Αθήνα 14.9.2005, 22.54 Τελικά, για ποιών συμβασιούχων την τύχη θα αποφανθεί τις επόμενες ημέρες το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων; Των παλαιών ή των νεοτέρων;
Φως φαίνεται ότι θα ριφθεί μόνο με την έκδοση της απόφασης, καθώς ΓΣΕΕ και υπουργείο Εσωτερικών διατηρούν τις αντίθετες απόψεις τους, εν μέσω αλληλοκατηγοριών για παραπληροφόρηση.
Η ΓΣΕΕ ισχυρίζεται ότι η απόφαση θα έχει εφαρμογή και για τους συμβασιούχους των προεδρικών διαταγμάτων 164/2004 και 180/2004 της παρούσας κυβέρνησης, παρότι η συζήτηση έγινε με αφορμή προδικαστικό ερώτημα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης σε υπόθεση συμβασιούχων κατά του Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος (ΕΛΟΓ) και αφορούσε το π.δ. 81/2003 των Ρέππα – Σκανδαλίδη.
Από την πλευρά του το υπουργείο Εσωτερικών επιμένει ότι θα αφορά μόνο τους παλαιούς, του προεδρικού διατάγματος 81/2003.
Η Proslipsis παραθέτει την έκθεση ακροατηρίου του δικαστηρίου, με την ελπίδα ότι θα κάνει... σοφότερους τουλάχιστον τους ειδικούς.
---------------------------
ΕΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ
«Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Ρήτρες 1, στοιχείο β΄, και 5 της Συμφωνίας-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου – Σύσταση σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου – Έννοια των “διαδοχικών συμβάσεων” – Αντικειμενικός λόγος – Δημόσιος τομέας – Υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας»
Στην υπόθεση C-212/04,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης με απόφαση της 8ης Απριλίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Μαΐου 2004, όπως διορθώθηκε με απόφαση της 5ης Ιουλίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Ιουλίου 2004, στο πλαίσιο της δίκης
Κωνσταντίνος Αδενέλερ κ.λπ. κατά Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος (ΕΛΟΓ)
Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των ρητρών 1 και 5 της Συμφωνίας-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη μεταξύ της CES, της UNICE και του CEEP και υλοποιήθηκε με την οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999 (ΕΕ L 175, σ. 43, στο εξής: Συμφωνία-πλαίσιο), καθώς και την έκταση της υποχρεώσεως σύμφωνης ερμηνείας την οποία έχει ο εθνικός δικαστής.
I – Το νομικό πλαίσιο Η κοινοτική ρύθμιση Κατά τη ρήτρα της 1, σκοπός της Συμφωνίας-πλαίσιο «είναι: α) η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης· β) η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου».
Η ρήτρα 2, παράγραφος 1, της Συμφωνίας-πλαίσιο οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής της ως εξής:
«Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.»
Η ρήτρα 3 της Συμφωνίας-πλαίσιο παραθέτει μερικούς ορισμούς:
«1. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως [η] παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή η πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος. 2. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων. Όπου δεν υπάρχει αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση, ή όταν δεν υπάρχει οικεία συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές.»
Κατά τη ρήτρα 5 της Συμφωνίας-πλαίσιο:
«1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας· β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου· γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.
2. Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: α) θεωρούνται “διαδοχικές”· β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»
Το άρθρο 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70 ορίζει:
«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 10 Ιουλίου 2001 ή διασφαλίζουν, το αργότερο την ημερομηνία αυτή, ότι οι κοινωνικοί εταίροι λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα μέσω συμφωνίας, τα δε κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως σχετικά την Επιτροπή.
Τα κράτη μέλη μπορούν, εάν είναι απαραίτητο και ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους προκειμένου να ληφθούν υπόψη ιδιαίτερες δυσχέρειες ή η υλοποίηση με συλλογική σύμβαση, να διαθέτουν συμπληρωματικό χρονικό διάστημα ενός έτους κατ’ ανώτατο όριο. Οφείλουν να πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή για τα ζητήματα αυτά.»
