άρθρα 5 § 1 και 2 (ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και προστασία της ζωής, της τιµής και της ελευθερίας όλων αδιακρίτως, όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια) και από το άρθρο 9 § 1 («Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόµου είναι απαραβίαστη»). Προστατεύεται όµως πιο εξειδικευµένα και από τον ν. 2328/1995 για την ιδιωτική ραδιοτηλεόραση, σύµφωνα µε τον οποίο (άρ. 3β) οι κάθε είδους εκποµπές και διαφηµίσεις που µεταδίδουν οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθµοί «πρέπει να σέβονται την προσωπικότητα, την τιµή, την υπόληψη, τον ιδιωτικό και οικογενειακό βίο».
Το ΠΔ 109/2010 περιέχει επίσης για πρώτη φορά διάταξη για τη συµµετοχή των ανηλίκων σε ψυχαγωγικά και επιµορφωτικά τηλεοπτικά προγράµµατα. Συγκεκριµένα το άρ. 26 ορίζει ότι αυτή επιτρέπεται µόνο εάν γίνεται µε τη συναίνεση των γονέων ή εκείνων που ασκούν την επιµέλεια και εφόσον δεν επιδρά αρνητικά στη σωµατική, πνευµατική ή ηθική ανάπτυξή τους.
Το άρ. 2 του Κώδικα Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ ορίζει ότι ο δηµοσιογράφος πρέπει: « ……δ. Να σέβεται την κατοχυρωµένη µε διεθνείς συµβάσεις προστασία των ανηλίκων και των προσώπων µε ειδικές ανάγκες και µε σοβαρά προβλήµατα υγείας. ε. Να αντιµετωπίζει µε διακριτικότητα και ευαισθησία τους πολίτες, όταν αυτοί βρίσκονται σε κατάσταση πένθους, ψυχικού κλονισµού και οδύνης, καθώς και αυτούς που έχουν εµφανές ψυχικό πρόβληµα, αποφεύγοντας να προβάλει την ιδιαιτερότητά τους.»
Τέλος, το άρθρο 16 της Διεθνούς Σύµβασης για τα Δικαιώµατα του Παιδιού, που έχει ενσωµατωθεί στο ελληνικό δίκαιο µε τον νόµο αυξηµένης τυπικής ισχύος 2101/92 ορίζει ότι: «Κανένα παιδί δεν µπορεί να αποτελέσει αντικείµενο αυθαίρετης ή παράνοµης επέµβασης στην ιδιωτική του ζωή, στην οικογένειά του, στην κατοικία του ή στην αλληλογραφία του, παρανόµων προσβολών της τιµής και της υπόληψης του».
Με βάση το προαναφερθέν νοµικό πλαίσιο, ο Συνήγορος του Πολίτη, ως Συνήγορος του Παιδιού, υποστηρίζει ότι:
Α) Σε περιπτώσεις δηµόσιας προβολής θεµάτων που σχετίζονται µε ιδρύµατα ή άλλα πλαίσια φιλοξενίας και φροντίδας ανηλίκων, θα πρέπει να αποφεύγεται η αναφορά στα προσωπικά δεδοµένα των φιλοξενούµενων.
Β) Σε περιπτώσεις λήψης συνεντεύξεων, αυτές θα πρέπει να λαµβάνονται µόνο από εφήβους 14 ετών και πάνω, χωρίς να φανερώνουν στοιχεία τους και χωρίς να αναφέρονται σε περιστατικά και συνθήκες που σχετίζονται µε την τοποθέτησή τους στο ίδρυµα, τυχόν αρνητικά τους βιώµατα ή θέµατα που τους προκαλούν ανησυχία και δυσφορία, όπως η έλλειψη γονέα, η κακοποίηση που ενδεχοµένως υπέστησαν στο παρελθόν, κλπ.
Γ) Η κινηµατογράφηση στον χώρο των ιδρυµάτων είναι επιτρεπτή µόνο εφόσον δεν απεικονίζονται τα πρόσωπα των ανηλίκων και δεν δίνονται στην δηµοσιότητα στοιχεία τους, που µπορούν να οδηγήσουν στην ταυτοποίησή τους. Για την πραγµατοποίηση συνεντεύξεων µε τους ανηλίκους, υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις, θα πρέπει να προηγηθεί ενηµέρωση και να αναζητηθεί η συγκατάθεσή τους πριν την επίσκεψη του συνεργείου.
Δ) Η λήψη εικόνων θα πρέπει να σέβεται τις ιδιωτικές στιγµές των παιδιών και να µη δηµιουργεί την αίσθηση ότι γίνονται θέαµα προς ευρεία κατανάλωση. Οι ανήλικοι κάτω των 14 ετών, θα πρέπει να ενηµερωθούν εκ των προτέρων για την συγκεκριµένη επίσκεψη στον χώρο διαβίωσής τους, καθώς δεν επιτρέπεται να ληφθεί συνέντευξη από αυτούς. Παράλληλα θα πρέπει να διασφαλίζεται η µη ταυτοποίηση των παιδιών µε τη χρήση γενικών και µακρινών πλάνων ή κάλυψης της εικόνας µε µωσαϊκό ή έστω µε εµφάνιση του αρνητικού της φωτογραφίας.
Ε) Ακόµη και όταν οι δραστηριότητες των ιδρυµάτων προβάλλονται προκειµένου να συγκεντρωθούν χρήµατα για τη στήριξή τους (τηλεµαραθώνιοι, παρουσιάσεις εκδηλώσεων, επισκέψεις προσωπικοτήτων, κλπ), ενόψει και της οικονοµικής συγκυρίας, είναι επιτακτική η τήρηση των παραπάνω εκτεθέντων κανόνων δεοντολογίας και η αποφυγή της δυσανάλογης έκθεσης ανηλίκων στην ευρεία δηµοσιότητα.
Καταλήγοντας, ο Συνήγορος του Πολίτη, ως Συνήγορος του Παιδιού, καλεί τις διοικήσεις των ιδρυµάτων και των λοιπών πλαισίων φιλοξενίας και φροντίδας ανηλίκων, τις εποπτεύουσες αυτά αρχές, τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης, το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συµβούλιο και τις Ενώσεις Συντακτών να δώσουν τη δέουσα προσοχή στους κανόνες προστασίας της ιδιωτικής ζωής των παιδιών που ζουν σε αυτούς τους χώρους. Ειδικότερα να µην επιτρέπουν πρακτικές που θίγουν τα δικαιώµατά τους και µπορούν να προκαλέσουν βλάβες στην προσωπική και κοινωνική τους ζωή, καθώς και συναισθηµατικές διαταραχές στον ήδη ευάλωτο ψυχισµό τους.
|