Aθήνα 23.11.2006, 20:06 ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ Αντίθετα με όσα υποστηρίζουν γνωστοί εργατολόγοι και υιοθετούν τόσο η ΓΣΕΕ όσο και κόμματα της αντιπολίτευσης, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με δύο προδικαστικές αποφάσεις του αποφαίνεται ξεκάθαρα ότι η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου (οδηγία ορισμένου χρόνου) δεν καθιστά υποχρεωτική τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων.
Ακυρώνεται έτσι το βασικό επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι η οδηγία υποχρεώνει την πολιτεία να μετατρέψει σε αορίστου χρόνου τις συμβάσεις έργου ή ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
Κατά το σκεπτικό του Δικαστηρίου, η οδηγία στοχεύει στην αποτροπή και, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, στην επιβολή κυρώσεων για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου από εργοδότη του δημόσιου τομέα. Και όχι κατ’ ανάγκην στη μονιμοποίηση των συμβασιούχων.
Η κοινή επωδός των δύο αποφάσεων, που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για παρερμηνείες, είναι η ακόλουθη: «Η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν, εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει, σε περίπτωση καταχρήσεως που απορρέει από τη διαδοχική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από εργοδότη του δημόσιου τομέα, όπως αυτές μετατρέπονται σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον μια τέτοια μετατροπή προβλέπεται για τις συμβάσεις και σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί με εργοδότη του ιδιωτικού τομέα, όταν η ρύθμιση αυτή περιλαμβάνει πραγματικό μέτρο προοριζόμενο να αποτρέπει και, αν συντρέχει περίπτωση, να τιμωρεί την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου από εργοδότη του δημόσιου τομέα».
Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου (παρουσιάζονται παρακάτω) ήρθαν ως απάντηση σε προδικαστικές ερωτήσεις ιταλικού δικαστηρίου για το αν πρέπει οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου εργαζομένων σε νοσοκομείο της Γένοβας να μετατραπούν σε αορίστου. Μάλιστα στη διαδικασία υπήρξε και έμμεση συμμετοχή της χώρας μας, που υπέβαλε παρατηρήσεις κάνοντας χρήση του δικαιώματός της να παρεμβαίνει σε υποθέσεις που την αφορούν.
Οι δύο αποφάσεις αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στην παρούσα χρονική στιγμή, που το θέμα των συμβασιούχων βρίσκεται στην επιφάνεια και μάλιστα με δραματικό τρόπο. Συγχρόνως εγείρουν και μια σειρά ερωτήματα για τις μεθοδεύσεις γνωστών εργατολόγων, των οποίων οι συμβασιούχοι τυγχάνουν πελάτες, οι οποίοι από την πρώτη στιγμή παρερμήνευσαν το νόημα της οδηγίας και προσπάθησαν να επηρεάσουν τις αποφάσεις της πολιτείας ώστε να την προσαρμόσει στα... μέτρα τους.
* * *
Οι αποφάσεις _________________________
Απόφαση 1
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 7ης Σεπτεμβρίου 2006 (*) «Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Ρήτρες 1, στοιχείο β΄, και 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου – Δημιουργία σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων που διέπουν τις διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου – Δυνατότητα παρεκκλίσεως για τις συμβάσεις που συνάφθηκαν με τη δημόσια διοίκηση»
Στην υπόθεση C-53/04, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Tribunale di Genova (Ιταλία), με απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Φεβρουαρίου 2004, στο πλαίσιο της διαδικασίας Cristiano Marrosu, Gianluca Sardino κατά Azienda Ospedaliera Ospedale San Martino di Genova και Cliniche Universitarie Convenzionate,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen (εισηγητή), R. Silva de Lapuerta, Γ. Αρέστη και J. Klučka, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Ιουλίου 2005, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν: – οι C. Marrosu και G. Sardino, εκπροσωπούμενοι από τους G. Bellieni και A. Lanata, avvocati, – οι Azienda Ospedaliera Ospedale San Martino di Genova και Cliniche Universitarie Convenzionate, εκπροσωπούμενες από τον C. Ciminelli, avvocato, – η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τους D. Del Gaizo και P. Gentili, avvocati dello Stato, – η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ι. Μπακόπουλο, – η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την N. Yerrell και τον A. Aresu,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2005,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση 1. Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των ρητρών 1, στοιχείο β΄, και 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43).
2. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των C. Marrosu και G. Sardino και του εργοδότη τους, την Azienda Ospedaliera Ospedale San Martino di Genova και Cliniche Universitarie Convenzionate (νοσοκομείο San Martino της Γένοβας και συμβαλλόμενες πανεπιστημιακές κλινικές, στο εξής: νοσηλευτικό ίδρυμα), σχετικά με τη μη ανανέωση των συμβάσεων εργασίας που τους συνέδεε με το ίδρυμα αυτό.
Το νομικό πλαίσιο Η κοινοτική νομοθεσία 3. Σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου, σύμφωνα με τη ρήτρα της 1, είναι: «α) η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης· β) η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.» 4. Η ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει ότι αυτή «εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος». 5. Κατά τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου: «1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας· β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου· γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.
2. Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: α) θεωρούνται “διαδοχικές”· β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»
6 Σύμφωνα με το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, τα κράτη μέλη υπείχαν την υποχρέωση να θέσουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την οδηγία το αργότερο μέχρι τις 10 Ιουλίου 2001.
Η εθνική ρύθμιση 7. Με τον νόμο 422, της 29ης Δεκεμβρίου 2000, περί διατάξεων οι οποίες θεσπίστηκαν προκειμένου η Ιταλία να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή της στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Κοινοτικός νόμος 2000 (supplémento ordinario της GURI αριθ. 16, της 20ής Ιανουαρίου 2001, στο εξής: νόμος 422/2000), ο εθνικός νομοθέτης εξουσιοδότησε την Ιταλική Κυβέρνηση να εκδώσει τα αναγκαία νομοθετικά διατάγματα για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των κοινοτικών οδηγιών που μνημονεύουν τα παραρτήματα Α και Β του νόμου αυτού. Το παράρτημα Β αναφέρει ειδικότερα την οδηγία 1999/70.
8. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο b, του νόμου 422/2000 ορίζει ειδικότερα ότι, «προκειμένου να αποφεύγονται ενδεχόμενες ασυμφωνίες με τις ισχύουσες διατάξεις στους διάφορους τομείς που αφορά η προς εφαρμογή ρύθμιση, οι εν λόγω διατάξεις, εφόσον συντρέχει περίπτωση, θα τροποποιούνται ή θα συμπληρώνονται […]», και η ίδια διάταξη, στοιχείο f, διαλαμβάνει ότι «τα νομοθετικά διατάγματα θα διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση ότι, στους τομείς που διέπονται από τις προς εφαρμογή οδηγίες, οι θεσπιζόμενες διατάξεις είναι πλήρως σύμφωνες προς τις διατάξεις των εν λόγω οδηγιών […]».
9. Στις 6 Σεπτεμβρίου 2001 η Ιταλική Κυβέρνηση εξέδωσε, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο f, του νόμου 422/2000, το νομοθετικό διάταγμα 368, περί εφαρμογής της οδηγίας 1999/70/ΕΚ, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (GURI αριθ. 235, της 9ης Οκτωβρίου 2001, σ. 4, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 368/2001).
10. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 368/2001 ορίζει ότι «η σύμβαση εργασίας μπορεί να συναφθεί για ορισμένο χρόνο για λόγους τεχνικούς ή για λόγους που οφείλονται στις ανάγκες παραγωγής, οργανώσεως ή αντικαταστάσεως των εργαζομένων».
11. Βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 368/2001, η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας μπορεί να παραταθεί μία μόνο φορά όταν η αρχική διάρκεια αυτής ήταν μικρότερη των τριών ετών «υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι και η σύμβαση αφορά την ίδια εργασία με εκείνη για την οποία η σύμβαση ήταν ορισμένου χρόνου». Πάντως, στην περίπτωση αυτή, η συνολική διάρκεια της εν λόγω συμβάσεως δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία έτη.