Το εθνικό δίκαιο Η οδηγία 1999/70 μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το προεδρικό διάταγμα 81/2003 υπό τον τίτλο «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου» (ΦΕΚ A΄ 77 της 2ας Απριλίου 2003), το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 2 Απριλίου 2003. Το άρθρο του 2, παράγραφος 1, διευκρινίζει ότι το διάταγμα αυτό εφαρμόζεται στους εργαζόμενους με σύμβαση ή σχέση εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου.
Κατά το άρθρο 5 του προεδρικού διατάγματος 81/2003: «1. Η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο. α) Αντικειμενικός λόγος υφίσταται ιδίως: [...] Αν η σύναψη σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη. […] β) Αντικειμενικός λόγος τεκμαίρεται, επιτρεπομένης της ανταπόδειξης από τον εργαζόμενο, ότι υφίσταται σε τομείς δραστηριοτήτων που δικαιολογείται λόγω της φύσης τους και του χαρακτήρα της απασχόλησης σε αυτούς όπως ιδίως: […]
2. […]
3. Σε περίπτωση που η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να συντρέχει ένας από τους λόγους της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, υπερβαίνει συνολικά τα δύο (2) έτη, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Αν στο χρονικό διάστημα των δύο ετών ο αριθμός των ανανεώσεων των σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει τις τρεις (3), χωρίς να συντρέχει ένας από τους λόγους της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Το βάρος της ανταπόδειξης σε κάθε περίπτωση φέρει ο εργοδότης.
4. “Διαδοχικές” θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι (20) εργάσιμων ημερών.
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε συμβάσεις ή ανανεώσεις συμβάσεων ή σχέσεις εργασίας που συνάπτονται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος διατάγματος.»
Το άρθρο 1 του προεδρικού διατάγματος 180/2004 (ΦΕΚ A΄ 160 της 23ης Αυγούστου 2004) αντικατέστησε την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του προεδρικού διατάγματος 81/2003 με το ακόλουθο κείμενο:
«[…] το παρόν Προεδρικό Διάταγμα εφαρμόζεται στους εργαζόμενους με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίοι απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα […]».
Το προεδρικό διάταγμα 164/2004 υπό τον τίτλο «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα» (ΦΕΚ A΄ 134 της 19ης Ιουλίου 2004) μετέφερε την οδηγία 1999/70 στο πλαίσιο της ελληνικής νομοθεσίας που εφαρμόζεται στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Το άρθρο του 11 περιέχει τις ακόλουθες μεταβατικές διατάξεις:
«Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση.
β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση. […]
γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός.
δ) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. […]
4. Στις διατάξεις αυτού του άρθρου υπάγονται οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3 περ. γ. του παρόντος διατάγματος, καθώς και στις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση των εργαζομένων σε ανώνυμες εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. […]
5. Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης.
6. […]»
Εξάλλου, κατά το άρθρο 21 του νόμου 2190/1994 υπό τον τίτλο «Σύσταση ανεξάρτητης αρχής για την επιλογή προσωπικού και ρύθμιση θεμάτων διοίκησης» (ΦΕΚ A΄ 28):
«1. Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα […] επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων.
2. Η διάρκεια απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες.»
II – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα Οι ενάγοντες της κύριας δίκης συνήπταν, από τον Μάιο του 2001, ως δειγματολήπτες, γραμματείς, τεχνικοί εργαστηρίου ή κτηνίατροι, με τον Ελληνικό Οργανισμό Γάλακτος (στο εξής: ΕΛΟΓ), νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου το οποίο ανήκει στον δημόσιο τομέα, διάφορες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι τελευταίες των οποίων έληξαν μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου του 2003 χωρίς να ανανεωθούν. Οι συμβάσεις αυτές διέπονταν από το άρθρο 21 του νόμου 2190/1994.
Οι ενάγοντες της κύριας δίκης άσκησαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αγωγή προκειμένου να αναγνωριστεί ότι οι σχετικές συμβάσεις εργασίας πρέπει να θεωρηθούν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου σύμφωνα με την οδηγία 1999/70. Ισχυρίζονται ότι παρείχαν στον ΕΛΟΓ κανονικά την εργασία τους για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, οπότε ουδείς αντικειμενικός λόγος δικαιολογεί τη βάσει του προαναφερθέντος νόμου απαγόρευση της μετατροπής των εν λόγω συμβάσεων σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.
Εκτιμώντας ότι η ρήτρα 5 της Συμφωνίας-πλαίσιο αφήνει στα κράτη μέλη διακριτική ευχέρεια για τη μεταφορά της στην εσωτερική έννομη τάξη και δεν έχει επαρκώς σαφή και απροϋπόθετο χαρακτήρα ώστε να έχει άμεσο αποτέλεσμα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται από ποιο χρονικό σημείο, σε περίπτωση καθυστερημένης μεταφοράς, το εθνικό δίκαιο πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με την οδηγία. Εν προκειμένω, αναφέρει διάφορες ημερομηνίες: την ημερομηνία δημοσιεύσεως της οδηγίας στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία αντιστοιχεί στην ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της οδηγίας, την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς και την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του προεδρικού διατάγματος 81/2003.
Διερωτάται και ως προς το περιεχόμενο των αντικειμενικών λόγων κατά τη ρήτρα 5, παράγραφος 1, της Συμφωνίας-πλαίσιο, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν την ανανέωση των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του προεδρικού διατάγματος 81/2003 το οποίο επιτρέπει τη χωρίς περιορισμό ανανέωση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ άλλων όταν η ορισμένη χρονική διάρκεια της συμβάσεως επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη.
Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης αν οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 4, του προεδρικού διατάγματος 81/2003 συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου.
Τέλος, έχοντας κρίνει ότι είναι καταχρηστική η χρησιμοποίηση του άρθρου 21 του νόμου 2190/1994 ως νομικής βάσεως για τη σύναψη διεπομένων από το ιδιωτικό δίκαιο συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ενώ οι συμβάσεις αυτές έχουν ως αντικείμενο την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, στην περίπτωση αυτή, η κατά την παράγραφο 2, τελευταίο εδάφιο, του άρθρου αυτού απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου θίγει την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου και αν συνάδει με τον σκοπό της ρήτρας 1, στοιχείο β΄, της Συμφωνίας-πλαίσιο, ο οποίος συνίσταται στο να αποτραπούν οι καταχρήσεις που απορρέουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, όπως διορθώθηκαν:
«1) Ο εθνικός Δικαστής πρέπει να ερμηνεύει το εθνικό του Δίκαιο –στο μέτρο του δυνατού– σύμφωνα με Οδηγία, η οποία μεταφέρθηκε εκπρόθεσμα στην εσωτερική έννομη τάξη από (α) το χρονικό σημείο που τέθηκε σε ισχύ η Οδηγία ή (β) το χρονικό σημείο που παρήλθε άπρακτη η προθεσμία μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο ή (γ) το χρονικό σημείο που τέθηκε σε ισχύ το εθνικό μέτρο προσαρμογής;
2) Η ρήτρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο α της Συμφωνίας Πλαισίου […] έχει την έννοια ότι αντικειμενικό λόγο συνεχών ανανεώσεων ή κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου μπορεί να αποτελεί, εκτός από τους λόγους που συνδέονται με τη φύση, το είδος, τα χαρακτηριστικά της παρεχόμενης εργασίας ή άλλους παρεμφερείς λόγους, το ότι απλώς και μόνο η σύναψη σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη Νόμου ή κανονιστική διάταξη;
3) Η εθνική διάταξη και, συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 4 του π.δ. 81/2003, η οποία ορίζει ότι διαδοχικές συμβάσεις είναι εκείνες που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι (20) ημερών, είναι συμβατή με τη ρήτρα 5 παράγραφοι 1 και 2 της Συμφωνίας Πλαισίου […];
4) Η ρήτρα 5 παράγραφοι 1 και 2 της Συμφωνίας Πλαισίου […] μπορεί να ερμηνευθεί με την έννοια ότι ο εργαζόμενος συνδέεται κατά τεκμήριο με τον εργοδότη του με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, μόνο όταν συντρέχει η προϋπόθεση που ορίζει η εθνική διάταξη του άρθρου 5 παρ. 4 π.δ. 81/2003;
5) Είναι συμβατή με την αρχή της αποτελεσματικότητας του Κοινοτικού δικαίου και το σκοπό της ρήτρας 5 παράγραφοι 1 και 2 σε συνδυασμό με τη ρήτρα 1 της Συμφωνίας Πλαισίου […] η απαγόρευση μετατροπής διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου από την εθνική διάταξη του άρθρου 21 Ν. 2190/1994, οι οποίες συνάπτονται βέβαια ως ορισμένου χρόνου για την κάλυψη εκτάκτων ή εποχικών αναγκών του εργοδότη, αλλά με σκοπό να καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες του;»
III – Σύντομη περίληψη των παρατηρήσεων που κατατέθηκαν
Επί της λυσιτελείας του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος
Η Ελληνική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι οι διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 81/2003 έχουν εφαρμογή μόνον επί των μισθωτών που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Τούτο ορίζεται ρητώς στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του πιο πάνω διατάγματος, όπως τροποποιήθηκε με το προεδρικό διάταγμα 180/2004.