12. Το άρθρο 5 του νομοθετικού διατάγματος 368/2001, με τίτλο «Λήξη της προθεσμίας και κυρώσεις. Διαδοχικές συμβάσεις», ορίζει: «1. Αν η σχέση εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται μετά τη λήξη της αρχικώς ορισθείσας προθεσμίας ή κατόπιν παρατάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 4, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο μισθολογική αύξηση για κάθε ημέρα συνεχίσεως της σχέσεως ίση προς το 20 % μέχρι τη δέκατη ημέρα που ακολουθεί και προς το 40 % για κάθε μεταγενέστερη ημέρα.
2. Αν η σχέση εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται και πέραν της εικοστής ημέρας σε περίπτωση συμβάσεως, η διάρκεια της οποίας είναι μικρότερη των έξι μηνών, ή πέραν της τριακοστής ημέρας στις άλλες περιπτώσεις, η σύμβαση λογίζεται ως αορίστου χρόνου από τη λήξη των εν λόγω προθεσμιών.
3. Εφόσον ο εργαζόμενος επαναπροσλαμβάνεται για ορισμένο χρόνο, κατά την έννοια του άρθρου 1, μεταξύ μιας περιόδου δέκα ημερών από την ημερομηνία λήξεως συμβάσεως, η διάρκεια της οποίας εκτείνεται μέχρι έξι μήνες, ή είκοσι ημερών από την ημερομηνία λήξεως συμβάσεως, η διάρκεια της οποίας υπερβαίνει τους έξι μήνες, η δεύτερη σύμβαση λογίζεται ως αορίστου χρόνου.
4. Όταν πρόκειται για δύο συνεχείς προσλήψεις για ορισμένο χρόνο, εξυπακουομένου ότι έλαβαν χώρα χωρίς καμία διακοπή της συνεχείας, η σχέση εργασίας λογίζεται ως αορίστου χρόνου από την ημερομηνία συνάψεως της πρώτης συμβάσεως.»
13. Το άρθρο 10 του νομοθετικού διατάγματος 368/2001 περιλαμβάνει κατάλογο των περιπτώσεων στις οποίες η εφαρμογή της νέας ρυθμίσεως σχετικά με τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου αποκλείεται. Καμιά από τις περιπτώσεις αυτές δεν αφορά τον τομέα της δημόσιας διοίκησης.
14. Το νομοθετικό διάταγμα 368/2001 τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, στις 21 Σεπτεμβρίου 2001. Το άρθρο 11, παράγραφος 1, αυτού ορίζει ότι «[α]πό την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος νομοθετικού διατάγματος καταργούνται […] όλες οι νομοθετικές διατάξεις που είναι ασυμβίβαστες και δεν μνημονεύονται ρητά στο παρόν νομοθετικό διάταγμα». Η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου προσθέτει ότι «εξακολουθούν να αναπτύσσουν τα αποτελέσματά τους μέχρι τη λήξη τους οι ατομικές συμβάσεις που συνάφθηκαν κατ’ εφαρμογήν της προϊσχύουσας κανονιστικής ρυθμίσεως».
15. Εξάλλου, κατά το άρθρο 36 του νομοθετικού διατάγματος 165, της 30ής Μαρτίου 2001, περί γενικών κανόνων ρυθμίσεως της εξαρτημένης εργασίας στη δημόσια διοίκηση (supplémento ordinario της GURI αριθ. 106, της 9ης Μαΐου 2001, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 165/2001):
«1. Τηρώντας τις διατάξεις περί προσλήψεως προσωπικού για τις οποίες γίνεται λόγος στις προηγούμενες παραγράφους, η δημόσια διοίκηση προσφεύγει στις ευέλικτες μορφές συμβάσεων προσλήψεως και απασχολήσεως προσωπικού που προβλέπονται στον αστικό κώδικα και στους νόμους περί των εξαρτημένων σχέσεων εργασίας σε επιχειρήσεις. Οι εθνικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας προβλέπουν τη ρύθμιση του ζητήματος των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, των συμβάσεων καταρτίσεως και εργασίας, των λοιπών συμβάσεων επιμορφώσεως και παροχής υπηρεσιών έκτακτης απασχολήσεως […]
2. Εν πάση περιπτώσει, η παράβαση των επιτακτικών διατάξεων που αφορούν την εκ μέρους της δημόσιας διοίκησης πρόσληψη ή απασχόληση εργαζομένων δεν μπορεί να συνεπάγεται τη δημιουργία σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου με την οικεία δημόσια διοίκηση, υπό την επιφύλαξη οποιασδήποτε ευθύνης και κυρώσεως. Ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος δικαιούται αποκαταστάσεως της ζημίας που προκύπτει από την παροχή εργασίας κατά παράβαση των επιτακτικών διατάξεων. Οι διοικήσεις φέρουν την υποχρέωση να ανακτούν από τους υπευθύνους τα καταβληθέντα για τον λόγο αυτό ποσά, εφόσον η παράβαση οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια».
16. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το Corte costituzionale (συνταγματικό δικαστήριο) έκρινε, με την απόφαση 89, της 13ης Μαρτίου 2003, ότι το άρθρο 36, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του νομοθετικού διατάγματος 165/2001 είναι σύμφωνο προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της χρηστής διοικήσεως που διακηρύσσουν, αντιστοίχως, τα άρθρα 3 και 97 του ιταλικού Συντάγματος. Το Corte costituzionale έκρινε ότι η θεμελιώδης αρχή βάσει της οποίας η πρόσβαση στις θέσεις εργασίας στους δημόσιους οργανισμούς πραγματοποιείται βάσει διαγωνισμού, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 97, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω Συντάγματος, καθιστά νόμιμη τη διαφορετική μεταχείριση που υπάρχει μεταξύ των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα και εκείνων της δημόσιας διοίκησης σε περίπτωση που διαπιστώνεται παρανομία κατά τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα 17. Οι ενάγοντες της κύριας δίκης απασχολήθηκαν ως τεχνικοί κουζίνας από το νοσηλευτικό ίδρυμα βάσει σειράς διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, οι τελευταίες των οποίων είχαν συναφθεί κατά τον Ιανουάριο του 2002 για διάρκεια έξι μηνών.
18. Οι προσλήψεις αυτές πραγματοποιήθηκαν με βάση πίνακα επιτυχόντων που καταρτίστηκε κατόπιν δημόσιου διαγωνισμού που είχε οργανώσει το 1998 το νοσηλευτικό ίδρυμα για την πρόσληψη ως εκτάκτων «τεχνικών κουζίνας», διαγωνισμό στον οποίο οι ενάγοντες της κύριας δίκης είχαν συμμετάσχει επιτυχώς.
19. Οι τελευταίες συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες έληξαν τον Ιούλιο του 2002, δεν ανανεώθηκαν από το νοσηλευτικό ίδρυμα, το οποίο προέβη στην τυπική απόλυση των εναγόντων της κύριας δίκης όταν αυτοί εμφανίστηκαν στη θέση εργασίας τους κατά τη λήξη της αντίστοιχης συμβάσεώς τους.
20. Οι ενάγοντες της κύριας δίκης προσέβαλαν την απόφαση περί απολύσεως ενώπιον του Tribunale di Genova, ζητώντας απ’ αυτό, αφενός, να αναγνωρίσει, βάσει του νομοθετικού διατάγματος 368/2001, την ύπαρξη συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου με το νοσηλευτικό ίδρυμα, από την αρχή των πρώτων σχέσεων εργασίας που υπήρχαν κατά την έναρξη ισχύος αυτού του νομοθετικού διατάγματος και, αφετέρου, να υποχρεώσει το ίδρυμα αυτό στην καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών και στην αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας.
21. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει, για καθεμιά από τις επίδικες ενώπιόν του περιπτώσεις, ότι είχαν παρέλθει οκτώ ημέρες από την ημέρα λήξεως της προτελευταίας συμβάσεως που είχε συναφθεί με το νοσηλευτικό ίδρυμα και την ημέρα κατά την οποία η τελευταία σύμβαση είχε συναφθεί με το ίδρυμα αυτό. Όμως, το άρθρο 5, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 368/2001 ορίζει ότι, αν ο εργαζόμενος επαναπροσλαμβάνεται για ορισμένο χρόνο, κατά την έννοια του άρθρου 1, μεταξύ μιας περιόδου δέκα ημερών από την ημερομηνία λήξεως συμβάσεως, η διάρκεια της οποίας εκτείνεται μέχρι έξι μήνες, ή είκοσι ημερών από την ημερομηνία λήξεως συμβάσεως, η διάρκεια της οποίας υπερβαίνει τους έξι μήνες, η δεύτερη σύμβαση λογίζεται ως αορίστου χρόνου.
22. Το νοσηλευτικό ίδρυμα προβάλλει ότι το άρθρο 5 του νομοθετικού διατάγματος 368/2001 δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, αφού το άρθρο 36 του νομοθετικού διατάγματος 165/2001 απαγορεύει στη δημόσια διοίκηση να συνάπτει συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.
23. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η συμφωνία-πλαίσιο δεν εξακριβώνει κανένα τομέα δραστηριότητας ο οποίος μπορούσε να αποκλειστεί από το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας, με εξαίρεση ορισμένες σχέσεις επαγγελματικής καταρτίσεως ή εργασίας που μνημονεύει η ρήτρα 2, σημείο 2, της ίδιας αυτής συμφωνίας-πλαισίου, οι οποίες ωστόσο είναι ξένες προς την υπόθεση της οποίας επιλαμβάνεται το δικαστήριο αυτό. Εξάλλου, ο νόμος 422/2000, ο οποίος εξουσιοδότησε την κυβέρνηση να θέσει σε εφαρμογή την οδηγία 1999/70, δεν προέβλεψε κανένα περιορισμό ως προς την εφαρμογή της στη δημόσια διοίκηση. Όντως, το νομοθετικό διάταγμα 368/2001 δεν περιλαμβάνει κανένα περιορισμό του είδους αυτού. Δεδομένου ότι αυτό είναι μεταγενέστερο του νομοθετικού διατάγματος 165/2001, κατήργησε ρητά «όλες τις νομοθετικές διατάξεις οι οποίες είναι ασυμβίβαστες και δεν μνημονεύονται ρητά στο παρόν νομοθετικό διάταγμα».
24. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το συμβιβαστό του άρθρου 36, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του νομοθετικού διατάγματος 165/2001 προς το κοινοτικό δίκαιο, στο μέτρο που, εφόσον πρόκειται για τις συνέπειες παραβάσεως επιτακτικών διατάξεων που αφορούν τις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η διάταξη αυτή προβαίνει σε πολύ σαφή διάκριση μεταξύ αυτών αναλόγως του αν συνάφθηκαν με τη δημόσια διοίκηση ή με εργοδότες του ιδιωτικού τομέα. Το εν λόγω δικαστήριο παρατηρεί, συναφώς, ότι η προστασία μέσω της αποζημιώσεως, η οποία ενέχει γενικό χαρακτήρα στην εσωτερική έννομη τάξη, δεν μπορεί, αν ληφθούν ειδικότερα υπόψη τα ζητήματα του βάρους αποδείξεως της ζημίας τα οποία θα αντιμετωπίσουν οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι, να θεωρηθεί ως ισοδύναμη με την προστασία που απορρέει από την επανένταξη στη θέση εργασίας που κατείχαν προηγουμένως. Αυτή η τελευταία μορφή προστασίας ανταποκρίνεται καλύτερα στην ανάγκη προλήψεως των καταχρήσεων στις οποίες μπορεί να επιδίδεται ο εργοδότης συνάπτοντας διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.
25. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το Tribunale di Genova αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Πρέπει η οδηγία 1999/70/ΕΚ (άρθρο 1, καθώς και οι ρήτρες 1, στοιχείο β΄, και 5 της [συμφωνίας-πλαισίου]) να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εσωτερική ρύθμιση (η οποία ίσχυε πριν από τη θέση σε εφαρμογή της ίδιας οδηγίας) που διαφοροποιεί τις συμβάσεις εργασίας οι οποίες έχουν συναφθεί με τη δημόσια διοίκηση από αυτές που έχουν συναφθεί με τους ιδιώτες εργοδότες, αποκλείοντας τις πρώτες από την προστασία που παρέχει η σύσταση σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου σε περίπτωση παραβάσεως των επιτακτικών κανόνων περί των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος Επί του παραδεκτού της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως
Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο 26. Το νοσηλευτικό ίδρυμα θεωρεί ότι η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη στο μέτρο που η οδηγία 1999/70 δεν έχει απευθείας εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, αν ληφθεί υπόψη η έλλειψη άμεσου οριζόντιου αποτελέσματος των οδηγιών, αφού το ίδρυμα δεν εξαρτάται ούτε από το ιταλικό Δημόσιο ούτε από κανένα υπουργείο. Πρόκειται για αυτόνομο ίδρυμα το οποίο έχει τη δική του διεύθυνση, η οποία υποχρεούται, στο πλαίσιο της διαχειρίσεώς της, να εφαρμόζει τους κανόνες εσωτερικού δικαίου τους οποίους δεν μπορεί να αγνοήσει και από τους οποίους δεν μπορεί να παρεκκλίνει.
27. Η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει επίσης ότι η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη. Θεωρεί, αφενός, ότι η αίτηση αυτή είναι καθαρά υποθετική εφόσον η εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης του άρθρου 5 του νομοθετικού διατάγματος 368/2001, το οποίο παρεκκλίνει από το άρθρο 36 του νομοθετικού διατάγματος 165/2001, δεν δημιουργεί καμιά αμφιβολία στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι μόνο αρμόδιο να ερμηνεύσει τους κανόνες εσωτερικού δικαίου.
28. Φρονεί, αφετέρου, ότι η εν λόγω αίτηση δεν ασκεί καμιά επιρροή για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, εφόσον η πρώτη σύμβαση συνάφθηκε πριν τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 1999/70, δηλαδή στις 10 Ιουλίου 2001.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου 29. Όσον αφορά, πρώτον, την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το νοσηλευτικό ίδρυμα, αρκεί η διαπίστωση ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ως αποδεδειγμένο το γεγονός ότι το ίδρυμα αυτό είναι ίδρυμα του δημοσίου τομέα που συνδέεται με τη δημόσια διοίκηση. Κατά πάγια νομολογία, η επίκληση οδηγίας είναι δυνατή όχι μόνον έναντι των κρατικών αρχών, αλλά και έναντι οργανισμών ή οντοτήτων που υπόκεινται στην εποπτεία ή στον έλεγχο του κράτους οι οποίοι διαθέτουν εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που προκύπτουν από τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, όπως είναι οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως ή οργανισμοί οι οποίοι, ασχέτως της νομικής μορφής τους, έχουν επιφορτιστεί, δυνάμει πράξεως της δημόσιας αρχής, με την εκπλήρωση, υπό τον έλεγχο αυτής, υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος (αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 1989, 103/88, Fratelli Costanzo, Συλλογή 1989, σ. 1839, σκέψη 31· της 12ης Ιουλίου 1990, C-188/89, Foster κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. I-3313, σκέψη 19, καθώς και της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C-157/02, Rieser Internationale Transporte, Συλλογή 2004, σ. Ι-1477, σκέψη 24).
30. Επομένως, η εν λόγω ένσταση απαραδέκτου δεν μπορεί να γίνει δεκτή εν προκειμένω.