Αντιθέτως, λόγω των συνταγματικής φύσεως ιδιαιτεροτήτων του καθεστώτος που ισχύει για το προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, η μεταφορά της οδηγίας 1999/70 πραγματοποιήθηκε όσον αφορά το προσωπικό αυτό με το προεδρικό διάταγμα 164/2004.
Λαμβανομένων υπόψη των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου του 11, το πιο πάνω προεδρικό διάταγμα ρύθμισε και τις καταστάσεις που προέκυψαν από την καθυστερημένη μεταφορά της οδηγίας. Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό μετατρέπει σε συμβάσεις αορίστου χρόνου τις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας που είχαν συναφθεί με εργαζόμενους του δημόσιου τομέα 24 μήνες πριν από την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού (τον Ιούλιο του 2002), δηλαδή την ημερομηνία κατά την οποία η Ελλάδα όφειλε να μεταφέρει την οδηγία στην εθνική έννομη τάξη, υπό την προϋπόθεση ότι οι συμβάσεις αυτές ήσαν ενεργοί κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του προεδρικού διατάγματος (19 Ιουλίου 2004) ή είχαν λήξει τρεις μήνες νωρίτερα (άρθρο 11, παράγραφος 5).
Επομένως, κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, με το προεδρικό διάταγμα 164/2004 ρυθμίζονται όλες οι έννομες καταστάσεις που γεννήθηκαν, για τους εργαζομένους στο Δημόσιο και στον δημόσιο τομέα, όταν έληξε η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας ή μετά. Το ίδιο ισχύει για την κατάσταση των εναγόντων της κύριας δίκης, οι οποίοι εργάζονταν σε οργανισμό κρατικού ενδιαφέροντος υπαγόμενο στον δημόσιο τομέα υπό τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου.
Κατά συνέπεια, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία τέθηκαν με αναφορά στις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 81/2003, παύουν να έχουν αντικείμενο μετά τη θέση σε ισχύ του προεδρικού διατάγματος 164/2004. Άλλωστε, εννέα από τους ενάγοντες της κύριας δίκης πληρούν τις προϋποθέσεις για τη μετατροπή των συμβάσεών τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004.
Επί του πρώτου ερωτήματος Οι ενάγοντες της κύριας δίκης παρατηρούν κατ’ αρχάς ότι αγνοούν αν η προθεσμία μεταφοράς, η οποία κανονικά έληξε στις 10 Ιουλίου 2001, παρατάθηκε για την Ελληνική Δημοκρατία σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70.
Στη συνέχεια, διαπιστώνουν ότι, βάσει της παραγράφου του 5, οι διατάξεις του άρθρου 5 του προεδρικού διατάγματος 81/2003 έχουν εφαρμογή μόνον επί των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας που συνάπτονται μετά τις 2 Απριλίου 2003, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του προεδρικού διατάγματος, οπότε δεν έχουν την παραμικρή συνέπεια για τις καταχρηστικές προσλήψεις που έγιναν βάσει διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν πριν από την ημερομηνία αυτή, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης.