31. Όσον αφορά, δεύτερον, την πρώτη από τις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η Ιταλική Κυβέρνηση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας που κινήθηκε βάσει του άρθρου 234 ΕΚ, δεν εναπόκειται ασφαλώς στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ερμηνείας του εθνικού δικαίου ή επί της συμβατότητας των διατάξεων εθνικού δικαίου προς το κοινοτικό δίκαιο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 19ης Μαρτίου 1964, 75/63, Unger, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1069, 1076, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C-40/04, Yonemoto, Συλλογή 2005, σ. I?7755, σκέψη 27).
32. Πάντως, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, την οποία έχει θεσμοθετήσει το ίδιο άρθρο της Συνθήκης ΕΚ, μόνο στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο εκδικάζει τη διαφορά και πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της εκδοθεισομένης δικαστικής αποφάσεως, απόκειται να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για να μπορέσει να εκδώσει την απόφασή του όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που θέτει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, από τη στιγμή που τα τεθέντα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο κατ’ αρχήν οφείλει να αποφανθεί (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψη 59, και της 10ης Νοεμβρίου 2005, C-316/04, Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie, Συλλογή 2005, σ. I-9759, σκέψη 29).
33. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες του υποβάλλει αίτηση το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να εξακριβώσει τη δική του αρμοδιότητα (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1981, 244/80, Fοglia, Συλλογή 1981, σ. 3045, σκέψη 21). Αρνηση να δοθεί απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα, που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο, είναι δυνατή μόνον όταν είναι πρόδηλον ότι η ζητηθείσα ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν έχει καμία σχέση με πραγματική διαφορά ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικό ή όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα αναγκαία πραγματικά και νομικά στοιχεία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του τέθηκαν (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Bοsman, σκέψη 61, και Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie, σκέψη 30).
34. Εν προκειμένω, όμως, δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί βασίμως ότι η ερμηνεία της οδηγίας δεν έχει καμιά σχέση με πραγματική διαφορά ή ότι το πρόβλημα είναι υποθετικό, αφού η εν λόγω ερμηνεία, ζητηθείσα από το αιτούν δικαστήριο, σκοπεί ακριβώς να παράσχει σ’ αυτό τη δυνατότητα να απαντήσει σε ζήτημα σχετικό με τη συμβατότητα μιας διατάξεως εθνικού δικαίου με την οδηγία αυτή.
35. Επομένως, αυτή η ένσταση απαραδέκτου πρέπει επίσης να απορριφθεί.
36. Όσον αφορά, τρίτον, τη δεύτερη ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Ιταλική Κυβέρνηση, αρκεί η διαπίστωση ότι από την οδηγία 1999/70, για την οποία η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο έληξε στις 10 Ιουλίου 2001, προκύπτει ότι αυτή έχει ως σκοπό να αποτρέπει τις καταχρήσεις που απορρέουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου και οι διατάξεις της αφορούν κυρίως την ανανέωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου και τις προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται μια τέτοια ανανέωση. Όμως, η ανανέωση της συμβάσεως για την οποία γίνεται λόγος στην υπόθεση της κύριας δίκης συντελέστηκε στις 12 Ιανουαρίου 2002 και, επομένως, είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία η εν λόγω οδηγία έπρεπε να είχε μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι η ερμηνεία της οδηγίας δεν ασκεί καμιά επιρροή για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί το αιτούν δικαστήριο.
37. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.
Επί της ουσίας 38. Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν, αν η συμφωνία-πλαίσιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία αποκλείει, σε περίπτωση καταχρήσεως που απορρέει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από εργοδότη του δημόσιου τομέα, τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου, ενώ μια τέτοια μετατροπή προβλέπεται όσον αφορά τις συμβάσεις και σχέσεις εργασίας που συνάπτονται με εργοδότη του ιδιωτικού τομέα.
39. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει ευθύς εξαρχής να παρατηρηθεί ότι, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζουν το νοσηλευτικό ίδρυμα και η Ιταλική Κυβέρνηση, η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο έχουν εφαρμογή και στις συμβάσεις και σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που έχουν συναφθεί με τη δημόσια διοίκηση και άλλους φορείς του δημόσιου τομέα (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, C-212/04, Αδενέλερ κ.λπ., μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 54).
40. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις των δύο αυτών πράξεων δεν περιέχουν καμία ένδειξη από την οποία να μπορεί να συναχθεί ότι το πεδίο εφαρμογής τους περιορίζεται στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου που έχουν συνάψει οι εργαζόμενοι με εργοδότες του ιδιωτικού τομέα και μόνον (απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 55).
41. Αντιθέτως, αφενός, όπως προκύπτει και από το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, το πεδίο εφαρμογής της ορίζεται κατά τρόπο ευρύ, με αναφορά γενικώς στους «εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος». Επιπλέον, ο ορισμός της έννοιας των «εργαζομένων ορισμένου χρόνου» κατά τη συμφωνία-πλαίσιο, που περιλαμβάνεται στη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του εργοδότη με τον οποίο συνδέονται (απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 56).
42. Αφετέρου, η ρήτρα 2, σημείο 2, της ίδιας συμφωνίας-πλαισίου όχι μόνο δεν προβλέπει την εξαίρεση των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που έχουν συναφθεί με εργοδότη δημόσιου χαρακτήρα, αλλ’ απλώς παρέχει στα κράτη μέλη και/ή τους κοινωνικούς εταίρους την ευχέρεια να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής αυτής της συμφωνίας-πλαισίου τις «σχέσεις βασικής επαγγελματικής κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας», καθώς και τις συμβάσεις και τις σχέσεις εργασίας «που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού δημόσιου ή από το δημόσιο υποστηριζόμενου προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης» (απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 57).
43. Επιβάλλεται επίσης η υπόμνηση ότι, όπως προκύπτει από τη ρήτρα 1, στοιχείο β΄, της συμφωνίας-πλαισίου, σκοπός αυτής είναι η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασιών ορισμένου χρόνου.
44. Προς τούτο, η εν λόγω ρήτρα επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εισαγάγουν στην έννομη τάξη τους ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο της 1, στοιχεία α΄ έως γ΄, όταν δεν υφίστανται ήδη στο οικείο κράτος μέλος ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 65).
45. Πάντως, προέχει να παρατηρηθεί ότι, όπως προκύπτει και από τη διατύπωσή της, η εν λόγω διάταξη αναγνωρίζει στα κράτη μέλη την ευχέρεια, εφόσον τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά, να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες ως προς τους τομείς ειδικών δραστηριοτήτων και/ή κατηγοριών εργαζομένων για τους οποίους γίνεται λόγος.
46. Ασφαλώς, η ρήτρα 5, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου δεν αναγνωρίζει ρητά την ίδια ευχέρεια στα κράτη μέλη όσον αφορά τον καθορισμό των συνθηκών υπό τις οποίες οι διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου πρέπει να θεωρούνται ως συναφθείσες για αόριστο χρόνο.
47. Πάντως, εφόσον η εν λόγω διάταξη δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν τη μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως και δεν προβλέπει τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να γίνεται χρήση των τελευταίων αυτών συμβάσεων (απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 91), η διάταξη αυτή αφήνει στα κράτη μέλη ορισμένη εξουσία εκτιμήσεως στον τομέα αυτόν.
48. Επομένως, η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου δεν εμποδίζει, αυτή καθαυτήν, ένα κράτος μέλος να επιφυλάσσει διαφορετική τύχη στην καταχρηστική προσφυγή σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αναλόγως του αν οι εν λόγω συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας έχουν συναφθεί με εργοδότη που ανήκει στον ιδιωτικό τομέα ή εργοδότη που εμπίπτει στον δημόσιο τομέα.
49. Πάντως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 105 της αποφάσεως Αδενέλερ κ.λπ., προπαρατεθείσας, προκειμένου μια εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίδικη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία απαγορεύει, μόνο στον δημόσιο τομέα, τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου σειράς συμβάσεων ορισμένου χρόνου, να μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με τη συμφωνία-πλαίσιο, η εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους πρέπει να περιέχει, στον συγκεκριμένο τομέα, άλλο αποτελεσματικό μέτρο προς αποφυγή και, ενδεχομένως, πρόσθετη επιβολή κυρώσεων για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
50. Όσον αφορά την τελευταία αυτή προϋπόθεση, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη τη θέσπιση ενός, τουλάχιστον, πραγματικού και δεσμευτικού από τα μέτρα που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή και αποβλέπουν στην αποφυγή της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα μέτρα.
51. Εξάλλου, όταν, όπως εν προκειμένω, το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει ειδικές κυρώσεις στην περίπτωση που θα διαπιστώνονταν παρ’ όλ’ αυτά καταχρήσεις, εναπόκειται στις εθνικές αρχές να λάβουν πρόσφορα μέτρα για να αντιμετωπίσουν μια τέτοια κατάσταση, μέτρα που πρέπει να είναι όχι μόνον αναλογικά, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να εξασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 94).
52. Ναι μεν οι λεπτομέρειες εφαρμογής τέτοιων κανόνων εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών αυτών, πλην όμως δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από αυτές που διέπουν παρεμφερείς καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-312/93, Peterbroeck, Συλλογή 1995, σ. I-4599, σκέψη 12, καθώς και Αδενέλερ κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 95).
53. Επομένως, αν επισυμβεί μια τέτοια καταχρηστική χρησιμοποίηση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πρέπει να υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής ενός μέτρου που να παρέχει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις προστασίας των εργαζομένων προκειμένου να επιβληθούν δεόντως κυρώσεις για την κατάχρηση αυτή και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα και με το γράμμα του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, τα κράτη μέλη οφείλουν «να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει [η εν λόγω] οδηγία» (απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 102).
54. Δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου, αφού η αποστολή αυτή ανήκει αποκλειστικά στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο οφείλει, εν προκειμένω, να προσδιορίσει αν οι απαιτήσεις που προσδιορίστηκαν στις τρεις προηγούμενες σκέψεις πληρούνται από τις διατάξεις της ασκούσας επιρροή εθνικής ρυθμίσεως. Ωστόσο, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί προδικαστικής παραπομπής, μπορεί, ενδεχομένως, να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στην ερμηνεία του (βλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2006, C-255/02, Halifax κ.λπ., μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 76 και 77).
55. Συναφώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει επιτακτικούς κανόνες σχετικά με τη διάρκεια και την ανανέωση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, καθώς και το δικαίωμα αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη ο εργαζόμενος λόγω της καταχρηστικής προσφυγής εκ μέρους της δημόσιας διοίκησης σε διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να πληροί τις απαιτήσεις που μνημονεύονται στη σκέψεις 51 έως 53 της παρούσας αποφάσεως.
56. Ωστόσο, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει σε ποιο μέτρο οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η στην πράξη εφαρμογή του άρθρου 36, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του νομοθετικού διατάγματος 165/2001 συνιστούν πρόσφορο μέτρο προκειμένου να αποτρέπεται και, αν συντρέχει περίπτωση, να τιμωρείται η εκ μέρους της διοικήσεως καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
57. Βάσει των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η συμφωνία-πλαίσιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν, εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει, σε περίπτωση καταχρήσεως που απορρέει από τη διαδοχική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από εργοδότη του δημόσιου τομέα, όπως αυτές μετατρέπονται σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον μια τέτοια μετατροπή προβλέπεται για τις συμβάσεις και σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί με εργοδότη του ιδιωτικού τομέα, όταν η ρύθμιση αυτή περιλαμβάνει πραγματικό μέτρο προοριζόμενο να αποτρέπει και, αν συντρέχει περίπτωση, να τιμωρεί την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου από εργοδότη του δημόσιου τομέα.
Επί των δικαστικών εξόδων 58. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται: Η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν, εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει, σε περίπτωση καταχρήσεως που απορρέει από τη διαδοχική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από εργοδότη του δημόσιου τομέα, όπως αυτές μετατρέπονται σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον μια τέτοια μετατροπή προβλέπεται για τις συμβάσεις και σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί με εργοδότη του ιδιωτικού τομέα, όταν η ρύθμιση αυτή περιλαμβάνει πραγματικό μέτρο προοριζόμενο να αποτρέπει και, αν συντρέχει περίπτωση, να τιμωρεί την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου από εργοδότη του δημόσιου τομέα.
(υπογραφές)
---------------------------------------------------------
Απόφαση 2 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 7ης Σεπτεμβρίου 2006 (*) «Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Ρήτρες 1, στοιχείο β΄, και 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου – Δημιουργία σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων που διέπουν τις διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου – Δυνατότητα παρεκκλίσεως για τις συμβάσεις που συνάφθηκαν με τη δημόσια διοίκηση»
Στην υπόθεση C-180/04, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Tribunale di Genova (Ιταλία), με απόφαση της 15ης Μαρτίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Απριλίου 2004, στο πλαίσιο της διαδικασίας Andrea Vassallo κατά Azienda Ospedaliera Ospedale San Martino di Genova και Cliniche Universitarie Convenzionate,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen (εισηγητή), την R. Silva de Lapuerta, τους Γ. Αρέστη και J. Klučka, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro γραμματέας: M. Ferreira έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Ιουλίου 2005, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν: – ο Α. Vassallo, εκπροσωπούμενος από τους G. Bellieni και A. Lanata, avvocati, – οι Azienda Ospedaliera Ospedale San Martino di Genova και Cliniche Universitarie Convenzionate, εκπροσωπούμενες από τον C. Ciminelli, avvocato, – η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον P. Gentili, avvocato dello Stato, – η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Σαμώνη-Ράντου και E. Μαμούνα, καθώς και από τους Α. Μπέσσο και Ι. Μπακόπουλο, – η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την N. Yerrell και τον A. Aresu, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2005,
εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1. Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των ρητρών 1, στοιχείο β΄, και 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43).
2. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Α. Vassallo και του εργοδότη του, την Azienda Ospedaliera Ospedale San Martino di Genova και Cliniche Universitarie Convenzionate (νοσοκομείο San Martino της Γένοβας και συμβαλλόμενες πανεπιστημιακές κλινικές, στο εξής: νοσηλευτικό ίδρυμα), σχετικά με τη μη ανανέωση της συμβάσεως εργασίας που τον συνέδεε με το ίδρυμα αυτό.
Το νομικό πλαίσιο Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση 3. Σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου, σύμφωνα με τη ρήτρα της 1, είναι: «α) η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης· β) η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.»
4. Η ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει ότι αυτή «εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος».
5. Κατά τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου: «1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας· β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου· γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. 2. Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: α) θεωρούνται “διαδοχικές”· β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»
6. Σύμφωνα με το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, τα κράτη μέλη υπείχαν την υποχρέωση να θέσουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την οδηγία το αργότερο μέχρι τις 10 Ιουλίου 2001.
Η εθνική ρύθμιση 7. Με τον νόμο 422, της 29ης Δεκεμβρίου 2000, περί διατάξεων οι οποίες θεσπίστηκαν προκειμένου η Ιταλία να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή της στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες –Κοινοτικός νόμος 2000 (supplémento ordinario της GURI αριθ. 16, της 20ής Ιανουαρίου 2001, στο εξής: νόμος 422/2000), ο εθνικός νομοθέτης εξουσιοδότησε την Ιταλική Κυβέρνηση να εκδώσει τα αναγκαία νομοθετικά διατάγματα για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των κοινοτικών οδηγιών που μνημονεύουν τα παραρτήματα Α και Β του νόμου αυτού. Το παράρτημα Β αναφέρει ειδικότερα την οδηγία 1999/70.
8. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο b, του νόμου 422/2000 ορίζει ειδικότερα ότι, «προκειμένου να αποφεύγονται ενδεχόμενες ασυμφωνίες με τις ισχύουσες διατάξεις στους διάφορους τομείς που αφορά η προς εφαρμογή ρύθμιση, οι εν λόγω διατάξεις, εφόσον συντρέχει περίπτωση, θα τροποποιούνται ή θα συμπληρώνονται […]», και η ίδια διάταξη, στοιχείο f, διαλαμβάνει ότι «τα νομοθετικά διατάγματα θα διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση ότι, στους τομείς που διέπονται από τις προς εφαρμογή οδηγίες, οι θεσπιζόμενες διατάξεις είναι πλήρως σύμφωνες προς τις διατάξεις των εν λόγω οδηγιών […]».
9. Στις 6 Σεπτεμβρίου 2001 η Ιταλική Κυβέρνηση εξέδωσε, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο f, του νόμου 422/2000, το νομοθετικό διάταγμα 368, περί εφαρμογής της οδηγίας 1999/70/ΕΚ, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (GURI αριθ. 235, της 9ης Οκτωβρίου 2001, σ. 4, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 368/2001).
10. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 368/2001 ορίζει ότι «η σύμβαση εργασίας μπορεί να συναφθεί για ορισμένο χρόνο για λόγους τεχνικούς ή για λόγους που οφείλονται στις ανάγκες παραγωγής, οργανώσεως ή αντικαταστάσεως των εργαζομένων».
11. Βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 368/2001, η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας μπορεί να παραταθεί μία μόνο φορά όταν η αρχική διάρκεια αυτής ήταν μικρότερη των τριών ετών «υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι και η σύμβαση αφορά την ίδια εργασία με εκείνη για την οποία η σύμβαση ήταν ορισμένου χρόνου». Πάντως, στην περίπτωση αυτή, η συνολική διάρκεια της εν λόγω συμβάσεως δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία έτη.
12. Το άρθρο 5 του νομοθετικού διατάγματος 368/2001, με τίτλο «Λήξη της προθεσμίας και κυρώσεις. Διαδοχικές συμβάσεις», ορίζει: «1. Αν η σχέση εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται μετά τη λήξη της αρχικώς ορισθείσας προθεσμίας ή κατόπιν παρατάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 4, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο μισθολογική αύξηση για κάθε ημέρα συνεχίσεως της σχέσεως ίση προς το 20 % μέχρι τη δέκατη ημέρα που ακολουθεί και προς το 40 % για κάθε μεταγενέστερη ημέρα. 2. Αν η σχέση εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται και πέραν της εικοστής ημέρας σε περίπτωση συμβάσεως, η διάρκεια της οποίας είναι μικρότερη των έξι μηνών, ή πέραν της τριακοστής ημέρας στις άλλες περιπτώσεις, η σύμβαση λογίζεται ως αορίστου χρόνου από τη λήξη των εν λόγω προθεσμιών. 3. Εφόσον ο εργαζόμενος επαναπροσλαμβάνεται για ορισμένο χρόνο, κατά την έννοια του άρθρου 1, μεταξύ μιας περιόδου δέκα ημερών από την ημερομηνία λήξεως συμβάσεως, η διάρκεια της οποίας εκτείνεται μέχρι έξι μήνες, ή είκοσι ημερών από την ημερομηνία λήξεως συμβάσεως, η διάρκεια της οποίας υπερβαίνει τους έξι μήνες, η δεύτερη σύμβαση λογίζεται ως αορίστου χρόνου. 4. Όταν πρόκειται για δύο συνεχείς προσλήψεις για ορισμένο χρόνο, εξυπακουομένου ότι έλαβαν χώρα χωρίς καμία διακοπή της συνεχείας, η σχέση εργασίας λογίζεται ως αορίστου χρόνου από την ημερομηνία συνάψεως της πρώτης συμβάσεως.»
13. Το άρθρο 10 του νομοθετικού διατάγματος 368/2001 περιλαμβάνει κατάλογο των περιπτώσεων στις οποίες η εφαρμογή της νέας ρυθμίσεως σχετικά με τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου αποκλείεται. Καμιά από τις περιπτώσεις αυτές δεν αφορά τον τομέα της δημόσιας διοίκησης.
14. Το νομοθετικό διάταγμα 368/2001 τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, στις 21 Σεπτεμβρίου 2001. Το άρθρο 11, παράγραφος 1, αυτού ορίζει ότι «[α]πό την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος νομοθετικού διατάγματος καταργούνται […] όλες οι νομοθετικές διατάξεις που είναι ασυμβίβαστες και δεν μνημονεύονται ρητά στο παρόν νομοθετικό διάταγμα». Η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου προσθέτει ότι «εξακολουθούν να αναπτύσσουν τα αποτελέσματά τους μέχρι τη λήξη τους οι ατομικές συμβάσεις που συνάφθηκαν κατ’ εφαρμογήν της προϊσχύουσας κανονιστικής ρυθμίσεως».
15. Εξάλλου, κατά το άρθρο 36 του νομοθετικού διατάγματος 165, της 30ής Μαρτίου 2001, περί γενικών κανόνων ρυθμίσεως της εξαρτημένης εργασίας στη δημόσια διοίκηση (supplémento ordinario της GURI αριθ. 106, της 9ης Μαΐου 2001, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 165/2001): «1. Τηρώντας τις διατάξεις περί προσλήψεως προσωπικού για τις οποίες γίνεται λόγος στις προηγούμενες παραγράφους, η δημόσια διοίκηση προσφεύγει στις ευέλικτες μορφές συμβάσεων προσλήψεως και απασχολήσεως προσωπικού που προβλέπονται στον αστικό κώδικα και στους νόμους περί των εξαρτημένων σχέσεων εργασίας σε επιχειρήσεις. Οι εθνικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας προβλέπουν τη ρύθμιση του ζητήματος των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, των συμβάσεων καταρτίσεως και εργασίας, των λοιπών συμβάσεων επιμορφώσεως και παροχής υπηρεσιών έκτακτης απασχολήσεως […] 2. Εν πάση περιπτώσει, η παράβαση των επιτακτικών διατάξεων που αφορούν την εκ μέρους της δημόσιας διοίκησης πρόσληψη ή απασχόληση εργαζομένων δεν μπορεί να συνεπάγεται τη δημιουργία σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου με την οικεία δημόσια διοίκηση, υπό την επιφύλαξη οποιασδήποτε ευθύνης και κυρώσεως. Ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος δικαιούται αποκαταστάσεως της ζημίας που προκύπτει από την παροχή εργασίας κατά παράβαση των επιτακτικών διατάξεων. Οι διοικήσεις φέρουν την υποχρέωση να ανακτούν από τους υπευθύνους τα καταβληθέντα για τον λόγο αυτό ποσά, εφόσον η παράβαση οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα 16. Ο ενάγων της κύριας δίκης απασχολήθηκε ως μάγειρας στο νοσηλευτικό ίδρυμα βάσει δύο διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου· η πρώτη κάλυπτε την περίοδο από 5 Ιουλίου 2001 έως 4 Ιανουαρίου 2002 και η δεύτερη, υπογραφείσα στις 2 Ιανουαρίου 2002, παρέτεινε την περίοδο αυτή έως τις 11 Ιουλίου 2002.
17. Η δεύτερη σύμβαση του ενάγοντος της κύριας δίκης δεν ανανεώθηκε από το νοσηλευτικό ίδρυμα όταν αυτή έληξε και το ίδρυμα προέβη στην τυπική απόλυση του ενδιαφερομένου κατά τη στιγμή που αυτός εμφανίστηκε στη θέση εργασίας του κατά τη λήξη της εν λόγω συμβάσεως. 18. Ο ενάγων της κύριας δίκης προσέβαλε την απόφαση περί απολύσεως ενώπιον του Tribunale di Genova, ζητώντας από αυτό, αφενός, να αναγνωρίσει, βάσει του νομοθετικού διατάγματος 368/2001, την ύπαρξη σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου με το νοσηλευτικό ίδρυμα και, αφετέρου, να υποχρεώσει το ίδρυμα στην καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών και στην αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας.