Κατά τους ενάγοντες της κύριας δίκης, ο εθνικός δικαστής είναι υποχρεωμένος, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με την οδηγία τουλάχιστον από την παρέλευση της προθεσμίας μεταφοράς. Επικαλούνται συναφώς το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920 για την απόλυση των μισθωτών το οποίο προστατεύει τους εργαζόμενους που προσλαμβάνονται βάσει μιας ιδιωτικού δικαίου συμβάσεως ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ab initio στη σύμβαση αυτή τον χαρακτήρα συμβάσεως αορίστου χρόνου αν αποδειχθεί ότι η εν λόγω σύμβαση συνήφθη καταχρηστικώς υπό μορφή συμβάσεως ορισμένου χρόνου. Έτσι, ο εθνικός δικαστής μπορεί να στηριχθεί στη διάταξη αυτή για να δώσει στο εθνικό δίκαιο ερμηνεία σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο.
Οι ενάγοντες της κύριας δίκης θεωρούν ότι η υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού δικαίου καταλαμβάνει τις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που καταχρηστικώς είχαν ανανεωθεί ήδη στις 10 Ιουλίου 2001 ή πάντως στις 10 Ιουλίου 2002.
Η Ελληνική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 10 ΕΚ και 249 ΕΚ, τα κράτη μέλη οφείλουν να λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν την εμπρόθεσμη μεταφορά της οδηγίας. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση καθυστερημένης μεταφοράς, τα κράτη μέλη δύνανται είτε να ορίσουν ότι τα μέτρα μεταφοράς ισχύουν αναδρομικώς από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς είτε να λάβουν άλλα μέτρα για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την καθυστερημένη προσαρμογή.
Η Ελληνική Δημοκρατία χρησιμοποίησε τη δεύτερη δυνατότητα παρατείνοντας την προθεσμία συμμορφώσεως προς την οδηγία μέχρι τις 10 Ιουλίου 2002.
Η Επιτροπή επιβεβαιώνει κατ’ αρχάς ότι η Ελλάδα την ενημέρωσε με μικρή καθυστέρηση ότι θέλει την πρόσθετη προθεσμία ενός έτους για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70.
Κατά την Επιτροπή, είναι λογικό η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να ερμηνεύσει την εφαρμοστέα εσωτερική νομοθεσία σύμφωνα με την οδηγία να συμπίπτει χρονικά με την υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη να μεταφέρει την οδηγία στην εθνική έννομη τάξη. Η λύση αυτή βρίσκει έρεισμα στο γεγονός ότι η υποχρέωση για την επίτευξη του επιδιωκομένου από την οδηγία αποτελέσματος βαρύνει όλες τις εθνικές αρχές στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους.
Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι μια οδηγία παράγει από την ημέρα της δημοσιεύσεώς της έννομα αποτελέσματα έναντι των κρατών μελών στα οποία απευθύνεται (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C?129/96, Inter-Environnement, Συλλογή 1997, σ. I-7411, σκέψη 41). Έτσι, μολονότι τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να θεσπίσουν τα σχετικά μέτρα πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική τους έννομη τάξη, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 249 ΕΚ και 254 ΕΚ και του άρθρου 3 της οδηγίας 1999/70 προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος το οποίο επιδιώκει η οδηγία αυτή (ίδια απόφαση, σκέψη 45).
Εν κατακλείδι, η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση «ότι ο εθνικός δικαστής πρέπει να ερμηνεύει το εθνικό του Δίκαιο –στο μέτρο του δυνατού– σύμφωνα με Οδηγία η οποία μεταφέρθηκε εκπρόθεσμα στην εσωτερική έννομη τάξη από το χρονικό σημείο που παρήλθε άπρακτη η προθεσμία μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο. Εντούτοις, η ερμηνεία του προϊσχύοντος δικαίου πρέπει να μη διακυβεύει σοβαρά το επιδιωκόμενο από την οδηγία αποτέλεσμα, ήδη από την ημερομηνία που αυτή τέθηκε σε ισχύ».