19. Το νοσηλευτικό ίδρυμα προβάλλει ότι το άρθρο 5 του νομοθετικού διατάγματος 368/2001 δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, αφού το άρθρο 36 του νομοθετικού διατάγματος 165/2001 απαγορεύει στη δημόσια διοίκηση να συνάπτει συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.
20. Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι το νομοθετικό διάταγμα 368/2001 δεν κατάργησε το άρθρο 36 του νομοθετικού διατάγματος 165/2001, το οποίο έχει τον χαρακτήρα lex specialis που απορρέει από τις συνταγματικές αρχές περί λειτουργίας και οργανώσεως των δημόσιων υπηρεσιών.
21. Το αιτούν δικαστήριο στηρίζεται, συναφώς, στην απόφαση 89, της 13ης Μαρτίου 2003, του Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο), από την οποία προκύπτει ότι το άρθρο 36, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του νομοθετικού διατάγματος 165/2001 είναι σύμφωνο προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της χρηστής διοικήσεως που διακηρύσσουν, αντιστοίχως, τα άρθρα 3 και 97 του ιταλικού Συντάγματος. Το Corte costituzionale έκρινε ότι η θεμελιώδης αρχή βάσει της οποίας η πρόσβαση στις θέσεις εργασίας στους δημόσιους οργανισμούς πραγματοποιείται βάσει διαγωνισμού, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 97, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω Συντάγματος, καθιστά νόμιμη τη διαφορετική μεταχείριση που υπάρχει μεταξύ των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα και εκείνων της δημόσιας διοίκησης σε περίπτωση που διαπιστώνεται παρανομία κατά τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
22. Πάντως, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποκλείεται ο Ιταλός νομοθέτης να θέλησε, μέσω του νομοθετικού διατάγματος 165/2001, να εφαρμόσει την οδηγία 1999/70. Διερωτάται αν το σύστημα που θέτει σε εφαρμογή το άρθρο 36 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος διαλαμβάνει «ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα αποβλέποντα στην πρόληψη των καταχρήσεων» κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου. Επιπλέον, αν έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν προέβη στην πλήρη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας αυτής, εφόσον τη μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο αποκλειστικά για τις σχέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, το εθνικό δικαστήριο διερωτάται αν η εν λόγω οδηγία παρέχει στους ιδιώτες ειδικό δικαίωμα για τη μετατροπή της σχέσεως εργασίας ή αν, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της οργανώσεως εργασίας στον δημόσιο τομέα και, ως εκ τούτου, την αδυναμία εφαρμογής στον τομέα αυτό των διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος 368/2001, μια τέτοια παράλειψη δεν μπορεί παρά να γεννήσει δικαιώματα αποζημιώσεως κατά του παραβαίνοντος τις υποχρεώσεις του κράτους μέλους, σύμφωνα με τη νομολογία που καθιερώθηκε με την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, C-6/90 και C-9/90, Francovich κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. I-5357).
23. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το Tribunale di Genova αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: «1) Ερωτάται αν –λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αποτελεσματικότητας, ενόψει […], όσον αφορά ειδικότερα την Ιταλία, τ[ων] ληφθέντ[ων] μέτρ[ων] αναφορικά με τη σχέση εργασίας μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη εκτός του δημοσίου– η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου […], της 28ης Ιουνίου 1999 [άρθρο 1 και ρήτρα 1, στοιχείο β΄, καθώς και ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, η οποία ενσωματώνεται στην οδηγία], έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει εσωτερική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 36 του νομοθετικού διατάγματος 165 της 30ής Μαρτίου 2001, η οποία δεν ορίζει «υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου […] χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου», αποκλείοντας απερίφραστα κατά τρόπο ριζικό και απόλυτο ότι η κατάχρηση της προσφυγής σε παρόμοια μορφή συμβάσεως και σχέσεων εργασίας μπορεί να δώσει λαβή για την ίδρυση σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου. 2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο [πρώτο] ερώτημα […], ερωτάται αν, λαμβάνοντας υπόψη την επελθούσα λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο, η οδηγία [1999/70] (και ειδικότερα η ρήτρα 5 αυτής), καθώς και οι εφαρμοστέες αρχές του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να θεωρηθούν –ακόμη και υπό το φως του νομοθετικού διατάγματος 368/2001 και ειδικότερα του άρθρου 5 αυτού, σύμφωνα με το οποίο λογίζεται ως συνήθης συνέπεια της καταχρήσεως της συμβάσεως εργασίας ή της σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου η μετατροπή της σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου– ότι απονέμουν στον ιδιώτη δικαίωμα, ενεστώς και πάραυτα απαιτητό σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανόνες που προσιδιάζουν εν προκειμένω (ήτοι σύμφωνα με τους κανόνες του νομοθετικού διατάγματος 368/20001), να του αναγνωρίζεται, εκ της ιδιότητάς του αυτής, η δυνατότητα χαρακτηρισμού της σχέσεως εργασίας του ως αορίστου χρόνου. 3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο [πρώτο] ερώτημα […] και αρνητικής στο [δεύτερο] ερώτημα […], ερωτάται αν, λαμβάνοντας υπόψη την επελθούσα λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της, η οδηγία 1999/70 […] (ειδικότερα η ρήτρα 5 αυτής), καθώς και οι εφαρμοστέες αρχές του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να θεωρηθούν ότι απονέμουν στον ιδιώτη αποκλειστικά το δικαίωμα λήψεως αποζημιώσεως για την τυχόν ζημία που υπέστη από τη μη θέσπιση εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας των καταλλήλων μέτρων για την πρόληψη των καταχρήσεων από την προσφυγή στη σύμβαση και/ή στη σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου στη δημόσια υπηρεσία.»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων Επί του παραδεκτού της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο 24. Το νοσηλευτικό ίδρυμα θεωρεί ότι η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη στο μέτρο που η οδηγία 1999/70 δεν έχει απευθείας εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, αν ληφθεί υπόψη η έλλειψη άμεσου οριζόντιου αποτελέσματος των οδηγιών, αφού το ίδρυμα δεν εξαρτάται ούτε από το ιταλικό Δημόσιο ούτε από κανένα υπουργείο. Πρόκειται για αυτόνομο ίδρυμα το οποίο έχει τη δική του διεύθυνση, η οποία υποχρεούται, στο πλαίσιο της διαχειρίσεώς της, να εφαρμόζει τους κανόνες εσωτερικού δικαίου τους οποίους δεν μπορεί να αγνοήσει και από τους οποίους δεν μπορεί να παρεκκλίνει.
25. Η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει επίσης ότι η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη. Θεωρεί ότι η αίτηση αυτή δεν ασκεί καμιά επιρροή για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, εφόσον η πρώτη σύμβαση συνάφθηκε πριν τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 1999/70, δηλαδή στις 10 Ιουλίου 2001.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου 26. Όσον αφορά, πρώτον, την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το νοσηλευτικό ίδρυμα, αρκεί η διαπίστωση ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ως αποδεδειγμένο το γεγονός ότι το ίδρυμα αυτό είναι ίδρυμα του δημοσίου τομέα που συνδέεται με τη δημόσια διοίκηση. Κατά πάγια νομολογία, η επίκληση οδηγίας είναι δυνατή όχι μόνον έναντι των κρατικών αρχών, αλλά και έναντι οργανισμών ή οντοτήτων που υπόκεινται στην εποπτεία ή στον έλεγχο του κράτους οι οποίοι διαθέτουν εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που προκύπτουν από τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, όπως είναι οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως ή οργανισμοί οι οποίοι, ασχέτως της νομικής μορφής τους, έχουν επιφορτιστεί, δυνάμει πράξεως της δημόσιας αρχής, με την εκπλήρωση, υπό τον έλεγχο αυτής, υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος (αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 1989, 103/88, Fratelli Costanzo, Συλλογή 1989, σ. 1839, σκέψη 31· της 12ης Ιουλίου 1990, C-188/89, Foster κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. I?3313, σκέψη 19, καθώς και της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C-157/02, Rieser Internationale Transporte, Συλλογή 2004, σ. Ι-1477, σκέψη 24).
27. Επομένως, η εν λόγω ένσταση απαραδέκτου δεν μπορεί να γίνει δεκτή εν προκειμένω.
28. Όσον αφορά, δεύτερον, την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Ιταλική Κυβέρνηση, αρκεί η διαπίστωση ότι από την οδηγία 1999/70, για την οποία η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο έληξε στις 10 Ιουλίου 2001, προκύπτει ότι αυτή έχει ως σκοπό να αποτρέπει τις καταχρήσεις που απορρέουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου και οι διατάξεις της αφορούν κυρίως την ανανέωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου και τις προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται μια τέτοια ανανέωση. Όμως, η ανανέωση της συμβάσεως για την οποία γίνεται λόγος στην υπόθεση της κύριας δίκης συντελέστηκε στις 12 Ιανουαρίου 2002 και, επομένως, είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία η εν λόγω οδηγία έπρεπε να είχε μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι η ερμηνεία της οδηγίας δεν ασκεί καμιά επιρροή για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί το αιτούν δικαστήριο.
29. Επομένως, ούτε αυτή η ένσταση απαραδέκτου μπορεί να γίνει δεκτή.
30. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.
Επί της ουσίας Επί του πρώτου ερωτήματος 31. Με το πρώτο του ερώτημα, το οποίο ταυτίζεται κατ’ ουσίαν με εκείνο που υποβλήθηκε στην υπόθεση η οποία οδήγησε στην έκδοση της σημερινής αποφάσεως Marrosu και Sardino (C-53/04, μη δημοσιευθείσας ακόμη στη Συλλογή), το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν η συμφωνία-πλαίσιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία αποκλείει, σε περίπτωση καταχρήσεως που απορρέει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από εργοδότη του δημόσιου τομέα, τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου, ενώ μια τέτοια μετατροπή προβλέπεται όσον αφορά τις συμβάσεις και σχέσεις εργασίας που συνάπτονται με εργοδότη του ιδιωτικού τομέα.
32. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει ευθύς εξαρχής να παρατηρηθεί ότι, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζουν το νοσηλευτικό ίδρυμα και η Ιταλική Κυβέρνηση, η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο έχουν εφαρμογή και στις συμβάσεις και σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που έχουν συναφθεί με τη δημόσια διοίκηση και άλλους φορείς του δημόσιου τομέα (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, C-212/04, Αδενέλερ κ.λπ., μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 54).
33. Όπως έκρινε το Δικαστήριο με τη σκέψη 48 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Marrosu και Sardino, η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου δεν εμποδίζει, αυτή καθαυτήν, ένα κράτος μέλος να επιφυλάσσει διαφορετική τύχη στην καταχρηστική προσφυγή σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αναλόγως του αν οι εν λόγω συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας έχουν συναφθεί με εργοδότη που ανήκει στον ιδιωτικό τομέα ή εργοδότη που εμπίπτει στον δημόσιο τομέα.
34. Πάντως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 105 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Αδενέλερ κ.λπ., προκειμένου μια εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίδικη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία απαγορεύει, μόνο στον δημόσιο τομέα, τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου σειράς συμβάσεων ορισμένου χρόνου, να μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με τη συμφωνία-πλαίσιο, η εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους πρέπει να περιέχει, στον συγκεκριμένο τομέα, άλλο αποτελεσματικό μέτρο προς αποφυγή και, ενδεχομένως, πρόσθετη επιβολή κυρώσεων για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
35. Όσον αφορά την τελευταία αυτή προϋπόθεση, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη τη θέσπιση ενός, τουλάχιστον, πραγματικού και δεσμευτικού από τα μέτρα που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή και αποβλέπουν στην αποφυγή της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα μέτρα.
36. Εξάλλου, όταν, όπως εν προκειμένω, το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει ειδικές κυρώσεις στην περίπτωση που θα διαπιστώνονταν παρ’ όλ’ αυτά καταχρήσεις, εναπόκειται στις εθνικές αρχές να λάβουν πρόσφορα μέτρα για να αντιμετωπίσουν μια τέτοια κατάσταση, μέτρα που πρέπει να είναι όχι μόνον αναλογικά, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να εξασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 94).
37. Ναι μεν οι λεπτομέρειες εφαρμογής τέτοιων κανόνων εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών αυτών, πλην όμως δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από αυτές που διέπουν παρεμφερείς καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-312/93, Peterbroeck, Συλλογή 1995, σ. I-4599, σκέψη 12, καθώς και Αδενέλερ κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 95).
38. Επομένως, αν επισυμβεί μια τέτοια καταχρηστική χρησιμοποίηση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πρέπει να υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής ενός μέτρου που να παρέχει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις προστασίας των εργαζομένων προκειμένου να επιβληθούν δεόντως κυρώσεις για την κατάχρηση αυτή και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα και με το γράμμα του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, τα κράτη μέλη οφείλουν «να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει [η εν λόγω] οδηγία» (απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 102).
39. Δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου, αφού η αποστολή αυτή ανήκει αποκλειστικά στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο οφείλει, εν προκειμένω, να προσδιορίσει αν οι απαιτήσεις που προσδιορίστηκαν στις τρεις προηγούμενες σκέψεις πληρούνται από τις διατάξεις της ασκούσας επιρροή εθνικής ρυθμίσεως. Ωστόσο, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί προδικαστικής παραπομπής, μπορεί, ενδεχομένως, να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στην ερμηνεία του (βλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2006, C-255/02, Halifax κ.λπ., μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 76 και 77).
40. Συναφώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει επιτακτικούς κανόνες σχετικά με τη διάρκεια και την ανανέωση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, καθώς και το δικαίωμα αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη ο εργαζόμενος λόγω της καταχρηστικής προσφυγής εκ μέρους της δημόσιας διοίκησης σε διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να πληροί τις απαιτήσεις που μνημονεύονται στη σκέψεις 36 ως 38 της παρούσας αποφάσεως.
41. Ωστόσο, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει σε ποιο μέτρο οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η στην πράξη εφαρμογή του άρθρου 36, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του νομοθετικού διατάγματος 165/2001 συνιστούν πρόσφορο μέτρο προκειμένου να αποτρέπεται και, αν συντρέχει περίπτωση, να τιμωρείται η εκ μέρους της διοικήσεως καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
42. Βάσει των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η συμφωνία-πλαίσιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν, εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει, σε περίπτωση καταχρήσεως που απορρέει από τη διαδοχική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από εργοδότη του δημόσιου τομέα, όπως αυτές μετατρέπονται σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον μια τέτοια μετατροπή προβλέπεται για τις συμβάσεις και σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί με εργοδότη του ιδιωτικού τομέα, όταν η ρύθμιση αυτή περιλαμβάνει πραγματικό μέτρο προοριζόμενο να αποτρέπει και, αν συντρέχει περίπτωση, να τιμωρεί την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου από εργοδότη του δημόσιου τομέα.
Επί του δευτέρου και τρίτου ερωτήματος 43. Λαμβάνοντας υπόψη την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, η απάντηση στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα παρέλκει.
Επί των δικαστικών εξόδων 44. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται: Η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν, εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει, σε περίπτωση καταχρήσεως που απορρέει από τη διαδοχική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από εργοδότη του δημόσιου τομέα, όπως αυτές μετατρέπονται σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον μια τέτοια μετατροπή προβλέπεται για τις συμβάσεις και σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί με εργοδότη του ιδιωτικού τομέα, όταν η ρύθμιση αυτή περιλαμβάνει πραγματικό μέτρο προοριζόμενο να αποτρέπει και, αν συντρέχει περίπτωση, να τιμωρεί την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου από εργοδότη του δημόσιου τομέα.
(υπογραφές)
|