Επί του δευτέρου ερωτήματος Οι ενάγοντες της κύριας δίκης θεωρούν ότι το γεγονός ότι απλώς και μόνον η σύναψη συμβάσεως ορισμένου χρόνου επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη δεν μπορεί να αποτελέσει αντικειμενικό λόγο υπό την έννοια της ρήτρας 5 της Συμφωνίας-πλαίσιο, ικανό να δικαιολογήσει τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
Αντίθετη ερμηνεία της ρήτρας 5 της Συμφωνίας-πλαίσιο θα είχε ως αποτέλεσμα τόσο να παραγνωριστεί ο σκοπός της Συμφωνίας αυτής, ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή των καταχρήσεων και ο οποίος δεν μπορεί να επιτευχθεί αν είναι ανεξέλεγκτη η εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, όσο και να ανατραπεί ο κανόνας ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου αποτελούν τη γενική μορφή των εργασιακών σχέσεων, όπως προκύπτει από τη δεύτερη σκέψη, πρώτη περίοδος, του προοιμίου της Συμφωνίας-πλαίσιο.
Προς στήριξη του ισχυρισμού τους, οι ενάγοντες της κύριας δίκης επικαλούνται και τη γενομένη στη σκέψη 8 των γενικών παρατηρήσεων της Συμφωνίας-πλαίσιο αναφορά σε τομείς, επαγγέλματα και δραστηριότητες για να χαρακτηριστούν οι εργασιακές σχέσεις τις οποίες αφορούν οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Ο δημόσιος τομέας στο σύνολό του δεν δύναται να θεωρηθεί στην πραγματικότητα ως ένας τέτοιος τομέας που μπορεί να στοιχειοθετήσει αντικειμενικό λόγο.
Επιπλέον, η ρήτρα 8, παράγραφοι 1 και 3, της Συμφωνίας-πλαίσιο εμποδίζει να υποβαθμιστεί μετά την εφαρμογή της Συμφωνίας αυτής η προστασία των εργαζομένων, όπως αυτή εξασφαλίζεται από το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, το οποίο αποτελεί «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο», σημειουμένου ότι θα υπάρξει τέτοια υποβάθμιση αν θεωρηθεί αντικειμενικός λόγος η ύπαρξη διατάξεως νόμου ή κανονιστικής διατάξεως επιβάλλουσας τη σύναψη συμβάσεως ορισμένου χρόνου.
Τέλος, το να αναχθεί σε «αντικειμενικό λόγο» η βούληση του εθνικού νομοθέτη ή των εθνικών διοικητικών αρχών αντιστρατεύεται την αποτελεσματικότητα της Συμφωνίας- πλαίσιο.
Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Συμφωνία-πλαίσιο δεν ορίζει τον «αντικειμενικό λόγο» υπό την έννοια της ρήτρας 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της Συμφωνίας αυτής.
Επικαλούμενη τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις οδηγίες περί ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, οδηγίες που και αυτές χρησιμοποιούν την έννοια αυτή, η Επιτροπή σημειώνει ότι τα σχετικά μέτρα, για να δικαιολογούνται αντικειμενικώς, πρέπει να ανταποκρίνονται σε μια πραγματική ανάγκη, να είναι πρόσφορα για την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκουν και να είναι αναγκαία προς τούτο. Απλές γενικεύσεις δεν καθιστούν δυνατή τη συναγωγή αντικειμενικών κριτηρίων.
Υπό τις συνθήκες αυτές, αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός ότι η σύναψη συμβάσεως ορισμένου χρόνου επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη δεν αποτελεί αντικειμενικό λόγο υπό την έννοια της ρήτρας 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της Συμφωνίας-πλαίσιο.
Επί του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος Οι ενάγοντες της κύριας δίκης θεωρούν ότι το άρθρο 5, παράγραφος 4, του προεδρικού διατάγματος 81/2003, εφόσον απαιτεί, για να μπορούν οι συμβάσεις να θεωρηθούν διαδοχικές, να μη μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 20 εργασίμων ημερών, αντίκειται στη Συμφωνία-πλαίσιο.
Συγκεκριμένα, η έλλειψη εξαιρέσεως από την προϋπόθεση αυτή ευνοεί και διευκολύνει τις καταχρήσεις, καθόσον για έναν εργοδότη, ο οποίος επιθυμεί να αποφύγει τη μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου, είναι αρκετό απλώς να αφήσει να παρέλθει χρονικό διάστημα 21 εργασίμων ημερών μεταξύ δύο διαδοχικών συμβάσεων·
το χρονικό διάστημα 20 εργασίμων ημερών είναι υπερβολικά μικρό, λαμβανομένης υπόψη της πρακτικής υπό το άρθρο 21 του νόμου 2190/1994·
η επιταγή αυτή συνιστά, σε σχέση με το υψηλό επίπεδο προστασίας το οποίο εξασφαλίζεται από το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, υποβάθμιση αντίθετη προς τη ρήτρα 8, παράγραφοι 1 και 3, της Συμφωνίας-πλαίσιο·
καθιστά πρακτικώς αδύνατη τη μετατροπή των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 3, του προεδρικού διατάγματος 81/2003, του οποίου η εφαρμογή προϋποθέτει την ύπαρξη διαδοχικών συμβάσεων υπό την έννοια της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
Εν κατακλείδι, οι ενάγοντες της κύριας δίκης προτείνουν στο Δικαστήριο να δώσει στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα την εξής απάντηση:
«Η ρήτρα 5 (παράγραφοι 1 και 2) της συμφωνίας-πλαισίου […] πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν είναι σύμφωνες με τον σκοπό αυτής και με τις κοινοτικές αρχές της αναλογικότητας και αποτελεσματικότητας εθνικές διατάξεις, οι οποίες ορίζουν, χωρίς να επιδέχονται εξαίρεση, ότι θεωρούνται ως διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μόνο εκείνες μεταξύ των οποίων δεν μεσολαβεί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι εργάσιμων ημερών και οι οποίες θεσπίζουν μεν μαχητό τεκμήριο υπέρ του εργαζομένου για τη μετατροπή σε αορίστου χρόνου τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ενώ το εν λόγω τεκμήριο είναι δυσανάλογο και αναποτελεσματικό διότι στηρίζεται στον παραπάνω απόλυτο και ανεπίδεκτο εξαιρέσεων ορισμό της διαδοχικότητας των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να συναγάγει τις έννομες συνέπειες, μη εφαρμόζοντας αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου.»
Η Επιτροπή θεωρεί ότι η διακριτική ευχέρεια που τα κράτη μέλη έχουν για να ορίσουν την έννοια της διαδοχικότητας των συμβάσεων δεν είναι απόλυτη, αλλά περιορίζεται από τον σκοπό της οδηγίας, η οποία επιδιώκει να αποφευχθεί κάθε κατάχρηση.
Κατά την Επιτροπή, ένας τόσο στενός ορισμός της έννοιας της διαδοχικότητας, περιορίζοντας σε διάστημα μικρότερο των είκοσι ημερών τη διακοπή των εργασιακών σχέσεων, δημιουργεί τον κίνδυνο να καταστεί ανενεργός ο μηχανισμός αποτροπής των καταχρήσεων που προβλέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 3, του προεδρικού διατάγματος 81/2003, το οποίο καθιερώνει ένα μαχητό τεκμήριο υπέρ του εργαζομένου, καθιστώντας δυνατή τη μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου όταν, ελλείψει αντικειμενικού λόγου, η συνολική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου υπερβαίνει τα δύο έτη και όταν οι συμβάσεις αυτές ανανεώθηκαν πάνω από τρεις φορές.
Κατά συνέπεια, μια εθνική διάταξη, όπως η περιεχόμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 4, του προεδρικού διατάγματος 81/2003, είναι, κατά την Επιτροπή, «αντίθετη με το επιδιωκόμενο από την Οδηγία αποτέλεσμα, κατά το μέτρο που είναι δυνατό να παρεμποδίσει την αποτελεσματικότητα των εθνικών μέτρων μεταφοράς της ρήτρας 5, παρ. 1 και 2, της Συμφωνίας Πλαισίου».
Επί του πέμπτου ερωτήματος Οι ενάγοντες της κύριας δίκης παρατηρούν ότι η απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες συνάπτονται για την κάλυψη πρόσκαιρων, απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου οφείλεται στο αξιοκρατικό σύστημα προσλήψεων στον δημόσιο τομέα κατά το άρθρο 103, παράγραφος 8, του Ελληνικού Συντάγματος.
Η καταχρηστική χρησιμοποίηση του άρθρου 21 του νόμου 2190/1994 για τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου και η ανανέωση ή διαδοχικότητα των συμβάσεων αυτών προκειμένου να καλυφθούν πάγιες και διαρκείς ανάγκες μπορούν καταρχήν να αποφευχθούν με τη χρησιμοποίηση του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, το οποίο αποτελεί ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο υπό την έννοια της ρήτρας 5, παράγραφος 1, της Συμφωνίας-πλαίσιο.
Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, η καταχρηστική χρησιμοποίηση του άρθρου 21 του νόμου 2190/1994 δημιουργεί αβεβαιότητα δικαίου. Εν προκειμένω, οι ενάγοντες της κύριας δίκης θεωρούν ότι η στο πλαίσιο ερμηνείας σύμφωνης με την οδηγία 1999/70 εφαρμογή της αρχής του estoppel ή του κανόνα non venire contra factum proprium συνεπάγεται ότι το κράτος δεν μπορεί να αποφύγει την υποχρέωσή του να φροντίσει ώστε ο εργαζόμενος να τύχει όντως της προβλεπομένης από την οδηγία προστασίας επικαλούμενο κατά του εργαζομένου αυτού την εθνική νομοθεσία η οποία, λαμβανομένου υπόψη του τρόπου που ερμηνεύεται και εφαρμόζεται από τις εθνικές αρχές, στερεί τον εργαζόμενο δικαιωμάτων που του αναγνωρίζονται από το κοινοτικό δίκαιο.
Εν κατακλείδι, οι ενάγοντες της κύριας δίκης προτείνουν στο Δικαστήριο να δώσει στο πέμπτο ερώτημα την εξής απάντηση:
«Η προβλεπόμενη από εθνική διάταξη, όπως εκείνη του άρθρου 21 Ν. 2190/1994, απαγόρευση μετατροπής διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου δεν είναι συμβατή με την αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου και το σκοπό της ρήτρας 5 παράγραφοι 1 και 2 σε συνδυασμό με τη ρήτρα 1 της συμφωνίας πλαισίου […], όταν οι συμβάσεις εργασίας συνάπτονται διαδοχικώς ως ορισμένου χρόνου για την κάλυψη εκτάκτων ή εποχικών αναγκών του εργοδότη, αλλά με σκοπό να καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες του.»
Η Ελληνική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η Συμφωνία-πλαίσιο, η οποία έχει ως σκοπό να αποφευχθούν οι καταχρήσεις που οφείλονται στη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις –όπως αυτές του νόμου 2190/1994– που αφορούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η αρχική σύναψη μιας ιδιωτικού δικαίου συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα για την κάλυψη πρόσκαιρων, απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών.
Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Συμφωνία-πλαίσιο δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μετατρέπουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ούτε ρυθμίζει τη χρησιμοποίηση αυτών καθ’ εαυτές των συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Η μόνη υποχρέωση την οποία προβλέπει για τα κράτη μέλη είναι η υποχρέωση λήψεως μέτρων για την αποτροπή των καταχρήσεων (με τον καθορισμό μέγιστης συνολικής διάρκειας των διαδοχικών συμβάσεων ή μέγιστου αριθμού ανανεώσεων).
Πάντως, το άρθρο 21 του νόμου 2190/1994 δεν προβλέπει κανένα μέτρο αυτού του είδους. Κατά συνέπεια, υπάρχει δυνατότητα απεριόριστων ανανεώσεων των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, πράγμα που είναι αντίθετο με τον πυρήνα της έννοιας του «ορισμένου χρόνου» και εμφανώς ανοίγει την πύλη σε καταχρήσεις.
Επομένως, κατά την Επιτροπή, η γενική απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όταν εντάσσεται σε πλέγμα νομοθετικών διατάξεων οι οποίες επιτρέπουν χωρίς περιορισμό την ανανέωση των συμβάσεων αυτών, είναι εμφανώς αντίθετη με τον σκοπό της ρήτρας 5 της Συμφωνίας-πλαίσιο.
Εισηγητής δικαστής
|